Τρίτη 26 Απριλίου 2022

Σταύρος Πετρουλάκης "ΚΡΗΤΗ ΑΠΟ ΨΗΛΑ" φωτογραφία

 


Σταύρος  Πετρουλάκης

Κρήτη από ψηλά

φωτογραφία


 

 


 

Κρήτη από ψηλά

φωτογραφία                                     

Σταύρος Πετρουλάκης

 

 

 

 

 

ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ

eleftherografos.blogspot.com

 

 

 

 


Σάββατο 23 Απριλίου 2022

Μαρία Ιωάννου " ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΚΙΝΗΣΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΝ ΤΗΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥ 1898 ΕΩΣ ΤΟΥ 1952" άρθρο δημοσίευση περ. "Πνευματική Κύπρος" (1974) Θεατρογραφικά

 



Μαρία Ιωάννου

« Θεατρική κίνησις στην πόλιν της Αμμοχώστου

από του 1898-1952 »

αποσπάσματα από άρθρο

γραφή: 1952

δημοσίευση (1974) περ. « Πνευματική Κύπρος »

 

 

 

 

 

« Θεατρική κίνησις

στην πόλιν της Αμμοχώστου

από του 1898-1952 »

 

 

 

   Η πόλις της Αμμοχώστου το 1898 ήταν ένα μικρό χωριό πολύ περιωρισμένο, επομένως χωρίς θεατρική ζωή και χωρίς καμμιά εκδήλωσι Τέχνης.

 

  Το 1898 χάρις σε μερικούς προοδευτικούς πατέρες που επέτρεψαν στα μικρά κοριτσάκια τους να λάβουν μέρος σε παράστασιν επαίχθηκε το έργο «Φόρεμα της Κυρίας» από τας εξής δίδας Χρυσάνθην Πατίτσα, Ελένην Γ. Χατζηπέτρου, Κλεοπάτραν Παϊσίου, Ελένην Ν. Παπαδοπούλου, Μαργαρίταν Ευαγγ. Λοϊζου.

 

  Το 1904 επαίχθηκε το έργον η «Συνείδησις» από τας εξής δίδας Μαργαρίταν Ευαγγ. Λοϊζου, Μαρίτσαν Κουρρή, Κατίναν Αχιλλέως Πετρίδη και Χαριτίνην Κουππή.

 

  Το 1912 κατά διδασκαλίαν της Περσεφόνης Χ. Παπαδοπούλου, εδιδάχθη το έργον  «Συνείδησις» και επαίχθη από τας εξής μαθητρίας της τότε Η΄ τάξεως του Ανωτέρου Παρθεναγωγείου Αμμοχώστου, Μαρίαν Γ. Μιχαηλίδου, Αθηνάν Σώχου, Αναστασίαν Θ. Μιχαηλίδου, Κατίναν Μήτσιγγα και Μαρίαν Ανδρέου.

 

  Κατά την εποχήν αυτήν και ίσως και 2-3 χρόνια ενωρίτερον υπό την ηγεσίαν του Μιλτιάδη Σιακαλλή εκ Λάρνακος δίδεται αρκετή ώθησις στο ερασιτεχνικό θέατρο και 3-4 θέατρα παίζονται στην  πόλιν της Αμμοχώστου από τους εξής: Νικ. Νικολαϊδην (Παπατράκαν), Γιώργον Φεσάν, Πρόδρομον Παπαδόπουλον, Αντώνη Δημητρίου και άλλους. Επειδή δε κανένα κορίτσι δεν ανέβαινε στην σκηνή τα γυναικεία πρόσωπα των έργων υποδύονταν άνδρες !

 

   Και φθάνομεν στο 1917. Κατά το έτος αυτόν με πρωτοβουλίαν της δίδος Μαρίας Ανδρέου αποφασίζεται να παιχθή δράμα και ως τοιούτον εκλέγεται υπό του Μιλτιάδη Σιακαλλή «Ο Χορός του Ζαλόγγου» του Σπυρίδωνος Περεσιάδη. Το έργον εδιδάχθη υπό του Μιλτιάδη Σιακαλλή.

  Το έργον επαίχθη από τα εξής πρόσωπα: Μαρίαν Ανδρέου, Δέσποιναν Ι. Χατζημιχαήλ, Ελένην Ραγουζαίου, Μιλτιάδην Σιακαλλήν (δικηγόρον), Πολύβιον Α. Παπαδόπουλον, Ευαγόραν Παπανικολάου (μετέπειτα ιδρυτήν της εφημερίδος «Πρωτεύουσα»), και Νικόλαον Νικολαϊδην (Πατατράκαν).

   Ως δεύτερον έργον εις το ίδιον έτος (1917) παίζεται η «Σκλάβα» του Σπυρίδωνος Περεσιάδη, πάλιν κατά διδασκαλίαν του Μιλτιάδη Σιακαλλή, και με όλα τα ανωτέρω πρόσωπα και με προσθήκην της Άννας Π. Παπαδοπούλου.

   Παίζεται η «Γαλάτεια» του Σπυρίδωνος Βασιλειάδη [: πεντάπρακτη τραγωδία σε πεζό λόγο και αρχαϊζουσα, (1871)] με πρωταγωνίστριαν την Μαρίαν  Ανδρέου και με τα εξής ανδρικά πρόσωπα: Μιλτιάδην Σακαλλήν, Νικόλαον Νικολαϊδην, Πολύβιον Παπαδόπουλον.

  Παίζεται κατά συνέχειαν η «Γκόλφω» του Σπυρίδωνος Περεσιάδη με πρωταγωνίστριαν την δίδα Αγγελικήν Χριστοπούλου και τους κ.κ.  Μιλτιάδην Σακαλλήν, Νικόλαον Νικολαϊδην, Πολύβιον Παπαδόπουλον, την δίδα Μαρίαν Ανδρέου, την δίδα Ελέγκω  Σιούκρη.

