ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
1887
Ιωάννης Πολέμης
«
Η εικών
»
διήγημα
δημοσίευση
1887
φιλολογική
εφημερίδα « Εβδομάς »
« Η Εικών »
Ο Στέφανος ήτο ζωγράφος. ζωγράφος την φύσιν και ζωγράφος το
επάγγελμα. Ετελείωσε προ ετών τας σπουδάς του εν Αθήναις, μετέβη εις Μόναχον,
όπου παρέμεινεν αρκετά έτη, επεσκέφθη είτα πολλάς πινακοθήκας και προ δύο ετών
επανήλθεν εις Αθήνας, όπου μετά παλμών στοργής και προσδοκίας και μεθ’
υπερηφανείας ευτυχούς γονέως τον ανέμενεν η μήτηρ του. Τότε, μόλις ελθών,
εγώρισε τους γονείς της Ειρήνης και δεν εβράδυνε να γίνη φίλος της οικογενείας
της και τακτικός επισκέπτης, ιδίως τας εσπέρας.
Η Ειρήνη δεν ήτο βεβαίως εξόχου καλλονής, το δε θέλγητρόν της ενέκειτο
μάλλον εις τας πλήρεις ζωής και χάριτος κινήσεις του σώματός της ή εις τας
γραμμάς και τα χρώματα της μορφής της.
Τι ωραία που διήρχετο τας εσπέρας πλησίον της ! Η Ειρήνη, αφού προσέφερε
το τσάϊ, εκάθητο προ του κλειδοκυμβάλου και ανέκρουε συχνότατα, καθ’ εκάστην
σχεδόν, την δευτέραν βακαρόλαν του Μέντελσον, εις την οποίαν ο Στέφανος είχεν
ιδιαιτέραν συμπάθειαν, διότι ως έλεγε, την ήκουσε πολλάκις εις το Μόναχον και
τω έφερε γερμανικάς αναμνήσεις.
Αι ημέραι παρήρχοντο ταχείαι ως ημέραι ευτυχίας, και ο έρως του Στεφάνου
εκρατύνετο. Η Ειρήνη ήρχισε να τον εννοή προ πολλού ή μάλλον πριν έτι ο
Στέφανος εννοήση εαυτόν.
Η Ειρήνη δεν εσκέφθη ποτέ να γίνη σύζυγός του, εν τούτοις εκολακεύετο
πολύ εις τον έρωτά του. διά τούτο δια παντός τρόπου προσεπάθει να
τον τηρή υπό το κράτος της. Το πνεύμα της, το οποίον εθαμβούτο υπό της λάμψεως
της δόξης ενός καλλιτέχνου, δεν ηδύνατο να διακρίνη την διαφοράν αυτού από των
λοιπών ανθρώπων και ωνειροπόλει πλούσιον τραπεζίτην, όστις θα διήρχετο τας
ημέρας του κερδαίνων, ενώ αύτη θα διέτρεχε τας οδούς επ’ ιδιωτικής αμάξης,
ενδεδυμένη μεταξωτάς ή βελουδίνους εσθήτας. Ωνειροπόλει τοιούτόν τινα σύζυγον ή
ωραίον αξιωματικόν, του οποία τα χρυσά σειρήτια θα ήστραπτον εις τους χορούς
και θα επλήρουν το στήθος του τα ευνοϊκά σήματα του κοτιλλιών.
Ήτο ευτυχής ο Στέφανος διότι ενόμιζεν ότι είχεν εξυψώσει την καρδίαν της
Ειρήνης και ότι είχε φωτίσει το πνεύμα της τόσον ώστε να εννοή την τέχνην και
το αίσθημά του, να το εννοή και να ανταποδίδη μετά της αυτής τρυφερότητος, μετά
της αυτής δυνάμεως.
Εσπέραν τινά ο Στέφανος μετέβη κατά την συνήθειάν του εις τον οίκον της
και εύρε τους γονείς της πολύ σκεπτικούς, αλλά βεβαίως δεν ετόλμησε να εξετάση
το αίτιον. Την επαύριον εκλείσθη εις το εργαστήριόν του, απέπλυνε τους
χρωστήρας του, διέλυσε τα χρώματα, άτινα τω εχρειάζοντο, έδωκεν εις τα φύλλα
του παραθύρου του την απαιτουμένην κλίσιν, ίνα περιορίση το φως και διευθύνη
κατά το δοκούν την ακτίνα αυτού, και ήλθε προ του γραφικού του σκίμποδος, εφ’
ού είχεν αναρτήσει ημιτελή εικόνα.
Αίφνης εκρούσθη η θύρα του εργαστηρίου του.
– Εμπρός ! είπεν ο Στέφανος και έρριψε το βλέμμα επί της
θύρας. Η θύρα ήνοιξε και εισήλθεν η μήτηρ της Ειρήνης, περιχαρής και μειδιώσα. Ο
Στέφανος την υπεδέχθη περιχαρής και αυτός.
– Με συγχωρείτε, κύριε Στέφανε που
σας διακόπτω από την εργασίαν σας, αλλ’ ήλθα να σας αναθέσω μίαν παραγγελίαν.
– Είμαι εις τας διαταγάς σας, κυρία
μου.
– Ξέρετε, δηλαδή δεν ξέρετε (και
εμειδίασεν η κακή) ότι η Ειρήνη πρόκειται ν’ αρραβωνισθή …
– Μπά ;
– Ναι, ήτο βλέπετε καιρός της
πλέον.
– Και … αν επιτρέ …
– Ά! δεν είνε άνθρωπος, μήτε των
γραμμάτων, μήτε της καλλιτεχνίας. είνε νέος με χρυσή καρδιά, και
μάλιστα και με πολύ μεγάλην περιουσίαν. εκέρδισε πολλά εις τα Λαυριακά,
έπειτα ανακατεύτηκεν εις άλλας επιχειρήσεις, εις τας οποίας εφάνη
πάντοτε τυχηρός. Τί τα θέλετε ; κάμω ένα γαμβρόν, όπως τον ήθελα.
– Ά, πολύ καλά … σας συγχαίρω … και
… εψέλλισεν ο Στέφανος. Και … είπατε, εξηκολούθησεν, ότι έχετε να μου αναθέσητε
μίαν παραγγελίαν ;
– Μάλιστα, κύριε Στέφανε, θέλω να
σας παρακαλέσω να κάμετε την εικόνα της κόρης μου, επειδή ο γαμβρός μας
πρόκειται ν’ αναχωρήση δι’ ολίγους μήνας και θέλει δα … η Ειρήνη … να του κάμη
μίαν έκπληξιν.
– Ευχαρίστως, κυρία μου.
θα σας παρακαλέσω όμως ... υπό έναν όρον : να δεχθήτε την εικόναν ως δώρον.
– Ώ ! σας ευχαριστώ πολύ, κύριε
Στέφανε. αλλά δεν είνε, μοί φαίνεται δίκαιον …
– Μην επιμένετε, παρακαλώ. Ειπέτε
μου μόνον ποίαν ώραν θέλετε να έρχωμαι εις το σπίτι ;
– Όποιαν ώραν θέλετε σεις.
Είκοσιν ολοκλήρους ημέρας ειργάζετο επί της εικόνος της ο Στέφανος.
Είκοσιν ημέρας ειργάζετο μετά τέχνης, μετ’ αισθήματος, μετά πάθους, ίνα
τελοιοποιήση έργον, προωρισμένον να συντελέση και υποβοηθήση τον έρωτα άλλου
προς εκείνην, την οποίαν αυτός ο ίδιος ηγάπα και την οποίαν, χάριν αυτού του
άλλου πάλιν, εστερείτο.
Καθ’ όλον το διάστημα της επεξεργασίας της εικόνος η Ειρήνη εφέρετο προς
τον Στέφανον μετά μεγάλης οικειότητος και ευπροσηγορίας. Ο Στέφανος πολλάκις
αφηρείτο πλησίον της και ελησμόνει ότι δεν τω ανήκε πλέον, ελησμόνει ότι τω είχε
κλεισθή πάσα θύρα ελπίδος και πολλάκις, και ακουσίως μάλιστα, ησθάνετο στιγμάς
ευτυχίας.
Μετ’ ολίγους μήνας ετελούντο οι γάμοι της Ειρήνης, εις τους οποίους ήτο
προσκεκλημένος και ο Στέφανος. Όταν εισήλθεν, η αίθουσα ήτο πλήρης προσκεκλημένων.
Το μυστήριον ετελείωσε και αι ευχαί των προσκεκλημένων επανέφερον τον
Στέφανον εις την πραγματικότητα. Τότε μόνον είδε την Ειρήνην, την νύμφην Ειρήνη
με τον ποδήρη νυμφικόν πέπλον της.
Τί ; άλλη λοιπόν Ειρήνη ενυμφεύετο ; δεν ήτο λοιπόν αυτή η Ειρήνη, την
οποίαν ηγάπα ; Πόσον διάφορος, πόσον ωραιοτέρα ήτο η εικών !
Από της στιγμής εκείνης ήτο βέβαιος ότι δεν την ηγάπα πλέον.
Ιωάννης Πολέμης
[ το
διήγημα του Ιωάννη Πολέμη «Η εικών»
δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία φιλολογική εφημερίδα «Εβδομάς» (δντης: Ιωάννης
Δαμβέργης) Εν Αθήναις, Έτος Δ΄, αριθ. 45, Σάββατον 5 Δεκεμβρίου 1887, σ. 5-7.]
[
στην παρούσα παρουσίαση τμήματα μόνον του διηγήματος και όχι ολόκληρο το
διήγημα.]
( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
Για
το πλήρες διήγημα στην ηλεκτρονική δνση
του
τεύχους (45, Έτος Δ’, 1887) της εφημ. «Εβδομάς»:
Εβδομάς: επιθεώρησις κοινωνική και φιλολογική, Έτος Δ' - Περίοδος Δευτέρα, αριθμ. 45 / 05/12/1887
πηγή: Ψηφιακή αναπαράσταση τεκμηρίου και
σχετιζόμενα μεταδεδομένα: © 2015
Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης,
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης
1918
Πέτρος Αλήτης
[Παναγιώτης
Παναγιώτου]
«
Στο παράθυρο »
διήγημα
χρόνος
γραφής 1917
δημοσίευση
1918
περ.