  Παίζεται  «η Πατρίδα» του Σπυρίδωνος Περεσιάδη με τ’ ανωτέρω πρόσωπα.

  Παίζεται «Ο Μαύρος Καβαλλάρης» με πρωταγωνιστήν τον κ. Πολύβιον Παπαδόπουλον.

  Επακολούθησαν τα έργα «Κοινωνικός θάνατος» του Ιταλού συγγραφέως Γιακουμέττη με πρωταγωνιστήν τον Μιλτιάδην Σιακαλλή και εκτελεστάς τας δίδας Μαρίαν Ανδρέου, Ελέγκω Σιούκρη και τον κ.  Νικόλαον Νικολαϊδην.

  Επίσης μία κωμωδία με εκτελεστάς τον Ευαγόραν Παπανικολάου και τας δίδας Μαρίαν Ανδρέου και Ελέγκω Σιούκρη.

   Επηκολούθησαν ο «Αγαπητικός της βοσκοπούλας» [του Δημητρίου Κορομηλά] με πρωταγωνίστριαν την Μαρίαν Ανδρέου και ανδρικά πρόσωπα τ’ ανωτέρω και τον κ. Παύλον Αντωνιάδην.

  Επαίχθη η «Στέλλα Βιολάντη» του Γρηγορίου Ξενοπούλου με πρωταγωνίστριαν την Αγγελικήν Χριστοπούλου και εκτελεστάς την Μαρίαν Ανδρέου, Μιλτιάδην Σιακαλλή, Πολύβιον Παπαδόπουλον, Χριστάκην Χριστόπουλον.

 

  Το 1922 επαίχθη ο «Γιός του Ίσκιου» του Σπύρου Μελά με πρωταγωνίστριαν την Μαρίαν Ανδρέου και εκτελεστάς τον εκ Λευκωσίας Άγγελον Παπαδόπουλον, Αναστάσην Οικονομίδην, Πολύβιον Παπαδόπουλον.

 

  Το 1928 επαίχθη το αρχαίο δράμα του Σοφοκλέου «Αντιγόνη» κατά διδασκαλίαν του κ. Πολυβίου Παπαδοπούλου με πρωταγωνίστριαν την Μαρίαν Ανδρέου. Την Ισμήνην υπεδύθη η Ιωάννα Χρυσοστόμου. Τον Κρέοντα έπαιξεν ο κ. Αναστάσης Οικονομίδης (καθηγητής της Γυμναστικής εν τω Γυμνασίω Αμμοχώστου). Τον Τειρεσίαν ο κ. Ι.Θ. Ιωάννου (έμπορος), τον φύλακα ο κ. Κυριάκος Κατσαμπάς (έμπορος), τον Α΄ Κορυφαίον ο κ. Πιετρώνης (ιατρός), τον Β΄ Κορυφαίον ο κ. Χάβας. Την Ευρυδίκην η εκ Λευκωσίας δνίς Πολυξένη Ιωαννίδου. Τα χορικά εδίδαξεν ο μουσικός της πόλεως Δ. Δημητριάδης, εψάλησαν εις την αρχαίαν γλώσσαν και ορχήστρα από τους κ.κ. Λουκήν Αττεσλήν, Τ. Μέντζην κλπ. Συνώδευαν αυτά.

 

 

   Τον Μάϊον του 1930 παίζεται από τον ερασιτεχνικόν όμιλον του Λ.Ε.Α. (Λυκείου Ελληνίδων Αμμοχώστου) το έργον «Η συνάντησις της Ναυσικάς και του Οδυσσέως» με τους εξής εκτελεστάς: Αυγήν Ιακωβίδου, Κατίναν Σπυρίδωνος, Σοφίαν Ιακώβου, Ελένην Χριστοφόρου και Αναστάσην Οικονομίδην.

 

Τον Μάϊον του 1931 παίζεται το αρχαίο δράμα του Ευριπίδη «η Ιφιγένεια εν Ταύροις» κατά διδασκαλίαν της Μαρίας Π. Ιωάννου με πρωταγωνίστριαν την ίδια (ως Ιφιγένειαν) και με εκτελεστάς την Αυγούλαν Ιακωβίδου ως Αθηνάν, ως πρώτην κορυφαίαν την Χρυσάνθην Ιωάννου, ως δεύτερην κορυφαίαν την Λουϊζα Παπαδοπούλου, τον κ. Νικήν Σ. Μιχαηλίδην ως Θόαν, τον κ. Αναστάσην Οικονομίδη ως Ορέστην και τον κ. Γ. Σπανόν ως Πυλάδην. Τα χορικά εδίδαξε ο Δ. Δημητριάδης.

 

  Στις 7 Μαίου 1938 παίζεται το αρχαίο δράμα του Ευριπίδη «Εκάβη» με πρωταγωνίστριαν την Ιόλην Σοφοκλέους, και εκτελεστάς την Λούλαν Πιπέρη, Αθηνούλα Κοκκίνου, Άλκη Ευσταθίου, Χάρην Χατζηκυριάκου, Παύλον Πέτρου, Δαγκλήν Ιακωβίδην, Νίκον Κόκκινον. Τα χορικά εμελοποιήθησαν υπό του Κλεοβούλου Αρτεμίδη.

 

  Τον Μάϊον του 1940 επαίχθησαν τρία μονόπρακτα από τον ερασιτεχνικόν όμιλον Λ.Ε.Α. (Λυκείου Ελληνίδων Αμμοχώστου): «Μέσα στου τίμιους» της Πετρούλας Ψηλορείτη (Γαλάτειας Καζαντζάκη).

«Ο γυρισμός του ναύτη» του Andre Theorie.

«Ο κύριος ταξιδεύει χωρίς αποσκευές» του Σύλβιου (Ανδρέα Παπαδόπουλου)

με εκτελεστάς τα εξής πρόσωπα: Ναταλίαν Μιχαηλίδου, Μαρίαν Πιπέρη, Μαρούλαν Κουντούρη, Λουκίαν Νεοφύτου, Βασιλική Ρούσσου, Αθηνούλαν Κοκκίνου, Λούλλαν Πιπέρη, Λουκήν Σαββίδην, Στέλιον Πιπέρην και Φώτον Χατζησωτηρίου, Τάκην Ορφανίδην, Αχιλλέαν Ιωάννου, Δαγκλήν Ιακωβίδην.

  Επίσης επαίχθη το έργον «Τριαντάφυλλα όλο τον χρόνον».  

 

   Παραλλήλως προς αυτά ο κ.Φώτος Χατζησωτηρίου συνέγραψε τα εξής έργα και τ’ ανεβίβασεν:

18 Απριλίου 1942 «Προσφυγόπουλα στην Κύπρο».

21 Νοεμβρίου 1942 «Συνηθισμένη Ιστορία».

19 Νοεμβρίου 1944 «Άνθρωποι που δεν φταίξανε».

  Επίσης την 28ην Φεβρουαρίου 1945 το έργον του Michael Artisimbastsef «Ο Πόλεμος».

 

   Το 1948 παίζεται το αρχαίο δράμα του Ευριπίδη η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» με πρωταγωνίστριαν την Ελένην Σ. Μιχαηλίδου.

 

  Στις 5 Ιουλίου του 1950 παίζεται στο στάδιον «Ευαγόρας» το αρχαίο δράμα του Σοφοκλέους «Αντιγόνη» με πρωταγωνίστριαν τηνΛούλαν Πέτρου (ως Αντιγόνη), την Ιλιάναν Κ. Δημητρίου (ως Ισμήνη), την Ρήνα Κελβέρη (ως Ευρυδίκη), τον Λουκήν Σαββίδην (ως Κρέοντα), τον Γιάγκον Π. Παπαδόπουλον (ως φύλακα), τον Ανθούλην Αττεσλήν (ως άγγελον), τον Νυμφάκην Νεοφύτου (ως Αίμονα).  Το έργον εδίδαξεν η Μαρία Π. Ιωάννου και ο Λουκής Σαββίδης, και τα χορικά ο Γ. Αρβανιτάκης.

 

  Το Λύκειον Ελληνίδων Αμμοχώστου ανεβίβασε το 1951 εις μνήμην Γρηγορίου Ξενοπούλου 2 πράξεις από τον «Ποπολάρον» και «Στέλαν Βιολάντη».

 

  

 

 

 

 

 

[ το άρθρο της Μαρίας Π. Ιωάννου

δημοσιεύθηκε στα 1974, «Πνευματική Κύπρος»,

Χρ. ΙΕ΄, αρ. 171. ]

 

 ( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )

 ( εδώ έχουν αφαιρεθεί ελάχιστα χωρία του άρθρου)

 

Η Μαρία Ιωάννου ( 1895-1970 )

 

    


 

 

Η φωτογραφία της Μαρίας Ιωάννου

από τον αφιερωματικό τόμο

« Τιμή στην Μαρία Π. Ιωάννου »,     

«Πνευματική Κύπρος», Λευκωσία, 1997.

 

 

 

 

 

ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ

eleftherografos.blogspot.com

 

 

 


Παρασκευή 22 Απριλίου 2022

ΑΜΑΛΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ ( AMALIA PARASKEVOPOULOS ) Ελληνίδα ζωγράφος Ζωγραφική Εικαστικά

 



AMALIA PARASKEVOPOULOS

ΑΜΑΛΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ

 

 

 

 

 


 

 

 

 

 


 

 

Οι πίνακες της Αμαλίας Παρασκευοπούλου 

από το άλμπουμ:

The painter Amalia to the World

Euarce

 

 

  

 


 

 

 

 

 


 

 

 

 

   Αμαλία Παρασκευοπούλου

Ατομικές εκθέσεις (ενδεικτικά):

/ - 1984: Engonopoulos gallery

/ - 1984: Iktinos gallery

/ - 1997: Greek Consulate of New York

/ - 1997: Cultural Hall of Pan-Arcadian Federation of America

/ - 2004: European Art Centre (EUARCE) of Greece.

 







ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ

eleftherografos.blogspot.com

 

 






Πέμπτη 21 Απριλίου 2022

Δημήτρης Φιλελές: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ

 


 

Δημήτρης Φιλελές

 

Αφιέρωμα στην ποιήτρια Μελισσάνθη

« Είμαι η Εκάβη που πενθεί τα χαμένα παιδιά της »

 

 


 

 

 

  

« Ηρωική φυγή »

 

Ξοπίσω μου δαιμονικὸ φυσομανούσε, του Άδη,

πύρινο ανασασμὸ

κι έτρεχα, σ᾿ άφεγγες νυχτιές, μες στο βαθὺ σκοτάδι,

μ᾿ έν’ άγριο καλπασμό.

 

Και τον μαντύα τον ταπεινό ξεδίπλωνα του επαίτη

σ᾿ ηρωική φυγή

κι έσερνα ατίθασα λυτή της κόμης μου τη χαίτη

και σάρωνα τη γη.

 

Του ανέμου το καμτσίκωμα που αφάνιζε τα δάση

με λύγαε, καλαμιά

και στέγνωνε στα χείλια μου, τη φούχτα μου, άδειο τάσι

στην άνυδρη ερημιά.

 

Κι απ’ την αρμύρα θέριευε της φλογισμένης άμμου

της δίψας το ουρλιαχτό,

μα έφευγα, ενώ, σε σύσπαση φριχτή, κυλιόταν χάμου

τ᾿ ανήμπορο ερπετό.

 

Η γη κάτω απ᾿ τη φτέρνα μου προδοτικὰ βογκούσε

καφτὴ ως λαβωματιά,

μα βέλος ξέφευγα γοργὸ και πίσω μου αστοχούσε

η εχθρική σαϊτιά.