« Φοίνικας
» (Κάϊρο)
« Στο παράθυρο »
Κάθε μεσημέρι ο Ζάρκας, προτού να πάη στο γραφείο του, περνούσε απώνα
μικρό καφενείο, μιας φτωχικής γειτονιάς, και καθόντανε εκεί, κοντά στην πόρτα,
κάμποση ώρα, ωσπού να πιή τον καφέ του και να διαβάση τη ’ φημερίδα.
Του άρεζε αυτό το καφενείο, πρώτα, γιατί είχε λίγα δέντρα φυτευμένα απ’ έξω
που ρίχνανε μια άφθονη σκιά πάνω στο χώμα, και έπειτα, επειδή κάθε μεσημέρι,
έβλεπε τα κορίτσια του λαού που περνούσανε από το απέναντι πεζοδρόμιο,
πηγαίνοντας στη δουλιά τους.
Δεν είχε ακόμα παντρευτεί, ήτανε νέος, ίσαμε εικοσιτεσσάρω χρονώ, και όλο
το μισθό του, τον έδινε στο σπήτι του για να συντηρήση τον πατέρα του, και μια
μεγάλη αδερφή του.
Πολλές φορές δίπλωνε ξαφνικά τη ’φημερίδα, την έβαζε πλάϊ του,
ακουμπούσε πάνω σ’ αυτή τον αγκώνα του, και στηρίζοντας το μάγουλό του, στην
ανοιγμένη απαλάμη του δεξιού χεριού του, βυθιζόντανε σε σκέψεις, ή έβλεπε τους
ανθρώπους, που περνούσανε μπροστά του, ανεβοκατεβαίνοντας το απέναντι
πεζοδρόμιο.
Μια μέρα όταν έφυγε ένοιωσε μια χαρά μέσα του. Την άλλη μέρα, ήρτε νωρίς
στο καφενείο, και περίμενε, καρφώνοντας ακίνητα τα μάτια του, στην πόρτα, ενός
μονοκατοίκητου αντικρυνού σπητιού. Σε λίγο η πόρτα άνοιγε, ένα κορίτσι έβγαινε,
σταματούσε λίγο, ίσιαζε τα μαλλιά της και το φουστάνι της, έριχνε κατόπι
βλέμματα δεξιά και αριστερά για να δη μήπως περνά κανένα αμάξι, και ύστερα,
γλίγορη, βιαστική, περνούσε τον πλατύ δρόμο, για να στρίψη τη γωνιά του
καφενείου.
Έτσι ο Ζάρκας την έβλεπε από κοντά. Φορούσε ένα μαύρο φουστάνι, κάλτσες
μαύρες, καπέλλο μαύρο, και ένα μαύρο πυκνό βέλο σκέπαζε ολόκληρο το πρόσωπό
της. Ο Ζάρκας συχνά προσπαθούσε να την κυττάξη κάτω από το βέλο της, καθώς
διάβαινε πλάϊ του, και μ’ αυτό τον τρόπο να την δη καλά. Δεν το κατόρθωνε όμως
ποτέ. Μια μέρα μονάχα που φυσούσε ένας αγέρας λίγο ορμητικός, μπόρεσε να την
παρατηρήση. Και είδε τότε ένα πρόσωπο αδύνατο, χλωμό και λυπημένο, και δυο
μάτια μαύρα μεγάλα και ήρεμα που είχανε μια έκφραση απογοήτευσης και
εγκαρτέρησης. Μια λύπη του ερχόντανε από τότε συχνά και ένα αίσθημα σεβασμού
γεννήθηκε μέσ’ στη ψυχή του, ένα ιερό και βαθύ αίσθημα πόνου και οίχτου για το
μικρό αυτό κορίτσι που είχε θυσιάσει τη ζωή του, ποιός ξέρει για ποιους…
Εκείνο που τον έκανε να την συμπαθή περισσότερο ήτανε η αδιαφορία της
και η περηφάνειά της. Δεν κοίταζε ενώ περπατούσε κανένα και κρατούσε ψηλά το
κεφάλι της. Άλλες σαν κι’ αυτή, πολλές, σκορπούσανε όποτε περνάγανε από το
δρόμο ματιές ερωτικές. Αυτή τίποτε. Ούτε γελούσε όπως η [:οι] άλλες, ούτε παρατηρούσε αν την
παρακολούθαγε κανένας από πίσω.
Μια μέρα ξαφνικά την έχασε. Ένα μεσημέρι δεν την ξανάειδε. Η πόρτα του
αντικρυνού σπητιού δεν άνοιξε καθόλου. Τα παράθυρά του μένανε κλειστά.
Κυλούσανε η [:οι] μέρες και η λύπη του που δεν
έβλεπε μεγάλωνε περισσότερο. Στο δρόμου που περπατούσε, κοίταζε τώρα, τα
κορίτσια που περνούσανε δεξιά του ή αριστερά. Ρώτηξε, και μερικούς φίλους του,
όλοι όμως του είπανε, πως δεν την γνωρίζανε καθόλου.
Ένα μεσημέρι ξαφνικά την είδε. Μια χαρά πλημμύρισε τη ψυχή του, και στο
νου του φανερωθήκανε μονομιάς μύριες σκέψεις που τον έκαναν να ζαλιστή. Την
παρακολουθούσε από πίσω τώρα για να μάθη που καθόντανε. Και όσο προχωρούσε
εκείνη τόσο αυτός παραξενευόντανε. Και δεν επίστεψε καθόλου στα μάτια του, σαν
την είδε να μπαίνη μέσ’ στην πόρτα του σπητιού που καθόντανε αυτός.
Έτρεξε και ανέβηκε τη σκάλα γλίγορα-γλίγορα. Αυτός καθόντανε στο μεσαίο
πάτωμα. αυτή πού να καθόντανε άραγε ; στο αποπάνω ή στο κάτω ;
Μόλις όμως έφτασε στην πόρτα του σπητιού του, άκουσε μια άλλη πόρτα να
κλείνεται από πάνω. Κατάλαβε, τότε, πως στο αποπάνω πάτωμα καθόντανε εκείνη.
Ρώτηξε την αδελφή του αν στο αποπάνω πάτωμα καθόντανε ένα κορίτσι.
Εκείνη έσκυψε το κεφάλι και του είπε πως, εδώ και δυο εβδομάδες, το
αποπάνω πάτωμα είχε νοικιαστεί από ένα κορίτσι και μια γρηά.
Έφαγε εκείνο το μεσημέρι γλίγορα-γλίγορα, ύστερα πήγε στο παράθυρο,
έβγαλε το κεφάλι του έξω, το έστριψε, κοίταξε ψηλά και δεν είδε τίποτ’ άλλο,
παρά πάτους υγρούς από κάσσες γεμάτες χώμα που στις άκριες τους κουνιούντανε
κόκκινα κι΄ άσπρα γεράνια.
Ξαφνικά άκουσε μια φωνή, ύστερα μια άλλη.
– Είσαι ψεύτρα !
– Δεν έχω σου λέγω παράδες.
Και
ένας κρότος από πόδι που χτυπιέται πάνω στο πάτωμα έφθασε στ’ αυτιά του.
Η μια φωνή ήτανε δροσερή και δυνατή, η άλλη τρέμουλη και σιγανή.
– Μ’ εκείνον πάλι…
– Χά, χά ! Εσύ μητέρα όλο αυτόν
έχεις στο νου σου…
– Θα με πεθάνης…
– Μη φοβάσαι μαμά.
– Φύγε, μη μ’ αγκαλιάζεις, φύγε.
Δεν σε πιστεύω.
– Μη πιστεύεις…
– Πόσες φορές δεν σε είδα μαζύ του…
Το βράδυ έρχεσαι αργά… Το μισθό σου, τες παράδες σου όλες, του τες δίνεις… Και
εκείνος τί είναι ;… Ένας… Ένας….
Καμμιά φωνή δεν ακούστηκε, και η σιωπή κράτησε για λίγο.
– Και ξέρεις πόσες έχει… Να !
αμέτρητες… Και αύριο θα σ’ αφίση… κι’ εσύ τί θα γίνης τότε ; Και εγώ πώς θα
ζήσω ;
Πάλι η σιωπή σκέπασε αυτά τα λόγια.
– Παιδί μου !... Δώσε μου τες
παράδες να πλερώσω το νοίκι, το φουρνιάρη, το μπακάλη… Από τώνα σπήτι μας
διώξανε… Θα μας διώξουνε και απ’ εδώ ;… Και τί θα γίνουμε ;… Μή σπαταλάς παιδί
μου τες παράδες σου… Φύλαξέ τες… Μή ντύνεσαι όπως δεν πρέπει, κρυφά… Μή φοράς
καπέλλα που δεν σου ταιριάζουνε… Μή ξενυχτάς… Λησμόνησε κι’ αυτόν και ζήσε
φρόνιμα… Όπως πρέπει σ’ ένα καλό κορίτσι…
Ο Ζάρκας περίμενε με κρατημένη την αναπνοή του, ν’ ακούση τί θα πη
εκείνη. Μια σιωπή πάλι σκέπασε τα λόγια αυτά… Ύστερα από κάμποσα λεπτά, μια
άγρια, βραχνή φωνή μπήχτηκε.
– Ντύνεσαι, έ… Φεύγεις, έ… Φύγε. Τί
είσαι μωρή…Το ξέρεις τί είσαι… Μια του δρόμου… Μια που πουλιέται… Φύγε γλίγορα
από το σπήτι μου… Σύρε να τον εύρης… Φύγε να μη σε βλέπω… Δεν σε θέλω στο σπήτι
μου. Νά ας είνε καλά τούτα… Τα βλέπεις ;… Έχουνε δύναμη ακόμα… Μπορώ να πλύνω,
να γίνω δούλα, μεσίτρα… για να ζήσω, όμως εσένα δεν σε θέλω πιά… Φύγε άτιμη…
Η φωνή αδυνάτισε και κόπηκε.
Μια πόρτα άκουσε να κλείνεται με ορμή.
Ο Ζάρκας όλος ιδρώτα, έσκυψε κάτω από το παράθυρο για να δη.
Εκείνη, που άλλοτες αγάπησε, την είδε τώρα, ίδια, όπως τότε, να περπατά,
αργά, περήφανα, αδιάφορα, ενώ από απάνω ένα κλάμμα έφθανε στ’ αυτιά του
κομμένο, αργό, θλιβερό.