 

Με παραμόνευε γαμψά το νύχι στα σκοτάδια

του πειναλέου βραχνά

κι ως γλύτωνα, οι φοβέρες του, μαύρων όρνιων κοπάδια

πίσω έκραζαν βραχνά.

 

Κι η νύχτα τρύπια, τάνυζε φτερούγα νυχτερίδας,

τον έναστρο ουρανό

και την οργή του κεραυνό σε νέφη καταιγίδας

σπαθί έκρυβε γυμνό.

 

Στο πέρασμά μου σφύριζε της έχθρητας το φίδι

μες στα ξερά κλαδιά,

μα της φυγής μου η αστραπή περνούσε όπως λεπίδι,

της νύχτας την καρδιά.

 

Και του θριάμβου μου η κραυγή βόλι καφτὸ τρυπούσε

τα σπλάγχνα της σιγής

κι αντίλαλους η φόρμιγγα του στήθους μου ξυπνούσε,

στις εσχατιές της γης.

 

«Προφητείες» (1931)

 

 

 

 

 

 

« Ιώ »

 

Βούκεντροπάλιν ο οίστρος με κεντά

Δίχως σταθμό μέσα από κάθε χώρα

περνώ κι ούθε το βλέμμα αν στρέψω τώρα

το φάσμα του Πανόπτη με κοιτά.

 

Κι ακράτητη στην άλογή μου φόρα

κατάρα έχω που δε με σταματά

στο δρόμο μου να βλέπω όλο μπροστά

να μη γνωρίζω ανάπαψης μιαν ώρα.

 

Ω, ας τ’ ακούσω απ’ το δικό σου στόμα

Δεσμώτη τραγικέ του Σκύθειου βράχου

τα όσα μού μέλλεται να πάθω ακόμα

 

— «Καλύτερα να μη μάθεις ποτέ σου

θυγατέρα πολύπαθη του Ινάχου

κι η γνώση σαν χιτώνας καίει του Νέσσου».

 

«Προφητείες» (1931)

 

 

 

 

« Σφίγγα »

 

Το νου μου τραγικό λογιάζω Οιδίποδα

το φοβερό αίνιγμά μου να εξηγεί

—κιλίμι στρώνεται ο ίσκιος μου στη γη—

Το νου μου τραγικό λογιάζω Οιδίποδα

Φριχτή κι απ’ της Πυθίας ακούω τον τρίποδα

της προφητείας να υψώνεται η κραυγή

Το νου μου τραγικό λογιάζω Οιδίποδα

το γρίφο του εαυτού μου να εξηγεί.

 

«Προφητείες» (1931)

 

 

 

 

« Έμπνευση »

 

 Κάποιος αρχαίος θεός που μ’ αγαπάει

 

με φλόγα πάθους νέου κι ερωτικού

στα πόδια μου χρυσή βροχή σκορπάει

για παίζει τη φλογέρα του βοσκού

 

Στα βάθη ενός τοπίου μυθικού

Σεμέλη, με καλεί, πότε Δανάη

το μάτι όμως με βλέπει του κακού

και Ήρα ζηλότυπη με κυνηγάει…

 

Είτε μπροστά μπορώ να πάω, είτε πίσω

Πού να ‘βρω καταφύγιο να γεννήσω

– ω! Δία, πατέρα των παιδιών μου, εσύ!

 

Οι ωδίνες μού ξεσκίζουνε τα σπλάχνα

Την προστατευτική σου ρίξε πάχνα

και φέρε με στης Δήλου το νησί.

 

 «Φλεγόμενη βάτος» (Δίφρος 1935)

 

 

 

 

 

« Προμηθέας »

 

Στύλωνες με την πίστη μου τα ουράνια σου τεμένη

και σήμαινες τις προσευχές μου κωδωνοκρουσίες

τις μυστικές σου, εκεί ψηλά, τελώντας λειτουργίες

Στύλωνες με την πίστη μου τα γαλανά τεμένη

μα τώρα, απ’ τα θεμέλιά τους οι θόλοι κλονισμένοι

στις φοβερές μου, αστήριχτοι, θα τρέμουν βλασφημίες

Στύλωνες με την πίστη μου τα ουράνια σου τεμένη

το τέλος σου πια σήμαναν οι κωδωνοκρουσίες.

 

«Φλεγόμενη βάτος» (1935)

 

 

 

 

 

« Η χώρα της σιωπής »

 

Η χώρα της σιωπής είναι από κρύσταλλο

γαλάζιο κρύσταλλο, σαν από πάγο.

Εκεί χορεύουνε τα πάντα αθόρυβα

κι όλες οι εικόνες διαθλώνται στο άπειρο

Τα δάκρυα των παιδιών και τα παράπονα

αφήνουν το λεπτό ήχο της κιθάρας

Των σιωπηλών πλασμάτων τα χαμόγελα

ρόδινη ανταύγεια υψώνουν στα μεσούρανα

Και τα βαθιά βλέμματα της αγάπης

ανάβουν φλόγες πυρκαγιάς γαλάζιες

Στη χώρα της σιωπής ό,τι είναι γνήσιο

σαν μια καμπάνα ακούγεται γιορτάσιμη

που ανοίγει βουερούς θόλους στα ουράνια

Στη χώρα της σιωπής συχνά ακροάστηκα

τις ασημένιες κωδωνοκρουσίες

που υψώνει κάποιο σμήνος γερανών

Σε γάμους μυστικούς, σε λιτανείες

σε τελετές ουράνιες παραβρέθηκα

στη χώρα της σιωπής που είναι από κρύσταλλο

γαλάζιο κρύσταλλο, σαν από πάγο.

 

«Η εποχή του Ύπνου και της Αγρύπνιας» (1950)

 

 

 

 

 

« Πιστεύω »

 

Η Αγάπη, μόνο, βαστάζει όλα τα φορτία.

Μπορώ να βαστάζω όλα τα φορτία.

Γιατί η Αγάπη είναι το μέγα φορτίο!