Μια συγκίνησι, μια λύπη, μια αηδία γεννήθηκε μέσα του.
Έπεσε σε μια καρέκλα, έριξε το κεφάλι του ανάμεσα στα δυό του χέρια, και
σκέφθηκε, σκέφθηκε για την…
Αλεξάντρεια – Ιούλιος 1917
Πέτρος Αλήτης
[το
διήγημα του Πέτρου Αλήτη (Παναγιώτη
Παναγιώτου) «Στο
παράθυρο» δημοσιεύθηκε στο περ.
« Φοίνικας » Καϊρινή Λογοτεχνική Έκδοση, Κάϊρο,
Περίοδος Β΄, αριθ. 1-2, φυλλάδια 13-14, 1918,
σ. 23-28.]
( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
( εδώ το διήγημα δεν είναι πλήρως
δημοσιευμένο.
Έχουν υπάρξει συντμήσεις, χωρίς όμως να
αλλοιώνουν τη δομή και την πορεία της αφήγησης)
Για το πλήρες κείμενο δες
Πηγή:
Φοίνικας: καϊρινή λογοτεχνική έκδοση,
Περίοδος Β', Φυλλάδια 13-14, αριθ. 1-2 / 1918
Ηλεκτρονική δνση του
παρόντος φυλλαδίου:
© 2015 Βιβλιοθήκη και Κέντρο
Πληροφόρησης,
Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
1936
Άγγελος Τερζάκης
«
Το κεφάλι του Ολοφέρνη »
διήγημα
χρόνος
γραφής 1931
δημοσίευση
1932
περ.
«Μακεδονικές Ημέρες»
«ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥ ΟΛΟΦΕΡΝΗ»
(Διήγημα)
Μόλις η πύλη της Βετυλούας έκλεισε, η Ιουδίθ βρέθηκε μονάχη της μέσα στη
γαλανή, διάφανη νύχτα. Η Ιουδίθ άρχισε να βαδίζη.
Το φεγγάρι ανέβαινε στον ορίζοντα. Το δροσερό χορτάρι, μαλακά, πειθήνια,
έγερνε κάτω απ τα λευκά βήματα, τα γυμνά κι αθόρυβα. Η νύχτα είχε κρατήσει την
υγρή της ανάσα.
Μόλις η Βετυλούα έκλεισε την πύλη της, η Ιουδίθ λησμόνησε την πατρίδα.
Εβάδισε έτσι για ώρα, με το κεφάλι στητό, τοό βλέμμα μεθυσμένο, αναπνέοντας
βαθιά τ’ αρώματα της νύχτας. Η νύχτα κυλούσε γύρω της, ποτάμι γαλανό. Η Ιουδίθ
άκουγε άφωνη τις χαμηλόφωνες συμβουλές της νύχτας.
Αντίκρυ έβλεπε να σαλεύουν χαρούμενες οι φωτιές του στρατοπέδου των Ασσυρίων.
Το κροσσωτό παραπέτασμα αναοηκώθηκε κ’ η Ιουδίθ εστάθηκε στην πόρτα. Ο Ολοφέρνης
εσηκώθηκε.
—Είμαι η Ιουδίθ, είπε η γυναίκα.
Ο Ολοφέρνης, τουρτάν (αρχιστράτηγος) των Ασσυρίων, ερώτησε:
— Ιουδίθ, τί μου φέρνεις; Τον έρωτα ή το θάνατο;
Η Ιουδίθ δεν αποκρίθηκε. Κοίταξε τον μεγάλο, πλατύστερνον άντρα καί
χαμογέλασε περιφρονητικά. Άφησε το παραπέτασμα πίσω της να πέση.
— Ιουδίθ, τί μου φέρνεις; Τον έρωτα ή το
θάνατο; ρώτησε πάλι ο Ολοφέρνης.
Η Ιουδίθ δεν αποκρίθηκε.
—Τί μου φέρνεις, Ιουδίθ;
Τότε, η Ιουδίθ, είπε:
— Ολοφέρνη, λένε πως είσαι άξιος στρατηγός και
δυνατός άντρας. Μά η ψυχή σου είναι ψυχή μικρού παιδιού. Ξέρεις τί με ρωτάς, Ολοφέρνη;
Ο Ασσύριος χαμήλωσε το βλέμμα του. Ύστερα ζύγωσε τη γυναίκα και της άγγιξε τον ώμο. Οι λυχνίες
έπαιξαν το φώς
τους τρεις φορές. Ο χιτώνας εγλύστρησε κ’ έλαμψε ο
εύσαρκος ώμος της Ιουδαίας.
— Ιουδίθ, είπε ο Ολοφέρνης, σε στέλνει σε μένα
η πατρίδα σου.
Η Ιουδίθ χαμογέλασε πάλι με περιφρόνηση. Δεν αποκρίθηκε καθόλου. Τότε ο
Ολοφέρνης πρόσταξε να φέρουν κρασί.
— Αγαπάς την πατρίδα σου, Ιουδίθ;
Για τρίτη φορά η Ιουδίθ χαμογέλασε. Έσπρωξε μακρυά το χέρι του Ολοφέρνη
που της επρόσφερνε το κύπελλο και του αγκάλιασε το κεφάλι:
— Γιατί
άργησες να ’ρθής; τον ρώτησε.
Σκυμμένος πάνω στα μάτια της Ιουδίθ, ο Ολοφέρνης, είπε:
— Ιουδίθ, τα μάτια σου είναι μαύρα σαν το θάνατο.
Της εσκέπασε με την παλάμη του τα μάτια και φίλησε το εύσαρκο στόμα της.
— Ιουδίθ, είπε, το στόμα σου είναι κόκκινο σαν τον
έρωτα ....
Και της εφίλησε τα μάτια. Μά ύστερα, έσκυψε το κεφάλι του και είπε:
— Είχες δίκηο Ιουδίθ. Τα μάτια σου δεν είναι ωραία χωρίς τα χείλη σου,
κι ούτε τα χείλη σου χωρίς τα μάτια.
Τότε η Ιουδίθ εγέλασε.
— Ολοφέρνη, είπε η Ιουδίθ. Ο Νόμος λέει: Μετά τη
σπορά, ο σπορέας είναι άχρηστος. Η γη σώζει στη μήτρα
της το σπέρμα.
Ο Ολοφέρνης είπε:
— Ιουδίθ, ο Νόμος είναι δίκαιος. Θα υποταχτώ στο Νόμο. Ύστερα έλυσε τη
ζώνη του και της έδωσε το σπαθί του.
Η Ιουδίθ το πήρε κι άφησε το χιτώνα της να πέση.
Άστραψε στο φως των λυχνιών η θεϊκή της γύμνια.
Έπειτα απόθεσε το σπαθί δίπλα της, πάνω στα μαλακά τομάρια των αγριμιών που
σκέπαζαν το κρεββάτι, κι ο Ολοφέρνης εγονάτισε. Ακούμπησε το δασύ του μέτωπο
πάνω στο τρίγωνο της κοιλιάς της.
Έτσι άρχισε η θυσία.
Αργά τη νύχτα ο ύπνος επήρε τον Ολοφέρνη. Το κεφάλι του αναπαυόταν πάνω
στο στήθος της Ιουδίθ. Η Ιουδίθ παραμέρισε με την παλάμη της τους ιδρωμένους
βοστρύχους των μαλλιών του και του φίλησε το μέτωπο. Ύστερα επήρε το σπαθί,
το γύμνωσε και του έκοψε το κεφάλι.
Τα μάτια του άνοιξαν, την εκοίταξαν κ’ επάγωσαν σιγά, σιγά.
Ξάφνου, οι Ασσύριοι, την είδανε ν’ ανασηκώνη το παραπέτασμα της σκηνής
και να βγαίνη στην πόρτα. Εχάραζε. Ο κάμπος ξυπνούσε γαλάζιος και στο
στρατόπεδο οι θόρυβοι. Οι στρατιώτες έτρεξαν και περικύκλωσαν τη γυναίκα.
Εκείνη ύψωσε το χέρι της που κρατούσε απ’ τα μαλλιά το πελιδνό κεφάλι και τους
το ‘δειξε. Η αυγή καθρεφτίστηκε στο ιδρωμένο μέτωπο του νεκρού. Η τελευταία
σταλαγματιά από το αίμα του έπεσε στο παγωμένο χώμα.
Τότε, οι Ασσύριοι ανατρίχιασαν. Άνοιξαν τα χέρια τους κατάπληκτοι κ’
ετραβήχτηκαν αργά, αργά πίσω. Στο πελιδνό πρόσωπο του αρχηγού, ο κάθε άντρας
αναγνώριζε – παράδοξο – την ίδια του την όψη ! …
(1931)
Άγγελος Δ. Τερζάκης
[ το διήγημα του Άγγελου Τερζάκη «Το κεφάλι του Ολοφέρνη» δημοσιεύθηκε στο περ.
«Μακεδονικές Ημέρες», τεύχος 2, Απρίλιος 1932, σ. 62-65 ]
1936
Σταυράκιος Κοσμάς
(Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης)
« Περιπλάνηση
»
πεζογράφημα
δημοσίευση 1936
περ. « Μακεδονικές Ημέρες »
[ / - 1. / σελίδα 189 ]
[ / - 2. / σελίδα 190 ]
φωτογραφίες από τη δημοσίευση στο
περ. «Μακεδονικές Ημέρες»
[
το πεζογράφημα του Σταυράκιου Κοσμά (Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη) "Περιπλάνηση" δημοσιεύθηκε στο
περ. «Μακεδονικές Ημέρες», Θεσσαλονίκη, (δντής: Στέλιος Ξεφλούδας), Έτος Δ΄,
αριθ. 5, Ιούνιος 1936, σ. 189-190. ]
1943
Μ. Καραγάτσης
« Ο κόσμος που πεθαίνει »
σημείωμα για το υπό έκδοσιν μυθιστόρημα
«Ο
Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου»
περ. «Φιλολογική Κυριακή»» (1943)
Από το 1933 που κυκλοφόρησε το πρώτο μου
βιβλίο, ως τα σήμερα, έφερα στη δημοσιότητα οκτώ έργα, δίχως ποτέ να νιόσω την ανάγκη
να τα προλογίσω ή να τα δικαιολογήσω. Πιστεύω στην αρχή πως ένα έργο τέχνης
πρέπει να κλείνει μέσα του όλα τα στοιχεία της υποκειμενικής (σχετικά με τον αναγνώστη) και της αντικειμενικής
(σχετικά με τον αναγνώστη) δικαίωσής του.
Ο καλλιτέχνης που προλογίζει επεξηγηματικά
το έργο του, τοποθετεί ασυνείδητα τον εαυτό του σε θέση κατηγορούμενου, που
νιόθοντας την ανεπάρκεια της δημιουργικής του απολογίας μέσ’ από αυτό τούτο το
έργο του, την συμπληρώνει μ’ έξωκαλλιτεχνικά προλεγόμενα.
Είπα πως πιστεύω σ’ αυτή την αρχή. Κι’ όμως
σήμερα, δέκα ολόκληρα χρόνια μετά το πρώτο μου βιβλίο, και στις παραμονές που θα
ριχτεί στη δημοσιότητα το έννατο, νιόθω την ανάγκη να την παρατώ, και να δώσω
στους αναγνώστες μου μερικές προκαταβολικές εξηγήσεις που τις ζητάει, όχι η ουσία,
αλλά η διασπαστική μορφή με την οποία παρουσιάζεται το καινούργιο έργο μου.
Αν ο «Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου» ήταν ένα
ξεμοναχιασμένο μυθιστόρημα, όπως ο «Γιούγκερμαν» ή το «Χαμένο νησί», δεν θα
είχε ανάγκη από καμιά προλεκτικήν επεξήγηση. Ο «Κοτζάμπασης» όμως είναι το
πρώτο έργο ενός μυθιστορηματικού κύκλου, τουυ «Κόσμου που πεθαίνει». Κ’ έτσι, με
το σημείωμά μου αυτό, δεν επεξηγώ τον «Κοτζάμπαση» αυτόν καθαυτόν, αλλά τον
«Κόσμο που πεθαίνει», και με την ευκαιρία που κυκλοφορεί το πρώτο έργο της
σειράς.
Αν βέβαια, είχα την υπομονή να γράψω πρώτα
και τα δέκα μυθιστορήματα του κύκλου, και να τα δημοσιέψω όλα μαζί, τότε η
καλλιτεχνική δικαίωση του συνόλου δεν θα είχε ανάγκη ερμηνευτικού προλόγου.
Άνθρωπος όμως είμαι κ’ εγώ, και σαν άνθρωπος, ματαιόδοξος. Βιάζουμαι να ρίξω το
έργο μου στο μεϊντάνι της δημοσιότητος, έστω και κοματιαστά. Ο αναμάρτητος
πρώτος τον λίθον βαλέτω . . .
Φτάνοντας στο μεσοδρόμι της ζωής, στοχάστηκα
τί έδωσα ως τα σήμερα, κι’ αναμέτρησα τις δυνάμεις μου, να ιδώ τι μπορώ να δώσω
από σήμερα κι’ ως πέρα. Τολμώ να νομίζω πως το περασμένο μου έργο είναι — άσχετ’
από καλλιτεχνικήν αξία — απόλυτα συνεπές με τη φυσιολογική διάρθρωση κ’ εξέλιξη
του οργανικού ανθρώπινου συνόλου μου. Ίσως ο Πανάγαθος να μου έδωσε λίγο
τάλαντο, τόσο λίγο όμως, ώστε να μην παρουσιάσει πουθενά ξεσπάσματα πρώιμης ωριμότητας.
Η ζωή μου κύλησε φυσιολογικά μέσα στον οργανικό
χρόνο, και το έργο μου καθρέφτισε πάντα την εξελικτική κατάσταση του οργανικού ανθρώπινου
συνόλου μου. Παιδί ήμουν, κ’ έβλεπα τη ζωή με τα παιδικά μου μάτια. Έφηβος γίνηκα,
και ταράχτηκ’ από τις ανησυχίες της ήβης. Όντας εικοσάχρονος, εχάθηκα κ’ εγώ
στους γοητευτικούς δρόμους των ανερμ άτιστων
ιδεολογιών, των καλοπροαίρετων ονείρων. Κι’ από κει, εμπήκα στη νεότητα,
την έζησα όπως την ζουν όλοι οι άνθρωποι, και την απόδωσα στο έργο μου ακριβώς
όπως την έζησα, όπως την ένιωσα, όπως την αισθανόμουν να κυλάει στους νέους ακόμα
ιστούς του κορμιού μου.
Ο χρόνος όμως κυλάει αφίνοντας την καφτερή
του σφραγίδα σ’ όλα τα πάντα της ύπαρξής μας. Η ζωή πέρνει μιάν άλλη σημασία στην
ψυχή και στο μυαλό μας, αφίνει μιάν άλλη γεύση στα ξεραμένα χείλη μας. Το πέπλο
του στοχασμού σκεπάζει την άλλοτε
αυθόρμητη φλόγα του ματιού. Είναι μακριά ακόμα τα γερατιά. Μά όσο περσότερο
κοντεύουμε το θάνατο, τόσο πιο μακριά θέλουμε να τον τοποθετούμε. Ήρθε η στιγμή
να ζούμε πιότερο για τους άλλους και λιγότερο για τον εαυτό μας. Έφτασε η ώρα να
ξεκολήσουμε τον εαυτό μας απ’ τη ζωή που μας παρατάει, και ν’ αντικούσουιιε με
πάθος ψυχρό τη ζωή που κυκλώνει τους συνανθρώπους μας. Το ατομικρό μας δράμα
γίνεται απόκρυφο, τη στιγμή ακριβώς που αρχίζει.
Ξεκινόντας απ’ την αρχή πως το μυθιστόρημα
είναι «σύνθεσης του παντός», καθρέφτης κ’ εικόνα αντικειμενική μιάς εποχής κ’ ενός
κόσμου δοσμένη ανάμεσ’ από μιάν υποκειμενική
ιδιοσυγκρασία, ήρθε η στιγμή που στοχάστηκα: Ποιος ο λόγος να σπαταλάει,
ο μυθιστοριογράφος, τη φαντασία του, στην εύρεση θεμάτων και θέσεων για τα
μυθιστορήματά του, θεμάτων
και θέσεων που διασπούν
για λόγους τεχνικούς το ενωμένο σύνολο μιάς γνώσης, μιάς εμπειρίας, μιάς
δημιουργίας; Ποιος ο λόγος να γράφει κανείς πολλά μυθιστορήματα, πάνω σε πολλά
θέματα, όταν ο σκοπός μας είναι μοιραία ένας και μόνος; δηλαδή ο κόσμος μας, η εποχή
μας, όπως τη βλέπουμε, όπως τη νιόθουμε,
όπως την αναδημιουργούμε κάτω από την πένα μας;
Σ’ αυτό το Credo της μυθιστορηματικής ουσίας
και μορφής, δεν με οδήγησε μονάχα το καλλιτεχνικό μου κριτήριο, αλλά κ’ η ενατένηση της αξιόλογης ως τα σήμερα
παραγωγής του είδους.
Οι περισσότεροι μυθιστοριογράφοι
προσπάθησαν να δώσουν στο έργο τους, — θελημένα ή αθέλητα — τη μορφή ενός
συνόλου, είτε προγραμματικά, είτε εκ των υστέρων. (Το μορφολογικό αυτό σύνολο
είναι άσχετο με το ουσιαστικό, που διακρίνει πάντοτε την καλή παραγωγή αδιάφορ’
απ’ την τυχόν διασπαστική μορφή της).
Αυτή είναι η περίπτωση των Μπαλζάκ. Ζολά,
Προύστ, Γκωλσνουέρδυ, Ροζέ Μαρτέν ντύ Γκάρ, Ρομαίν Ρολλάν, Ζύλ Ρομαίν, Ζώρζ
Ντυαμέλ, καί άλλων.
Αντιθέτως, οι μεγάλοι Ρώσοι, απόφυγαν αυτή τη
μορφολόγηση, έκλεισαν όμως το έργο τους σ’ ένα κλίμα πυκνά ενιαίο, που αντισταθμίζει
κατά πολύ το διασπαστικό της μορφής του.
( Οι κανόνες της τέχνης έχουν αξία στην εφαρμογή
τους, μόνον όταν συνοδεύονται από
ταλέντο. Χωρίς ταλέντο, κ’ η περιφημότερη θεωρητικά συνταγή καταντάει τόπος
κοινός. )
Οπωσδήποτε, εφ’ όσον ο μυθιστοριογράφος δεν είναι
οπαδός των αναρχικών λογοτεχνικών θεωριών του εσωτερικού μονόλογου κ.τ.λ., πρέπει
να τοποθετήσει το έργο του σ’ ένα κάποιο
σημείο, να το πλαισιώσει μ’ ένα κάποιο περίγυρο, σε τρόπο που να δώσει τον κόσμο
της εμπειρίας και του στοχασμού του ανάμεσ’ από πρόσωπα, γεγονότα, ατμόσφαιρα.
Με άλλα λόγια το «θέμα» είναι απαραίτητο για μια σύνθετη μυθιστορηματική παραγωγή
τόπου μάκρους. Το μεγάλο γενικό θέμα, που είναι τεχνικώς αρκετά ανεξάρτητο από
τα μερικά θέματα του κάθε κατά μέρος μυθιστορήματος.
Βασισμένος, λοιπόν, απάνω σ’ αυτήν την
σχετικήν αρχή, εδιάλεξα, ή καλλίτερα ετοποθέτησα τις δημιουργικές μου
δυνατότητες στο πιο πρόσφορο – σύμφωνα με τη γνώμη μου – για την αξιοποίησή
τους θέμα.
Έτσι,
μπορώ να περικλείσω το θέμα του «Κόσμου που πεθαίνει» σ’ έναν στεγνό κάπως ορισμό
: Η βιολογική και κοινωνική ιστορία μιάς αστικής ελληνικής οικογένειας από το
1821 ως τα σήμερα, τοποθετημένη εξελικτικά μέσα στην κοινωνική, εθνική,
πολιτικήν, οικονομική, πολιτιστική, πνευματική κ.τ.λ. ιστορία του τόπου μας, και
στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Ο ορισμός είναι στεγνός και στενός, δίχως
άλλο. Αλλά το θέμα που περικλείνει είναι αντικειμενικά τεράστιο, κ’ ίσως — πολύ
ίσως — να ξεπερνάει τις δημιουργικές μου δυνάμεις. Ίσως πάλι, κατηγορηθώ για την
οίηση μιάς παρόμοιας σε μήκος, πλάτος, βάθος, μυθιστορηματικής προσπάθειας. Η
κατηγορία θα είναι άδικη.