Η Αγάπη σηκώνει το βάρος τ’ ουρανού.

Μπορώ να σηκώσω το βάρος τ’ ουρανού.

Η Αγάπη υπομένει τα μαρτύρια της πυράς.

Μπορώ να υπομένω τα μαρτύρια της πυράς.

Γιατί η Αγάπη είναι ο ουρανός και η πυρά!

Η Αγάπη πιστεύει στη ζωή και στο θάνατο

η Αγάπη πιστεύει στο θαύμα.

Μπορώ να πιστεύω στη ζωή και στο θάνατο

μπορώ να πιστεύω στο θαύμα.

Γιατί η Αγάπη είναι το θαύμα.

Η Αγάπη προσεύχεται κ’ ενεργεί

η αγάπη αγρυπνεί.

Μπορώ να προσεύχομαι και να ενεργώ

μπορώ να αγρυπνώ.

Γιατί η Αγάπη είναι προσευχή και πράξη!

Γιατί η Αγάπη είναι η μυστική αγρυπνία!

Η Αγάπη κρατάει όλα τα χαμόγελα και όλα τα δάκρυα.

Μπορώ να χαμογελώ και να κλαίω όλα τα δάκρυα -

γιατί η Αγάπη είναι η χαρούμενη θλίψη!

Η Αγάπη δίνει τον άρτο και τον οίνο

εγγύηση για την αιωνιότητα.

Γιατί η Αγάπη είναι ο Μυστικός Δείπνος!

Κ’ η μεγάλη υπόσχεση!

Η Αγάπη έπλασε τον άνθρωπο

η Αγάπη εδώρισε το φως.

Πιστεύω στον άνθρωπο

πιστεύω στην Αγάπη.

Γιατί η Αγάπη είναι το φως και η δωρεά!

Γιατί η Αγάπη είναι ο Άνθρωπος!

 

«Η εποχή του Ύπνου και της Αγρύπνιας» (1950)

 

 

 

 

 

« Κατευόδιο »

 

Είμαι η Εκάβη που πενθεί τα χαμένα παιδιά της

Βέλη σκληρά τα διαπεράσαν

στη μάχη της Τροίας

κι όσα γλιτώσαν έφυγαν σε μακρινό ταξίδι

ανοίγοντας φτερό.

– Θροεί το δέντρο με το πρώτο χάραμα

Σύννεφο από κελαηδισμούς ρίχνει το φύλλωμά του –

Κι άλλα πιαστήκανε σε ξόβεργα

άλλα μισέψανε για πάντα

κι άλλα κινήσαν να επιστρέψουνε

απ’ το μεγάλο δρόμο του Οδυσσέα·

«Αμέτε στο καλό! Κι ο Θεός μαζί σας»

Έχω φυλάξει μέσα στο σεντούκι μου

κορδέλες απ’ τις παιδικές τους ώρες

φωτογραφίες κιτρινισμένες

για να τις βρουν στο γυρισμό γελώντας και δακρύζοντας

Στόμα άδολο, βλέμμα παιδιού που καίει η δίψα

των πειρατών προγόνων.

Είχαν τον ίδιον ήλιο στη φωνή

την ίδια ασίγαστη λαχτάρα

που τα ’σπρωχνε στης θάλασσας το ερωτοπάλεμα.

Φτάναν τα μεσημέρια από τ’ ακροθαλάσσι

από τον άγριο πόντο που ’βαφε τα μάτια τους

με νοσταλγία θαλασσινή.

Την ίδια δίψα είχαν στο βλέμμα

των πειρατών προγόνων

τον ίδιον ήλιο στη φωνή·

«Έχω στημένο ένα καράβι στα σκαριά

για να κουρσέψω την καλή την Κυρά-Θάλασσα…»

Σωπάζει ξαφνικά η φωνή στο πλάι σου

Κατά πού τράβηξαν;

Πήραν την αυλακιά που ανοίγουν τα δελφίνια;

Ή βράχο βράχο περπατούν ψάχνοντας για κοχύλια;

– Αλάτι πικρό έχει πήξει στις λακκούβες τους –

«Μάνα καλή, μάνα πικρή

πάνω να κουρσέψω τη Μεγάλη Θάλασσα

μ’ ένα σκαρί θαλασσινό

κατράμι μέσα κι όξω καλαφατισμένο

του ταξιδιού ν’ αντέξει την αρμύρα…»

 

Ψηλό χοχλάδι σαν χαλάζι

σκέπασε τη μνήμη τους

τώρα που οι άνεμοι θαλασσινοί

σγουραίνουν τα μαλλιά τους.

– Τις παιδικές κορδέλες τους έχω φυλάξει

για να τις βρουν στο γυρισμό γελώντας και δακρύζοντας –

Κινούν τα γλαροπούλια απ’ το γιαλό

χαιρετισμού σινιάλο

«Αμέτε στο καλό!

Κι ο Θεός μαζί σας!».

 

«Ανθρώπινο Σχήμα» (Δίφρος, 1961)

 

 

 

 

 

« Μονάχα ένα τραγούδι »

 

Ξερίζωσε ο σεισμός τα σπίτια μας

πήρε τα υπάρχοντά μας το νερό,

η θάλασσα

ναυάγησε όλα τα καράβια μας

έπνιξε τα παιδιά μας

– μέδουσες και θαλάσσιες ανεμώνες

κοράλλια κόκκινα άγγιξαν τα χείλη τους –

 

Η λάβα ρέει ακόμα χοχλαστή στην επιφάνεια

Γρήγορα ξαναχτίζουν οι άνθρωποι τα σπίτια τους

κάτω απ’ των ηφαιστείων το βρουχηθμό

Στήνουν τους γκρεμισμένους φράχτες

βάζουν νέα σύνορα, μέσα στον τρόμο

άλλα παιδιά γεννοβολάνε

Στέλνουνε δύτες στο βυθό τ’ ωκεανού

για καταποντισμένα μυστικά

Όπλα χαλκεύουνε για τη ζωή καινούργια.

 

Αν όλη η γη είναι το σπίτι μας

αν ο ουρανός είναι η μεγάλη σκέπη

μπορώ σήμερα να’ μαι εδώ κι αύριο εκεί

όπου με πάει η πιο μικρή πνοή του ανέμου.

Αν βρέχει επί δικαίους και αδίκους

τότε, έχω όλα όσα μου χρειάζονται

Αν είναι η Θάλασσα η μεγάλη μάνα μας

στην αγκαλιά της που κοιμίζει την επιστροφή μας

δεν θα διακόψω το νανούρισμά της.

Αν όλοι οι άνθρωποι είναι αδέρφια μου

δεν μου χρειάζονται να με βαραίνουν όπλα.

 

Ένα χαμόγελο μόνο χρειάζεται, να κοιταζόμαστε

να γνωριζόμαστε μ’ αυτό, να χαιρετούμε

αυγή και νύχτωμα – ένα τραγούδι

χρειάζεται μονάχα – ένα τραγούδι

για να ζήσουμε και να πεθάνουμε.

 

«Ανθρώπινο Σχήμα» (Δίφρος, 1961)

 

 

 

 

 

« Περσεφόνη »

 

Απ’ το βασίλειο του Πλούτωνα επιστρέφω

του σκοτεινού μου συζύγου

κρατώντας ένα βλασταράκι για πυρσό

την πυρκαγιά της άνοιξης μ’ αυτό ν’ ανάψω

Στον Άδη ψύχος και φωτιά, κύκλος αδιάσπαστης σιωπής

πέρα από κάθε ελπίδα με κρατά δεμένη ζωντανή νεκρή

Στους πεθαμένους πλάι αγρύπνησα

είδα μες στ’ ανοιχτά τους μάτια τον ουρανό απολιθωμένο

κάθε λαμπρότητα του κόσμου να γυρνά σε τέφρα

Κανείς δεν γίνεται με το θνητό του σώμα

ν’ αντισταθεί σε τόσο ψύχος και φωτιά

Πέφτουν τα δάχτυλα νεκρώνονται

τα μάτια καίγονται στεγνώνουν

—μ’ από ’να δάκρυ του χιονιού κάτω απ’ τα βλέφαρα

μπορεί να μείνουν χρόνους φυλαγμένα—

Λόγια δεν έχει ο Άδης να σου μάθει

μόνο αν μπορέσει μια κραυγή να σου αποσπάσει

την ώρα που η φωνή σου σφίγγεται σε σιδερένια μέγγενη

Ακίνδυνα κανείς ποτέ δεν έμαθε τα μυστικά της κόλασης

Κοιτάχτε αυτό το βλασταράκι το πυρό που φέρνω

κι αν γίνεται, μαντέψετε ποιό είναι του Άδη το χρώμα.

 

«Το φράγμα της σιωπής» (Δίφρος, 1965)

 

 

 

 

 

« Στη νύχτα που έρχεται »

 

Ξεκινάμε ανάλαφροι καθώς η γύρη

που ταξιδεύει στον άνεμο

Γρήγορα πέφτουμε στο χώμα

ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιά

γινόμαστε δέντρα που διψούν ουρανό

κι όλο αρπαζόμαστε με δύναμη απ’ τη γη

Μας βρίσκουν τ’ ατέλειωτα καλοκαίρια

τα μεγάλα κάματα. Οι άνεμοι, τα νερά

παίρνουν τα φύλλα μας. Αργότερα

πλακώνουν οι βαριές συννεφιές

μας τυραννούν οι χειμώνες κι οι καταιγίδες

Μα πάντα αντιστεκόμαστε, ορθωνόμαστε

πάντα ντυνόμαστε με νέο φύλλωμα

Ωσότου, φτάνει ένας άνεμος παράξενος

-κανείς δεν ξέρει πότε κι από πού ξεκινά-

μας ρίχνει κάτω μ’ όλες μας τις ρίζες στον αέρα.

Για λίγο ακόμα μες στη φυλλωσιά μας

κάθεται κρυμμένο -να πει μια τρίλλια του

στη νύχτα που έρχεται- ένα πουλί.

 

«Το φράγμα της σιωπής» (Δίφρος, 1965)

 

 

 

 

 

 

 

Μικρή συμβολή στο δημοτικό τραγούδι

 

« Τ’ όνειρο »

 

«Μάνα, μανούλα μου γλυκειά

όνειρο που ’δα ψες αργά·

πες μου το θυγατέρα μου

να στο διαλύνω αφέντρα μου»

 

Δημοτικό

Συλλογή A. Passow

 

I

Η Κόρη

Μέσ’ σ’ όνειρο αξεδιάλυτο

τάχα ήμουν άλλη; Ήμουν εγώ;

Ξύπνησα; μη δεν ξύπνησα

και ξέχωρα ονειρεύτηκα;

Τι να σημαίνει, μάνα μου

η ζήση τούτη που ’ζησα;

Λεβέντης νιος μ’ οδήγαγε

από φαράγγι σκοτεινό.

― Ήλιος μαύρος και κόκκινος –

και το φεγγάρι ήταν λειψό

κι αχ, το φεγγάρι φώταγε

μες στο ποτάμι το θολό

καθώς λαμπάδα σε νεκρό.

 

Βαθύ, βαθύ είναι το νερό

Βαθύς είναι κι ο πόνος μου

Και το ποτάμι είναι άσωστο

Τον κόσμο η πίκρα πλημμυρά

Μάνα μου, εγώ κι άλλη καμμιά

την ώρα αυτή τη δίβουλη

η ζωντανή ήμουν πεθαμένη

Ο νιος ήταν ο χάρος μου

Και το φαράγγι ο τάφος μου

Και το ποτάμι το θολό

τα δάκρυά μου τ’ άσωστα.