Αν πετύχω, επέτυχα. Κι’ αν αποτύχω, τουλάχιστο
θα πέσω από το ύψος που χρειάζεται για να κάνει το πέσιμό μου τραγικότερο. Αλοίμονο
σ’ εκείνους που σκοντάφτουν στο πρώτο χαλικάκι του ασφαλτωμένου δρόμου των
εύκολων επιτυχιών.
Ο «Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου» είναι το
πρώτο έργο του κύκλου «Ο κόσμος που πεθαίνει». Από δω ξεκινάει η οικογέια των
Ρούσηδων, για να φτάσει με τους κατοπινούς τόμους στην εποχή μας, και με την
τέταρτη γενεά της. Είναι η ιστορία του γενάρχη Μίχαλου Ρούση, που πάλαιψε
σκληρά δεκαοχτώ ολόκληρους μήνες (Φλεβάρης 1821 — Αύγουστος 1822 για να γλυτώσει τη ζωή του που την απειλούσε ο
σίφουνας της Επανάστασης. Και θα την γλυτώσει, για να στεριώσει την οικογένεια
που θα φτάσει στις ημέρες μας.
Οι άλλες λεπτομέρειες του μυθιστορήματος
δεν εδιαφέρουν το σημείωμ’ αυτό, που είχε
ένα και μόνο σκοπό: Να κατατοπίσει τους αναγνώστες μου στην πραγματική σημασία
του «Κοτζάμπαση», που παρ’ όλη τη φαινομενική του αυτοτέλεια, δεν είναι παρά το
πρώτο λιθάρι ενός πολυσύνθετου μυθιστορηματικού οικοδομήματος.
Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ
[ το εισαγωγικό σημείωμα του
Μ. Καραγάτση για την επικείμενη έκδοση του μυθιστορήματός του «Ο Κοτζάμπασης
του Καστρόπυργου», μυθιστορήματος που εντάσσεται στον μυθιστορηματικό κύκλο «Ο
κόσμος που πεθαίνει» δημοσιεύθηκε στο περ. «Φιλολογική Κυριακή», Αθήνα, δντής:
Ευάγγελος Μπουντούρης, Χρονιά Α΄, τόμος 1 ος, αριθ. φύλλου 10, 26 Δεκέμβρη 1943, σ. 152. ]
( εδώ το σημείωμα δεν
είναι πλήρες.
Η παραγραφοποίηση
ελαφρώς διαφοροποιημένη (περισσότερες παράγραφοι) σε σχέση με το πρωτότυπο
κείμενο.
Το πρωτότυπο κείμενο σε
πολυτονικό )
1944:
Μ. Καραγάτσης, « “Ο κόσμος που πεθαίνει” - Ο Kοτζάμπασης του Καστρόπυργου», Αετός,
Αθήνα, (σ. 240), (μυθιστόρημα)
Το μυθιστόρημα «Ο Κοτζάμπασης του
Καστρόπυργου» ανήκει στην τριλογία του Μ. Καραγάτση «Ο κόσμος που πεθαίνει»
(μυθιστόρημα-ποταμός, roman
fleuve)
(1944,1947, 1949).
Είναι το πρώτο από τα τρία μυθιστορήματα της
τριλογίας.
Τα άλλα δύο μυθιστορήματα της τριλογίας:
/ -
(1947) «Αίμα χαμένο και κερδισμένο»,
/ -
(1949) «Τα στερνά του Μίχαλου».
Γιάννης Καράγιωργας
« Το τραίνο φεύγει »
διήγημα
δημοσίευση 1943
περ. «Αργώ»
/ - 1. ( σελίδα 88 – α )
/ - 2. ( σελίδα 88 – β )
/ - 3. ( σελίδα 89 – α )
/ - 4. ( σελίδα – 89 β )
φωτογραφίες από τη
δημοσίευση στο περ. «Αργώ»
[ το διήγημα του Γιάννη Π. Καράγιωργα «Το τραίνο φεύγει» δημοσιεύθηκε στο περ. «Αργώ», Πειραιάς,
(δντής: Μηνάς Ματσάκης), Χρόνος Α΄, φύλλο 6, 1 Μαϊου 1943, σ. 88-89. ]
Ο σύνδεσμος από το
«Λήκυθος»
Τεύχος 6 (1 Μαΐου 1943)
(2.053Mb)
1954
1954
Kevin Fitzgerald
“
Quiet
Under the Sun ” novel 1954
Between
the Bookends by Faunce Pendexter
δημοσίευμα 1954
Lewiston
Evening Journal, February, 1954
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
/
- το εξώφυλλο
(έκδοση 1954)
Lewiston Evening Journal,
Lewiston, Auburn, Maine, Saturday, February 27, 1954, [magazine section, p. 3-A.]
1966
John Barth
“
Giles
Goat-Boy ” novel 1966
Book
reviews
δημοσίευμα
1966
St.
Petersburg Times, Florida, September 1966
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
/
- 1.
/
- 2.
/
- 3.
/
- 4.
/
- 5.
St. Petersburg Times,
St. Petersburg, Florida, Sunday, September 4, 1966, p.122.
[ εντοπισμός-πρόταση:
Παύλος Αγγελόπουλος ]
ΚΡΙΤΙΚΗ
άρθρο της Δήμητρας Μάρη για την πεζογραφία του Σωτήρη Δημητρίου
( πηγή: Logos Emfron )
Δήμητρα Μάρη - "Τέσσερις στάσεις στην πεζογραφία του Σωτήρη Δημητρίου" - άρθρο
Δήμητρα Μάρη
Τέσσερις στάσεις στην πεζογραφία
του Σωτήρη Δημητρίου
Ο Σωτήρης Δημητρίου ανήκει στη λογοτεχνική γενιά του ’80. Χρησιμοποιώ, βέβαια, τον όρο λογοτεχνική γενιά του ’80 με κάθε επιφύλαξη, καθώς κατανοώ τον κανονιστικό και εν πολλοίς τυποποιημένο και αυθαίρετο χαρακτήρα των ταξινομήσεων και συμμερίζομαι την άρνηση συμμόρφωσης πολλών λογοτεχνών σε αυτό το ασφυκτικό και γι’ αυτό ανελεύθερο πλαίσιο. Διατηρώντας, λοιπόν, τις επιφυλάξεις μου και σεβόμενη την άρνηση ένταξης σε κάποια λογοτεχνική γενιά εκ μέρους πολλών συγγραφέων θα επιχειρήσω μια στάση στο έργο του Σωτήρη Δημητρίου, ενός βασικού εκπροσώπου αυτής της γενιάς.
Λιτά, σχεδόν ελλειπτικά αυτοσυστήνεται ο ίδιος στα βιβλία του. Σεβόμενη αυτή του την επιλογή θα σταθώ μόνο στην ηπειρώτικη καταγωγή του, από την Πόβλα της Θεσπρωτίας, καθώς δικαιολογεί πολλές γλωσσικές και όχι μόνο επιλογές του. Αξίζει, όμως, να παρατεθεί και η οπτική του Δημήτρη Μαρωνίτη «η περίπτωση του Σωτήρη Δημητρίου μου φαίνεται εξαιρετική, τόσο με την έννοια της διαφοράς όσο και με το μέτρο της αξίας. Τρία τουλάχιστον στοιχεία δικαιολογούν την προηγούμενη πρόκριση· η οικονομία του λόγου· η γνησιότητα του πεζογραφικού ήθους· η έλλειψη συγγραφικού ναρκισσισμού — συνδυασμός σπάνιος στην πρόσφατη νεοελληνική πεζογραφία».
Θα επιχειρηθούν τέσσερις μάλλον τυχαίες, αλλά ενδεικτικές, στάσεις στο συνολικό του έργο. Η έκταση ενασχόλησης με τον κάθε τίτλο διαφέρει και σίγουρα δεν είναι δηλωτική της σημασίας που του αποδίδω.
Πρώτη στάση Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου, μυθιστόρημα υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας το 1993. Πρόκειται για το χρονικό της οδύσσειας μιας μάλλον μητριαρχικής οικογένειας από τη στιγμή που έκλεισαν τα ελληνοαλβανικά σύνορα, με αποτέλεσμα δύο ελληνίδες αδελφές να χωριστούν αιφνιδιαστικά και βίαια. Η μία έμεινε στο ελληνικό έδαφος και η άλλη στο αλβανικό.
Ο λόγος δίνεται σε πρώτο πρόσωπο σε τρεις βασικούς και διαδοχικούς χρονικά ήρωες της ιστορίας. Στο πρώτο μέρος κυριαρχεί η φωνή της μεγάλης αδελφής, στο δεύτερο της μικρότερης αδελφής, της Σοφιάς και στο τρίτο και τελευταίο ακούγεται η φωνή του εγγονού της, του Σπετίν. Μέσα από την αφήγηση της δικής τους ιστορίας φωτίζονται πρόσωπα και καταστάσεις: φίλοι, συγγενείς, συγχωριανοί, άνθρωποι που δοκιμάζονται, που μοιράζονται τα λίγα που έχουν, που βλάπτουν τον ανυπεράσπιστο, που προσφέρουν παραμυθία στον βαθιά πληγωμένο, αναγκαστικοί αποχωρισμοί, αποδημία, νόστος και ματαιωμένα όνειρα σε μια πατρίδα που γρήγορα ξεχνάει όσους με λαχτάρα τη θυμούνται. Τραχύ το περιβάλλον και στις δύο πλευρές των συνόρων. Τόποι και καιροί της ανάγκης και οι άνθρωποι φτιαγμένοι από τα ίδια υλικά. Σκληροί και ανθεκτικοί εξωτερικά, μα η ψυχή τους είναι τρυφερή και ψάχνει «θαράπιο».
[σ. 18 Ένας γέρος Αρβανίτης μας φοβέρισε. Τι δεν είχε απολύκει το στόμα του. «Σοκακιάρες, οβριάνες» ξεχώρισα. Με πήραν τα κλάματα. Ήβγε μια γυναίκα, αρχοντογυναίκα, παρουσιά – θυγατέρα του ήταν; - και τον φοβέρισε. Με αγκάλιασε κατόπι, και φίλα απ’ εδώ, φίλα απ’ εκεί. Θαράπιο. Εξήντα χρονών έφτακα, και ακόμα έχω κείνο το φιλί στο μάγουλο. Μας έφτιασε τηγανίτες και μας έστρωσε καταής να κοιμηθούμε. Εγώ δεν μπορούσα να κοιμηθώ και μου κίναγαν δάκρυα. Ήθελα να πάω στο χωριό, στην μάνα. Δεν θυμιόμουν φιλί της, αλλά μακάρ’ έφταιγε. Μήνα είχε μία, μήνα δύο. Έξι και ο Σπύρος εφτά ήμασταν, πού να πρωτοκοιτάξει; Όλη την μέρα, στις ερημιές και στις μπανταλιές να γένομε.]
Ο Σωτήρης Δημητρίου γνωρίζει καλά τον τόπο και τους ανθρώπους της Ηπείρου και φαίνεται πως τους εμπιστεύεται τόσο που δίνει τον λόγο σ’ εκείνους. Εμπιστεύεται κυρίως τις γυναίκες αυτού του τόπου – η δική τους παρουσία και ο δικός τους λόγος είναι ο κυρίαρχος στο παρόν πεζογράφημα - καθώς και το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα. Αρνείται να παίξει το ρόλο του διαμεσολαβητή. Εκθέτει τον αναγνώστη σε μια εποχή και κυρίως σ’ ένα λόγο που είναι ανοίκειος και τον αφήνει να δοκιμάσει τα περιθώρια της ενδεχόμενης εξοικείωσης, τη δυνατότητα να καταλάβει αυτή τη γλώσσα τους ή έστω να τη νιώσει και να τη συλλάβει με έναν τρόπο περισσότερο αισθητηριακό και λιγότερο νοητικό.
Δεύτερη στάση, σχεδόν μια δεκαετία μετά, το 2002, το μυθιστόρημα Τους τα λέει ο Θεός. Ένα μωσαϊκό ανθρώπων με το παρελθόν, το παρόν και τις προσδοκίες τους από το μέλλον. Άνθρωποι που συναντώνται με αφορμή την οικοδόμηση μιας κατοικίας και μέσα σ’ αυτή τη συνθήκη οικοδομούν τις αφηγήσεις μιας ζωής ή αφήνουν να φανούν τα γκρεμίσματα της ζωής τους.
Ο τρόπος τους είναι τραχύς, χωρίς περιστροφές και τυπικότητες. Οι διάλογοι είναι αυθεντικοί. Διατηρούν την προφορικότητά τους χωρίς εξωραϊσμούς και φτιασιδώματα. Για ακόμη μια φορά το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα –το ηπειρώτικο - που χάνεται, μια γλώσσα αυθεντικά λαϊκή και γι’ αυτό σχεδόν ζωικά ορμητική, ένας ολόκληρος τρόπος εκφοράς του λόγου και συνακόλουθης στάσης του σώματος και της ψυχής που υποχωρεί και μένει ανυπεράσπιστος. Ένας ολόκληρος κόσμος εξεικονίζεται και μαρτυρείται.
Ο αναγνώστης νιώθει την ανάσα των ηρώων, κάθεται δίπλα τους, στρέφει νοερά το βλέμμα του από τον ένα στον άλλο και προσπαθεί να τους γνωρίσει μέσα από τη θραυσματικότητα του νευρώδους διαλόγου και από τις μικροαφηγήσεις τους. Συνυπάρχει κατά κάποιον τρόπο με ένα συνεργείο ντόπιων και αλλοεθνών οικοδόμων για ένα μερόνυχτο σε μια έρημη πλαγιά της Μουργκάνας, ενώ από εκεί περνούν ζωέμποροι και μια κομπανία Αλβανών μουσικών που γυρνάνε στην Αλβανία. Ένα μερόνυχτο έχει στη διάθεσή του προκειμένου να μάθει για ’κείνους. Οι προσωπικές ιστορίες συναντώνται με την Ιστορία και την Πολιτική αλλά και διαπλέκονται μεταξύ τους με δαιδαλώδεις ή απλές διασυνδέσεις.
Ο αναγνώστης μαθαίνει για την πίστη του μπάρμπα-Μίχου στον Άγιο Σπυρίδωνα. Γίνεται μάρτυρας του ακούσματος από το Φιλίππη της τύχης του χαμένου του ξαδέλφου. Ακούει το μοιρολόι της μάνας. Αντιλαμβάνεται τις όψιμες ελπίδες του μετανάστη για μια ζωή δίπλα σε μια γυναίκα, για μια οικογένεια, για μια ζωή που δεν έζησε ακόμη. Ανασυνθέτει μέσα από τα λόγια των ανδρών την εικόνα μιας κόρης στιβαρής, δωρικής που γεμάτη αιδημοσύνη μοιάζει να διατρέχει το χρόνο .μιας κόρης που φέρει σχεδόν την όψη αρχαϊκής κόρης.
[σ. 148-149 « Ε ρε τι γυναίκα ήταν αυτή στα νιάτα της» λέει ο Πυρσογιαννίτης. «Μια Λένη του Μπότσαρη, μια βέργα. Της ήβλεπες το νερό στον λαιμό.
Την θυμούμαι σ’ ένα πανηγύρι τότε κοντά που ‘χε πάει στην Γερμανία. Δεν ήταν αυτή για Γερμανία, τέλος πάντων. Χόρευε με την αδερφή της. Χόρευε αργά και ταπεινά, ορθή σαν λαμπάδα, αγέλαστη.
Δεν παίρναμε τα μάτια από ταύτην. Ο άντρας της κάτω στην πλατεία δεν ανέβαινε να την κρατήσει. Όλο και του ‘ριχνε ματιές. Κι αυτός όμως, δέντρος, λεβεντόπαιδο.
Σκύβει κάτι λέει στην αδελφή της και αυτή έφερε κρασοπότηρα, πέντ’ έξι, που τα σκόρπισε ανάποτα στις πλάκες. Την κράτησε πάλι και άρχισε να χορεύει την παπαδιά στα ποτήρια. Ποια; Αυτή που δεν καταδέχονταν να διαβεί απ’ το μεσοχώρι, που δεν την ήβλεπε το χωριό. Χόρευε στα νύχια σαν να ‘χε στους ώμους της άνθια και σκιάζονταν μην της πέσουν, τόσο ήσυχα και ωραία.]
Η γυναίκα, αν και απουσιάζει ως φυσική παρουσία, είναι πάντα εκεί. Είναι πάντα σημείο αναφοράς: εκκίνηση, αποφυγή, ξεστράτισμα, προορισμός. Μα και η μουσική με την απίστευτη δύναμή της είναι πάντα εκεί, ικανή να ενώσει και να φέρει τα κρυμμένα στο φως, να αποκαλύψει.
Τρίτος σταθμός το αφήγημα του 2005, Τα οπωροφόρα της Αθήνας. Σ’ αυτό «ο ήρωας», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σωτήρης Δημητρίου, «έχει στο νου του τον χάρτη με τα οπωροφόρα της Αθήνας, τα οποία ταχτικά επισκέπτεται. Στις πεζοπορίες του επιχειρεί να συνάψει με τους διαβάτες σχέσεις, αλλά συνήθως δεν γίνεται κατανοητός. Ο συγγραφέας τον ακολουθεί και πολλές φορές μπερδεύεται ο ένας στα πόδια του άλλου. Κοντολογίς, είναι ένα οδοιπορικό στην ζωή, στην λογοτεχνία και στην Αθήνα».
Το αφήγημα ξεκινά ως ένα οδοιπορικό στα οπωροφόρα της Αθήνας, αλλά γρήγορα αυτό το οδοιπορικό αποκτά νέους προσανατολισμούς και κατευθύνσεις. Μια συνεχής κίνηση το διέπει. Έξω στις συνοικίες της πόλης με χαρακτηριστικά η λιγότερο χαρακτηριστικά δείγματα των κατοίκων της και μετά ένδον, μέσα στη σκέψη, στην ψυχή και στο εργαστήριο του δημιουργού. Από εκεί ανάγεται στον αναγνώστη και πάλι πίσω, στον συγγραφέα, στην πόλη, στον ήρωα. Ο αναγνώστης του αφηγήματος μετέχει ενεργά, διαδικαστικά σ’ αυτό το οδοιπορικό που περισσότερο απ’ όλα αποτυπώνει τη διαιώνια αναζήτηση και δυναμική της δημιουργίας.
Συνεχείς απορίες, ερωτήματα, διλήμματα προωθούν το αφήγημα. Στην αρχή αλλά και με την ολοκλήρωσή του τίθεται από τον συγγραφέα το ερώτημα «Πώς δημιουργείται ο πυρήνας του διηγήματος», ο διηγηματικός πυρήνας; Εν πολλοίς άγνωστο. Ωστόσο μοιάζει να ενέχει στοιχεία μαγνητισμού σε μια «ατέλειωτη χαώδη αλυσίδα» συμπτώσεων και κάπως έτσι, μέσα σ’ αυτή «τη χαώδη τυχαιότητα», η μια στιγμή ανασύρει την άλλη για να φτάσουμε τελικά στη στιγμή της δημιουργίας.
Τα οπωροφόρα επομένως δεν είναι παρά η αφορμή. Η αφορμή να μιλήσει ο συγγραφέας για όσα τον απασχολούν, για όσα συχνά τον βασανίζουν. Ο άνθρωπος, η φύση, ο έρωτας, η έννοια του προσώπου, η γλώσσα, η ίδια η συγγραφή είναι θέματα γύρω από τα οποία περιστρέφεται. Ο ήρωάς του, με ανάλογο τρόπο, μεταβαίνει από συνοικία σε συνοικία, από είδος οπωροφόρου σε άλλο είδος, από άνθρωπο σε άνθρωπο. Οι συνειρμοί διαδέχονται ο ένας τον άλλο και η συνεκτικότητα μοιάζει να επιτυγχάνεται μέσα από τη λογική του σχεδιάσματος και μέσα από την άμεση διαλογικότητα με τον αναγνώστη αλλά και την προφορικότητα που συνεπάγεται αυτή η διαλογικότητα.