 

Η Μάνα

Κόρη μου, το φεγγάρι το λειψό

δείχνει μονάχα το μισό του πρόσωπο

Σώνεται, λυώνει από τη μια μεριά

φτάνει απ’ την άλλη στο φεγγαρογέμισμα

Κι ως πνίγεται μες στο νερό

δείχνει το ανάστροφο της μέρας

Στο πλάϊ σου ο λεβεντονιός

νύχτωμα και ξημέρωμα

Και το φαράγγι το βαθύ

ο κόσμος είναι ο άσωστος

 

II

Ο Γιος

Μάνα μου, εγώ τραγούδαγα

σε γάμου ξεφαντώματα

Και το τραγούδι γύρναγε

σε μαύρο μοιρολόγι

Για να μοιράσω το ψωμί

έσυρα το μαχαίρι μου

Έκοβε η κόψη του διπλή

τον κόσμο χώρισε στα δυο

Και το ποτάμι το βαθύ

απ’ το αίμα γίνηκε θολό.

 

Το ρέμα απ’ το αίμα εμαύρισε

Του κόσμου η εικόνα εμαύρισε

και το νερό του πίκρανε

Μέσα στη νύχτα περπατώ

Ζητώ να βρω τ’ αδέρφι μου

σκύφτω στον όχτο τού νερού

βλέπω το πρόσωπο νεκρού.

Θολό απ’  την πίκρα το νερό

θολό είναι σαν το δάκρυ μου

Του κόσμου ο θρήνος άσωστος

σαν το ποτάμι το άσωστο.

 

Η Μάνα

Παιδάκι μου, κάτω απ’ τη γη

Παιδάκι μου, πάνω απ’ τη γη

Τούτο το ρέμα το θολό

Τούτο το ρέμα το τυφλό

όλα τα σέρνει ανάστροφα

Δείχνει τον ουρανό, γκρεμό

τον ήλιο, σάκκο τρίχινο

Δείχνει τους ζωντανούς, νεκρούς

και τη ζωή για θάνατο.

Πάρε, νίψου και ανάβλεψε

να ξεδιαλύνει η όψη σου

να ξεδιαλύνει τὄνειρο.

Είδες τον κόσμο το μισό

κι είπες τα λόγια τα μισά

Τ’ άλλα μισά σού τα κρατώ

μέσα στο αμίλητο νερό.

 

«Το Φράγμα της Σιωπής» (Δίφρος, 1965)

 

 

 

 

 

« Προσευχή »

 

Όλες οι πράξεις μου οι αμαρτωλές

τα λάθη, οι άνομες επιθυμίες

περνούν πανωθέ μου

καθώς το διάφανο νερό,

Κύριέ μου.

 

Μέσα από βαλτονέρια προχωρώ

και τίποτα, μα τίποτα δεν με ρυπαίνει,

ίχνος σκιάς απάνω μου δεν μένει.

 

Κοίταξε πόσο καθαρά

είναι τα χέρια μου τ’ αμαρτωλά˙

 

σαν του παιδιού που όταν προσεύχεται σε Σένα

έτσι σαν φλόγα αμόλυντη υψωμένα

είναι άξια τον χιτώνα σου ν’ αγγίσουν

και τα Άγια των Αγίων να κρατήσουν..

 

Από τα σφάλματά μου τα φριχτά κανένα,

κανένας ξεπεσμός, κρίμα κανένα

δεν δύναται ανάμεσό μας να μπει,

να μας χωρίσει,

 

τίποτε άλλον δεν μπορεί εξόν,

από τον ύπνο που με παίρνει το βαθύ

-τον ξένοιαστο ύπνο σαν ενός παιδιού

στη μέση ξάφνου που έρχεται του παιχνιδιού-

 

Το ξέρω

είναι άσοφο να σε παρακαλούν για κάτι τι˙

για τούτο τίποτα δεν σου ζητώ.

 

Μόνο μια λύπη με βαραίνει σαν βουνό,

βαθιά υποφέρω,

 

σαν συλλογίζομαι τον ύπνο τούτο,

που μπορεί να ‘ρθεί

την κρίσιμη ώρα,

που το Σάλπισμά Σου θ’ ακουστεί.

 

«Οδοιπορικό 1930-1984» (Καστανιώτης, 1986)

 

 

 

 

 

« Η Μεγάλη Ληστεία Του Αιώνα »

 

Η ιστορία άρχισε κάπως έτσι: Σημειώθηκαν

τα πρώτα κρούσματα σποραδικά, σαν ασύνδετα

μεταξύ τους. Σκάνδαλα καταχρήσεων, παραχαράξεις

διαρρήξεις σε δημόσια και ιδιωτικά χρηματοκιβώτια.

Έτσι, πέρασε απαρατήρητη η μεγάλη ληστεία του αιώνα

Όταν παραβιάστηκε το Αρχαιοφυλάκιο με τους Αρχετύπους.…

«Ου μη γρηγορήσεις, ήξω επί σε ως κλέπτης.»…

Πολύ αργότερα, μπόρεσε να φανεί το μέγεθος της

καταστροφής, όταν αρχίνησαν να κυκλοφορούν

τα πρώτα κακέκτυπα αντίγραφα. Όταν

με το σύστημα των διεθνών συμβάσεων και των τραστ

διαδόθηκε σ’ όλον τον κόσμο, η βιομηχανία των

απομιμήσεων. Η παραχάραξη, η κιβδηλεία, η νοθεία

η γενική εμπορία των πάντων. Αυτό

έδωσε στην αρχή, μια τεράστιαν ώθηση

στις συναλλαγές. Μιαν ευχάριστη ψευδαίσθηση

ευημερίας στη διεθνή αγορά.

Στα μεγάλα αστικά κέντρα, τα Χρηματιστήρια

οι χαρτοπαικτικές λέσχες, τα σφαιριστήρια

τα καζίνα, τα τεϊοποτεία λειτουργούσα

με πυρετό. Οι πλάστιγγες του χρυσού

ανεβοκατέβαιναν στον ίδιο τρελό ρυθμό

με τις κυλιόμενες των σουπερμάρκετ.

Η κίνηση του πλήθους να σφύζει παντού

Ωσότου, το έλλειμμα στο ισοζύγιο ΧΡΥΣΟΣ-ΑΝΤΙΧΡΥΣΟΣ

αχρήστεψε το μέτρο σύγκρισης των αξιών

Το μέτρο της ανθρώπινης συναλλαγής.

Ωσότου∙

κάτω από το βάρος της παγκόσμιας ενοχής

ακούστηκεν ο απαίσιος τριγμός στον άξονα

του πλανήτη.

«Πόλις δε ηγέρθη εναντίον πόλεως

και αδελφός εναντίον αδελφού»… 


«Οδοιπορικό 1930-1984 (Τα νέα ποιήματα: 1974-1984)», (Καστανιώτης 1986)

 

 

 

 

 

« Το έξω και το μέσα »

 

Αόριστα βλεπόταν στο γυαλί καθώς

το φως άναβε μιαν αντανάκλαση

μέσα στο τζάμι

κι άξαφνα, είχε μεταφερθεί μαζί με το πολύφωτο

και τα έπιπλα έξω στη βροχή

Έμπλεκαν τα μαλλιά της στα πυράκανθα

που τυραννούσε η θύελλα

κι έμεναν ανέπαφα

Άχνιζε το φλιτζάνι του τσαγιού

σκαρφαλωμένο στο κλαδί που λικνιζόταν

κι ισορροπούσε

Τα δέντρα είχαν ξετρελαθεί απ’ τον άνεμο

ενώ στα ράφια αραδιασμένα τα βιβλία

έδιναν την εικόνα

της τάξης και της θαλπωρής

μιας κάμαρας φανταστικής μεταφερμένης

στη νύχτα και το ρίγος της βροχής.

 

 

Ποιητική ανθολογία «Ελληνική Ποίηση του 20ού αιώνα» (Μεταίχμιο, 2008) 










Μελισσάνθη - Εργοβιογραφικό Σημείωμα

 

   Φιλολογικό ψευδώνυμο της Ήβης Σκανδαλάκη το γένος Δ. Κούγια. Γεννήθηκε στην Αθήνα  στις 7 Απριλίου 1907. Σπούδασε Γαλλική και Γερμανική φιλολογία. Εργάστηκε κατά διαστήματα ως καθηγήτρια Γαλλικής και ως δημοσιογράφος. Στη δεκαετία 1945-1955 συνεργάστηκε με το Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, παρουσιάζοντας θεατρικές διασκευές, μεταφράσεις, ελληνική και ξένη ποίηση.

   Στα ελληνικά γράμματα, για τα οποία θεωρείται σημαντική εκπρόσωπος της υπαρξιακής ποίησης, εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1930 με την ποιητική συλλογή Φωνές εντόμου. Ακολουθούν οι ποιητικές συλλογές Προφητείες (1931), Φλεγόμενη βάτος (1935), Ο Γυρισμός του Ασώτου (1936), Ωσαννά και Οραματισμός (1939), Λυρική Εξομολόγηση (1945), Η εποχή του Ύπνου και της Αγρύπνιας (1950), Ανθρώπινο Σχήμα (1961), Το Φράγμα της Σιωπής (1965),Τα Ποιήματα 1930-1974 (1975). Επιπλέον υπάρχουν και συγκεντρωτικές εκδόσεις των ποιημάτων της: Εκλογή 1930-1950 (1965), Τα Ποιήματα της Μελισσάνθης 1930-1974 (Οι εκδόσεις των Φίλων, 1975), Οδοιπορικό 1930-1984 (Καστανιώτης, 1986).

    Τα ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Γαλλικά, Αγγλικά, Γερμανικά, Ισπανικά, Σουηδικά, Πολωνικά, Βουλγαρικά και Ινδικά.

   Για το ποιητικό της έργο τιμήθηκε με Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών για τον «Γυρισμό του Ασώτου», Εύφημο Μνεία Βραβείου Παλαμά για τη «Λυρική Εξομολόγηση», Β’ Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως για το «Φράγμα της Σιωπής», με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος Ευποιίαςγια το σύνολο του έργου της (1965) και με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως για τα Ποιήματα 1930-1974.

   Ασχολήθηκε επίσης με την παιδική λογοτεχνία. Έργα της είναι: Ο μικρός αδελφός (1960 - Σικιαρίδειο Βραβείο) και Με τους αρχαίους θεούς (1985).

   Στον τομέα της μετάφρασης ξένων ποιητών ξεχωρίζουν τα έργα της: ΠιέρΓκαρνιέ: Εκλογή (1965), Έμιλυ Ντίκινσον: Ποιήματα (1980), Πολ Βαλερί: Χορός και Ψυχή (1988).

   Υπήρξε μέλος της Επιτροπής Παιδικής Λογοτεχνίας της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς (1961-1972), της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων (1973-1975) και του Κύκλου Παιδικού Βιβλίου (1969-1971).

   Πέθανε στην Αθήνα στις 9 Νοεμβρίου 1990.

 

 

 

 

 

Το σεμνό αφιέρωμα στη «Μελισσάνθη»

σχεδίασε και υλοποίησε ο Δημήτρης Φιλελές.

 

 

   

  ΠΗΓΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ:

           Δημήτρης Φιλελές

   « Ας ταξιδέψουμε λοιπόν… »

   http://dimitrisfileles.blogspot.com/

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ

eleftherografos.blogspot.com

 

 

 

 


Yves Klein French painter "Voyage through the void of the Immaterial" Time magazine January 1961 Ζωγραφική Εικαστικά

  Yves Klein French painter Voyage Through the Void of the Immaterial Time magazine January 1961 Ζωγραφική Εικαστικά     ...