Θα επιχειρήσω να σταθώ σε κάποια στιγμιότυπα αυτού του οδοιπορικού. Ο συγγραφέας αναρωτιέται για την πηγή της λογοτεχνίας και τελικά προτάσσει τη μεσότητα, δηλαδή «άλλοτε πηγάζει από διάθεση εξισορρόπησης και άλλοτε από πλησμονή ζωής». Έτσι και σε άλλα «παρόμοια διλήμματα συνήθως το ένα πόδι του συγγραφέα πατάει στο αγγελικό και το άλλο στο διαβολικό». Επιχειρεί να δώσει ένα είδος συμβουλών συγγραφής ενώ δεν αργεί να υπογραμμίσει τη σχετικότητά τους και με καταιγισμό ερωτήσεων να δοκιμάσει την ορθότητά τους.
Το ανθρώπινο πρόσωπο φαίνεται να τον απασχολεί σταθερά, ενώ δεν απουσιάζει το ενδιαφέρον για την αγάπη και τη λαγνεία, για το πώς η γυναίκα και ο άνδρας βιώνουν τον έρωτα.
Τίθεται το θέμα της εκλεκτικής συγγένειας του συγγραφέα με τις πηγές του και η ίδια συγγένεια του αναγνώστη με τα κείμενα. Για τον συγγραφέα «κάπως ορίζονται τα πράγματα με την εξαιρετικά αόριστη αλλά καίρια φράση αγάπη είναι αυτό που συμβαίνει χωρίς λόγο, δηλαδή για απειρία λόγων.» Και αυτή ακριβώς η απειρία, η απεραντοσύνη και η συνακόλουθη τυχαιότητα «ανοίγει εμπρός μας τη θελκτική άβυσσο της ελευθερίας», μιας ελευθερίας που τρέφεται από την αδυναμία σύλληψης και διατύπωσης οριστικών και καθ’ όλα στατικών απαντήσεων. Η σχέση του συγγραφέα αλλά και του αναγνώστη με τη γλώσσα εν γένει και με το κείμενο ειδικά είναι πάντα δυναμική. «Θροΐζουν οι λέξεις συνεχώς στα γλωσσικά λιβάδια του νου απ’ τον άνεμο του χρόνου και επίσης αρδεύονται συνεχώς και διαφορετικά απ’ τον άπαυο ηλεκτρισμό των νοητικών συνδέσεων».
Είναι ξεκάθαρο και σταθερά επαναλαμβανόμενο το ειδικό ενδιαφέρον για τη γλώσσα. Η κατάλληλη λέξη, το κατάλληλο σημείο στίξης σε συνεχή αναζήτηση. Το ιδίωμα, η ντοπιολαλιά, ως «ελεύθερη γλωσσική πλαγιά», «απολυσιό» για τους συγγραφείς. Οι ερωτικές λέξεις με τη «χορταστική τους απτότητα», καθώς «μάλλον οι πραγματικές καταστάσεις χρωματίζουν αναλόγως τις λέξεις που τις εκφράζουν». Ο ρόλος των γυναικών στη φύλαξη της γλωσσικής εστίας και η γλώσσα του παρελθόντος ως γέννημα ενός άλλου φυσικού και κοινωνικού πλαισίου.
[σ. 104-107 Ήταν λόγος γεμάτος παροιμίες … σιγούρευαν το ταξίδι της ζωής]
Κάποιες φορές ο συγγραφέας μοιάζει να εξωραΐζει το περασμένο γλωσσικό παρελθόν και το αντίστοιχο ανθρωπογενές περιβάλλον. Όπως, όμως, ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά «Η μνήμη, της μνήμης, της μνήμης όμως που έρχεται σε αλυσίδα από τα βάθη των περασμένων χρόνων του φαίνεται επίζηλη. Ό,τι χάθηκε καθαγιάστηκε».
Ο συγγραφέας τίθεται τελικά και ο ίδιος στο επίκεντρο της εσωτερικής διερώτησης. Καταθέτει ένα «σταθερό αίσθημα ξενότητας», καθώς νιώθει να μην ανήκει πουθενά. Το πρόσωπό του είναι πάντα ελλιπές αλλά μένει πάντα ανοιχτή η δυνατότητα συμπλήρωσης, αν σταθεί τυχερός, «με το πλήρωμα ενός άλλου προσώπου», «απόκτησης προς στιγμήν της χαμένης ολότητας» μέσω του κειμένου. Η προσωπική του εμμονή ορίζει απόλυτα και καθοριστικά τις επιλογές του. «Και ουσιαστικά δια βίου μαθαίνει αυτό που ήδη ξέρει εξ αρχής. Ένα διήγημα γράφει, οι φωτισμοί διαφέρουν. Σαν να είδε ένα βαθύ όνειρο και παγιδεύτηκε έκτοτε στις αυλακιές του. Έξω από το χωράφι του η ακοή του χάνει σε ξηρότητα και η όρασή του σε υγρότητα».
Τέταρτη και τελευταία στάση η συλλογή διηγημάτων του 2009, Τα ζύγια του προσώπου. Οι ήρωες των διηγημάτων αυτής της συλλογής μετεωρίζονται ανάμεσα στην κανονικότητα και την παρέκκλιση μέσα στη σύγχρονη πολυδιάστατη, απροσδιόριστη, συγκεχυμένη και εν πολλοίς αλλόκοτη νεοελληνική πραγματικότητα. Με μεγάλη οξυδέρκεια ο Δημήτρης Μαρωνίτης είχε ήδη από το 1997 εντοπίσει τον «παραμεθόριο, καλύτερα μεθοριακό, χαρακτήρα της πεζογραφίας του Σωτήρη Δημητρίου». «Γιατί», όπως ο ίδιος επισημαίνει, «στο διηγηματικό και μυθιστορηματικό του έργο συγχέονται: οι χώροι και οι χώρες· ο χρόνος και οι χρόνοι· το φυσικό με το αφύσικο· η φιλανθρωπία με το έγκλημα· η ρεαλιστική αίσθηση με την υπερρεαλιστική παραίσθηση· ο νηφάλιος λόγος με το παραλήρημα· το τραγούδι με τη χυδαιολογία».
Οι τόποι μοιάζουν γνωστοί και τα πρόσωπα οικεία. Έχουμε την αίσθηση ότι κατοικούν κοντά μας, δίπλα μας μέσα σε αυτή την πόλη, ότι τα συναντήσαμε πριν λίγο στη στάση του λεωφορείου ή διασταυρωθήκαμε στο δρόμο. Και αυτή ακριβώς η βεβαιότητα της εγγύτητας ή της συνάντησης προκαλεί συχνά μια απροσδιόριστη ανησυχία που καταλήγει να γίνει ακόμη και δυσφορία.
Χαρακτηριστικό είναι το διήγημα Στο χέρι του Θεού. Συνιστά μια ιστορία αποσυνάγωγων, μια ιστορία νοητικής υστέρησης και αιμομιξίας. Άλλοτε επιθυμούμε να μάθουμε τι γίνεται πίσω από τις κλειστές πόρτες και άλλοτε ευχόμαστε να μην είχαμε μάθει ποτέ. Η Ευανθία, η μητέρα, ως ένα οικείο πρόσωπο που όσο προχωράει η ιστορία γίνεται ανοίκειο.
Θεματικοί πυρήνες της συλλογής είναι και το αίτημα της αγάπης, η αναζήτηση κώδικα επικοινωνίας και κοινού βηματισμού (Η Βάλια και ο Δημήτρης), οι ματαιώσεις και ο μηχανισμός της υποκατάστασης (Μάι πέρσοναλ γουόρ) αλλά και η εξύφανση του ψεύδους ενός ανύπαρκτου έρωτα, καθώς η ηρωίδα του διηγήματος Η δεξίωση, η κυρία Νίτσα, νιώθει να αποκτά υπόσταση μέσα από τη διήγηση μιας, όπως αποδεικνύεται, κατασκευασμένης ερωτικής ιστορίας.
Άλλα θέματα: Η ψυχική νόσος (Τα ζύγια του προσώπου και Θα βρεις στοιχεία). Η ανθρώπινη σκληρότητα και ο εμπαιγμός (Ο Φούλης). Η αποξένωση αλλά και η φροντίδα για τον άλλο, με κίνητρα που αν προσπαθήσουμε να τα αναλύσουμε δεν μένουν στη σφαίρα μιας ωραιοποιημένης αλληλεγγύης αλλά άλλοτε αφορούν σε εξιλέωση για προσωπικά λάθη (Εδώδιμα αποικιακά), άλλοτε μένουν απροσδιόριστα (Παράξενη αγάπη) και άλλοτε η αναζήτηση κινήτρων μοιάζει να αδικεί τον φορέα των αισθημάτων της αγάπης (Η θερμοκρασία μιας χαρτοπετσέτας).
Τέλος δεν απουσιάζει η ανάγκη του συγγραφέα να αναφερθεί στην πολλαπλά επώδυνη διαδρομή της δημιουργίας (Σχολείον) και (Τέσπα), ούτε λείπει ο μεταφυσικός προβληματισμός (Η δομή του ονείρου) αλλά και η διάθεση για αλλαγή της οπτικής γωνίας και αντιστροφή των ρόλων (Ενσωμάτωση και Το λεωφορείον 110), με τους παρατηρούμενους να μετατρέπονται σε παρατηρητές.
Και στις τέσσερις αυτές τυχαίες στάσεις στο έργο του Σωτήρη Δημητρίου συνισταμένη αυτών μοιάζει να είναι το πρόσωπο, ο άνθρωπος στην ολότητά του – ως ψυχισμός, ως σκέψη, ως δράση και ως γλωσσική εκφορά - μέσα στον τόπο και τον χρόνο. Άλλοτε διασφαλίζει στον αναγνώστη μια απόσταση ασφαλείας από τους ήρωές του και άλλοτε τους φέρνει τόσο κοντά που ο αναγνώστης τρομάζει είτε λόγω της ομοιότητας είτε λόγω της ετερότητάς του σε σχέση με εκείνους. Ο ίδιος ο συγγραφέας συνεχίζει από την πλευρά του να παρατηρεί και να ανατέμνει την παλαιότερη και τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα και τους ανθρώπους της και να διευρύνει με τις μυθοπλαστικές αλλά καθ’ όλα ρεαλιστικές μορφοποιήσεις του και την δική μας οπτική.
Δήμητρα Μάρη
Λόγος Έμφρων
at ΛΟΓΟΣ ΕΜΦΡΩΝ - Logos Emfron - Ιουνίου 01, 2022
"Τέσσερις στάσεις στην πεζογραφία του Σωτήρη Δημητρίου",
Γιάννης Κακουλίδης
« Ελληνικός θάνατος »
Διηγήματα 1996
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
1996: Γιάννης Κακουλίδης,
«Ελληνικός θάνατος. (μυθιστορίες)», εκδόσεις Περίπλους, Αθήνα, (σ.143), (Διηγήματα)
Το πεζογραφικό βιβλίο του Γιάννη Κακουλίδη
«Ελληνικός θάνατος», συλλογή διηγημάτων, έχει ως διασαφηνιστικό υπότιτλο:
«μυθιστορίες».
Το βιβλίο έχει εκδοθεί σε πολυτονικό.
Πρόκειται για 13 διηγήματα που σχετίζονται
σχεδόν όλα, εκτός από το πρώτο που η εξορία – το θέμα του – βέβαια είναι ένα
είδος ζωντανού θανάτου, με τον θάνατο.
Τα κεντρικά πρόσωπα των διηγημάτων
προέρχονται από την ευρύτερη αστική ζώνη του Πειραιά και των γύρω συνοικιών
ακόμη και της Σαλαμίνας.
Τα πρόσωπα και οι υποθέσεις αναφέρονται στην
μετεμφυλιακή Ελλάδα (νύξεις αλλά και σαφείς αναφορές για διωκόμενους
αριστερούς) και στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’50 και αρχών ’60. Πέρα από την
τοπιογραφία – αναφορά δρόμων, σημείων, ακόμη και καταστάσεων – τα πρόσωπα είναι
απλοί άνθρωποι. Ο ίδιος ο συγγραφέας δεν δίνει τίτλο σε κανένα αφήγημα-διήγημα
της συλλογής.
Το πρώτο διήγημα (σ. 11-21) αφορά την εξορία
του πατέρα.
Το δεύτερο διήγημα (σ. 22-35) αναφέρεται στο
βαλσάμωμα του Βαγγέλη, νεαρού εφοπλιστή, και την τραγική θέση της
αρραβωνιαστικιάς του Φωτεινούλας.
Το δίπολο [λάιτ μοτίβ] γάμος-θάνατος, κάτι
που επαναλαμβάνεται στη διηγηματική συλλογή, εμφανίζεται εδώ με την πιο τραγική
και ακραία του μορφή. Είναι από τα πιο τραγικά διηγήματα της συγκεκριμένης
συλλογής, αν και προσεγγίζει κάπως το μελό.
Το τρίτο διήγημα (σ. 36-42) αφορά την
εκδιδόμενη Αγγέλα και τον προαγωγό
Τζέκο, ζεύγος του περιθωρίου, και το
πένθος της Αγγέλας απέναντι στον νεκρό Τζέκο που κορυφώνεται με την αυτοπυρπόλησή
της. Η γλώσσα στον εκτενή μονόλογο-πένθος της Αγγέλας είναι ιδιαίτερα ακραία με
πλήθος υβριστικών λέξεων – (σχεδόν
πάσχουσα από κοπρολαλία) – αλλά που αποδίδει το ιδιόλεκτο αρκετών εκδιδομένων
γυναικών εκείνων των εποχών.
Το τέταρτο διήγημα (σ. 43-50) αναφέρεται
στον θάνατο της κυρά- Ασπασίας (ανακοπή) που λειτουργούσε με τις φωνές της
απέναντι στον εγγονό της ως το φυσικό ξυπνητήρι ολόκληρης της γειτονιάς.
Το πέμπτο διήγημα (σ. 51-54) αναφέρεται
στην κηδεία του οδοντίατρου Κώστα και το πένθος της συζύγου του Λήδας με το
μαύρο σανέλ, που μέσα από το πένθος της ανακοινώνει και την προσέλευση των
ταγών της πόλης που ήρθαν να τιμήσουν τον νεκρό οδοντίατρο. Ουσιαστικά το
αφήγημα είναι ο μονόλογος της «χηρευάμενης» (κατά Τάκη Σινόπουλο) Λήδας με τη
Ζιβανσύ τσάντα της και το μεταξωτό Ντιόρ μαντήλι της.
Εδώ είναι βέβαια εμφανής η παρωδία – αλλά ο
πεζογράφος «πιάνει», έστω και ως διακωμώδηση, αυτή την συνωμοταξία «χηρών» που
ενδιαφέρονται κυρίως για την κοινωνική εικόνα και όχι για τον τεθνεώτα σύζυγο
με όλα τα σχετικά συνεπακόλουθα, ακριβό ντύσιμο, αλλά παράλληλα ελκυστικά
σεξουαλικό, στοχευμένο για νεκροταφεία,
και όλες τις συναφείς καταστάσεις.
Το έκτο διήγημα (σ. 55-75) αναφέρεται στην
δασκάλα κυρά-Θεοδοσία και στην κόρη της Αρετή. Το διήγημα ανοίγει με στίχους
από την παραλλογή «Του νεκρού αδερφού» -
το όνομα βέβαια Αρετή δεν είναι τυχαία επιλογή-.
Ο Γιάννης Κακουλίδης αναφέρει ρητά την
έκδοση του 1932 του έργου του Ν.Γ. Πολίτη στο πεζογραφικό του βιβλίο «Ελληνικός
θάνατος» (1996), στις σελίδες 55 και 57,
εκκινώντας μάλιστα με αυτή την αναφορά το συγκεκριμένο διήγημα (σ.55-75) με
βασικές κεντρικές ηρωίδες την κυρία Θεοδοσία, δασκάλα, και την κόρη της Αρετή,
και επανερχόμενος στη σ. 59 αναφέρει τίτλους δημοτικών τραγουδιών και
παραλλαγών που αναγράφονται στο βιβλίο του Νικολάου Γ. Πολίτη εμμένει στο
«τραγούδι του νεκρού αδερφού», που το χρησιμοποιεί ως λάιτ-μοτίβ για τον
ταυτόχρονο θάνατο από την συγκίνηση με την συνάντηση, μετά από μακρόχρονο
χωρισμό, της ξενιτεμένης Αρετής, κόρης της Θεοδοσίας, και της κυρίας Θεοδοσίας.
Το έβδομο διήγημα (σ. 76-86) αναφέρεται στον
θάνατο του Μάκη και στο επίσημο κοστούμι που έχει έρθει τώρα νόμιμα στην κατοχή
του Θεοδόση. Με το ίδιο κοστούμι θα γίνει ο γάμος του Θεοδόση και της Τασίας,
που θα επισπευσθεί μία ημέρα ενωρίτερα, Σάββατο πρωϊ, ειδικά για να γίνει την
επομένη (Κυριακή απόγευμα) η κηδεία του Μάκη.
Εδώ αναγνωρίζουμε και πάλι το μοτίβο
γάμος-θάνατος, όχι όμως με την ένταση που συναντήσαμε στο διήγημα υπ. αριθμόν 2
με τον συμβολικό γάμο της Φωτεινούλας και του Βαγγέλη λίγο πριν την ταφή του
Βαγγέλη.
Το όγδοο διήγημα αναφέρεται στο ξεκλήρισμα
της πενταμελούς οικογένειας του Λαυρέντη (ο ίδιος, η σύζυγος και τα τρία
παιδιά) από αυτοκινητιστικό δυστύχημα και στην τραγική μορφή της μητέρας του
Λαυρέντη που βρίσκεται στο ίδιο σημείο του φονικού δυστυχήματος σχεδόν κάθε
μέρα χρόνια αργότερα και μονολογεί.
Το ένατο διήγημα (σ. 92-100) αναφέρεται στον
νονό Μανώλη, τον «αγιασμένο» και την ολιγόωρη άδεια του κρατούμενου αριστερού
πατέρα της οικογένειας – χωρίς όμως διανυκτέρευση –
που
ήρθε να κάνει Ανάσταση με την οικογένειά του.
Το δέκατο διήγημα αναφέρεται στην ιστορία
του Τηλέμαχου και της Ζαφειρούλας, τον άδικο χωρισμό τους εξ αιτίας των γονέων
του Τηλέμαχου, την αυτοκτονία της εγκύου Ζαφειρούλας και την επιστροφή του
Τηλέμαχου στον Πειραιά που περιπλανιέται πλέον ως γραφική φιγούρα. Το διήγημα
έχει βέβαια έντονα στοιχεία μελό.
Το ενδέκατο διήγημα (σ. 115-125) αναφέρεται
στον ιδιότυπο Ανάργυρο, τον «μυστήριο» όπως τον αποκαλούν, στις παραβατικές
ιδιοτυπίες του, στην αυτοκτονία του, στην καθυστέρηση έκδοσης άδειας της ταφής
του και την εξωφρενική ταφή του με συνοδεία από 109 καναρίνια που ήταν και η
μεγάλη του αγάπη.
Το δωδέκατο διήγημα (σ. 126-126) έχει άμεση
διασύνδεση με το εναρκτήριο διήγημα και αφορά την γιαγιά και την προσμονή της
για τον κρατούμενου αριστερό γιο της και
πατέρα του αφηγητή.
Το
δέκατο τρίτο, αφήγημα και όχι διήγημα, ως είδος κατακλείδας αναφέρεται στον
βίαιο οικιστικό μετασχηματισμό του Πειραιά, καθαρά και μόνον για λόγους κέρδους
και όχι βελτίωσης της ποιότητας ζωής των κατοίκων.
Ο Πειραιάς ουσιαστικά είναι και ο βασικός
πρωταγωνιστής, αυτός και οι ιστορίες των απλών ανθρώπων του, της συγκεκριμένης
διηγηματικής συλλογής.
/ Β.Χ.Α.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ
[ ανάρτηση 8 Αυγούστου 2024 :
προτάσεις :
Γιάννης Κακουλίδης
«
Ελληνικός θάνατος »
Διηγήματα
1996
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ]
BXA
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
vol. 1 ( απαρχές - 1899 )
Η εμφάνιση του κειμένου: πατήστε με το ποντίκι στο ανωτέρω εικονίδιο .
BXA
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
vol. 2 (1900-1949)
Η εμφάνιση του κειμένου: πατήστε με το ποντίκι στο ανωτέρω εικονίδιο
BXA
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
vol. 3 (1950-1979)
Η εμφάνιση του κειμένου: πατήστε με το ποντίκι στο ανωτέρω εικονίδιο
BXA
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
vol 4 (1980-2016)
Η εμφάνιση του κειμένου: πατήστε με το ποντίκι στο ανωτέρω εικονίδιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου