ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

 




























1887





Ιωάννης Πολέμης

« Η εικών »

διήγημα

δημοσίευση 1887

φιλολογική εφημερίδα « Εβδομάς »

 

 

 

 

 

 

 

             « Η Εικών »

 

 

   Ο Στέφανος ήτο ζωγράφος. ζωγράφος την φύσιν και ζωγράφος το επάγγελμα. Ετελείωσε προ ετών τας σπουδάς του εν Αθήναις, μετέβη εις Μόναχον, όπου παρέμεινεν αρκετά έτη, επεσκέφθη είτα πολλάς πινακοθήκας και προ δύο ετών επανήλθεν εις Αθήνας, όπου μετά παλμών στοργής και προσδοκίας και μεθ’ υπερηφανείας ευτυχούς γονέως τον ανέμενεν η μήτηρ του. Τότε, μόλις ελθών, εγώρισε τους γονείς της Ειρήνης και δεν εβράδυνε να γίνη φίλος της οικογενείας της και τακτικός επισκέπτης, ιδίως τας εσπέρας.

   Η Ειρήνη δεν ήτο βεβαίως εξόχου καλλονής, το δε θέλγητρόν της ενέκειτο μάλλον εις τας πλήρεις ζωής και χάριτος κινήσεις του σώματός της ή εις τας γραμμάς και τα χρώματα της μορφής της.

 

 

   Τι ωραία που διήρχετο τας εσπέρας πλησίον της ! Η Ειρήνη, αφού προσέφερε το τσάϊ, εκάθητο προ του κλειδοκυμβάλου και ανέκρουε συχνότατα, καθ’ εκάστην σχεδόν, την δευτέραν βακαρόλαν του Μέντελσον, εις την οποίαν ο Στέφανος είχεν ιδιαιτέραν συμπάθειαν, διότι ως έλεγε, την ήκουσε πολλάκις εις το Μόναχον και τω έφερε γερμανικάς αναμνήσεις.

 

   Αι ημέραι παρήρχοντο ταχείαι ως ημέραι ευτυχίας, και ο έρως του Στεφάνου εκρατύνετο. Η Ειρήνη ήρχισε να τον εννοή προ πολλού ή μάλλον πριν έτι ο Στέφανος εννοήση εαυτόν.

   Η Ειρήνη δεν εσκέφθη ποτέ να γίνη σύζυγός του, εν τούτοις εκολακεύετο πολύ εις τον έρωτά του. διά τούτο δια παντός τρόπου προσεπάθει να τον τηρή υπό το κράτος της. Το πνεύμα της, το οποίον εθαμβούτο υπό της λάμψεως της δόξης ενός καλλιτέχνου, δεν ηδύνατο να διακρίνη την διαφοράν αυτού από των λοιπών ανθρώπων και ωνειροπόλει πλούσιον τραπεζίτην, όστις θα διήρχετο τας ημέρας του κερδαίνων, ενώ αύτη θα διέτρεχε τας οδούς επ’ ιδιωτικής αμάξης, ενδεδυμένη μεταξωτάς ή βελουδίνους εσθήτας. Ωνειροπόλει τοιούτόν τινα σύζυγον ή ωραίον αξιωματικόν, του οποία τα χρυσά σειρήτια θα ήστραπτον εις τους χορούς και θα επλήρουν το στήθος του τα ευνοϊκά σήματα του κοτιλλιών.        

   Ήτο ευτυχής ο Στέφανος διότι ενόμιζεν ότι είχεν εξυψώσει την καρδίαν της Ειρήνης και ότι είχε φωτίσει το πνεύμα της τόσον ώστε να εννοή την τέχνην και το αίσθημά του, να το εννοή και να ανταποδίδη μετά της αυτής τρυφερότητος, μετά της αυτής δυνάμεως.

 

   Εσπέραν τινά ο Στέφανος μετέβη κατά την συνήθειάν του εις τον οίκον της και εύρε τους γονείς της πολύ σκεπτικούς, αλλά βεβαίως δεν ετόλμησε να εξετάση το αίτιον. Την επαύριον εκλείσθη εις το εργαστήριόν του, απέπλυνε τους χρωστήρας του, διέλυσε τα χρώματα, άτινα τω εχρειάζοντο, έδωκεν εις τα φύλλα του παραθύρου του την απαιτουμένην κλίσιν, ίνα περιορίση το φως και διευθύνη κατά το δοκούν την ακτίνα αυτού, και ήλθε προ του γραφικού του σκίμποδος, εφ’ ού είχεν αναρτήσει ημιτελή εικόνα.

   Αίφνης εκρούσθη η θύρα του εργαστηρίου του.

– Εμπρός !  είπεν ο Στέφανος και έρριψε το βλέμμα επί της θύρας. Η θύρα ήνοιξε και εισήλθεν η μήτηρ της Ειρήνης, περιχαρής και μειδιώσα. Ο Στέφανος την υπεδέχθη περιχαρής και αυτός.

– Με συγχωρείτε, κύριε Στέφανε που σας διακόπτω από την εργασίαν σας, αλλ’ ήλθα να σας αναθέσω μίαν παραγγελίαν.

– Είμαι εις τας διαταγάς σας, κυρία μου.

– Ξέρετε, δηλαδή δεν ξέρετε (και εμειδίασεν η κακή) ότι η Ειρήνη πρόκειται ν’ αρραβωνισθή …

– Μπά ;

– Ναι, ήτο βλέπετε καιρός της πλέον.

– Και … αν επιτρέ …

– Ά! δεν είνε άνθρωπος, μήτε των γραμμάτων, μήτε της καλλιτεχνίας. είνε νέος με χρυσή καρδιά, και μάλιστα και με πολύ μεγάλην περιουσίαν. εκέρδισε πολλά εις τα Λαυριακά,  έπειτα ανακατεύτηκεν εις άλλας επιχειρήσεις, εις τας οποίας εφάνη πάντοτε τυχηρός. Τί τα θέλετε ; κάμω ένα γαμβρόν, όπως τον ήθελα.

– Ά, πολύ καλά … σας συγχαίρω … και … εψέλλισεν ο Στέφανος. Και … είπατε, εξηκολούθησεν, ότι έχετε να μου αναθέσητε μίαν παραγγελίαν ;

– Μάλιστα, κύριε Στέφανε, θέλω να σας παρακαλέσω να κάμετε την εικόνα της κόρης μου, επειδή ο γαμβρός μας πρόκειται ν’ αναχωρήση δι’ ολίγους μήνας και θέλει δα … η Ειρήνη … να του κάμη μίαν έκπληξιν.

– Ευχαρίστως, κυρία μου. θα σας παρακαλέσω όμως ... υπό έναν όρον : να δεχθήτε την εικόναν ως δώρον.

– Ώ ! σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Στέφανε. αλλά δεν είνε, μοί φαίνεται δίκαιον …

– Μην επιμένετε, παρακαλώ. Ειπέτε μου μόνον ποίαν ώραν θέλετε να έρχωμαι εις το σπίτι ;

– Όποιαν ώραν θέλετε σεις.

 

 

   Είκοσιν ολοκλήρους ημέρας ειργάζετο επί της εικόνος της ο Στέφανος. Είκοσιν ημέρας ειργάζετο μετά τέχνης, μετ’ αισθήματος, μετά πάθους, ίνα τελοιοποιήση έργον, προωρισμένον να συντελέση και υποβοηθήση τον έρωτα άλλου προς εκείνην, την οποίαν αυτός ο ίδιος ηγάπα και την οποίαν, χάριν αυτού του άλλου πάλιν, εστερείτο.

 

  Καθ’ όλον το διάστημα της επεξεργασίας της εικόνος η Ειρήνη εφέρετο προς τον Στέφανον μετά μεγάλης οικειότητος και ευπροσηγορίας. Ο Στέφανος πολλάκις αφηρείτο πλησίον της και ελησμόνει ότι δεν τω ανήκε πλέον, ελησμόνει ότι τω είχε κλεισθή πάσα θύρα ελπίδος και πολλάκις, και ακουσίως μάλιστα, ησθάνετο στιγμάς ευτυχίας.

 

   Μετ’ ολίγους μήνας ετελούντο οι γάμοι της Ειρήνης, εις τους οποίους ήτο προσκεκλημένος και ο Στέφανος. Όταν εισήλθεν, η  αίθουσα ήτο πλήρης προσκεκλημένων.

   Το μυστήριον ετελείωσε και αι ευχαί των προσκεκλημένων επανέφερον τον Στέφανον εις την πραγματικότητα. Τότε μόνον είδε την Ειρήνην, την νύμφην Ειρήνη με τον ποδήρη νυμφικόν πέπλον της.

   Τί ; άλλη λοιπόν Ειρήνη ενυμφεύετο ; δεν ήτο λοιπόν αυτή η Ειρήνη, την οποίαν ηγάπα ; Πόσον διάφορος, πόσον ωραιοτέρα ήτο η εικών !

   Από της στιγμής εκείνης ήτο βέβαιος ότι δεν την ηγάπα πλέον.

 

 

 

                            Ιωάννης Πολέμης       

 

 

 

 

 

[ το διήγημα του Ιωάννη Πολέμη «Η εικών» δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία φιλολογική εφημερίδα «Εβδομάς» (δντης: Ιωάννης Δαμβέργης) Εν Αθήναις, Έτος Δ΄, αριθ. 45, Σάββατον 5 Δεκεμβρίου 1887, σ. 5-7.]

 

 

[ στην παρούσα παρουσίαση τμήματα μόνον του διηγήματος και όχι ολόκληρο το διήγημα.]

 

     ( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )

 

 

Για το πλήρες διήγημα στην ηλεκτρονική δνση

του τεύχους (45, Έτος Δ’, 1887) της εφημ. «Εβδομάς»:  

   PDF File

 

 

Εβδομάς: επιθεώρησις κοινωνική και φιλολογική, Έτος Δ' - Περίοδος Δευτέρα, αριθμ. 45 / 05/12/1887

 

 

πηγή: Ψηφιακή αναπαράσταση τεκμηρίου και σχετιζόμενα μεταδεδομένα: © 2015

Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης,

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

 

 

 







1918



Πέτρος Αλήτης

[Παναγιώτης Παναγιώτου]

« Στο παράθυρο »

διήγημα

χρόνος γραφής 1917

δημοσίευση 1918

περ. « Φοίνικας » (Κάϊρο)

 

 

 

 

 

 

 

               « Στο παράθυρο »

 

 

 

  Κάθε μεσημέρι ο Ζάρκας, προτού να πάη στο γραφείο του, περνούσε απώνα μικρό καφενείο, μιας φτωχικής γειτονιάς, και καθόντανε εκεί, κοντά στην πόρτα, κάμποση ώρα, ωσπού να πιή τον καφέ του και να διαβάση τη ’ φημερίδα.

  Του άρεζε αυτό το καφενείο, πρώτα, γιατί είχε λίγα δέντρα φυτευμένα απ’ έξω που ρίχνανε μια άφθονη σκιά πάνω στο χώμα, και έπειτα, επειδή κάθε μεσημέρι, έβλεπε τα κορίτσια του λαού που περνούσανε από το απέναντι πεζοδρόμιο, πηγαίνοντας στη δουλιά τους.

  Δεν είχε ακόμα παντρευτεί, ήτανε νέος, ίσαμε εικοσιτεσσάρω χρονώ, και όλο το μισθό του, τον έδινε στο σπήτι του για να συντηρήση τον πατέρα του, και μια μεγάλη αδερφή του.

 

 

   Πολλές φορές δίπλωνε ξαφνικά τη ’φημερίδα, την έβαζε πλάϊ του, ακουμπούσε πάνω σ’ αυτή τον αγκώνα του, και στηρίζοντας το μάγουλό του, στην ανοιγμένη απαλάμη του δεξιού χεριού του, βυθιζόντανε σε σκέψεις, ή έβλεπε τους ανθρώπους, που περνούσανε μπροστά του, ανεβοκατεβαίνοντας το απέναντι πεζοδρόμιο.

    Μια μέρα όταν έφυγε ένοιωσε μια χαρά μέσα του. Την άλλη μέρα, ήρτε νωρίς στο καφενείο, και περίμενε, καρφώνοντας ακίνητα τα μάτια του, στην πόρτα, ενός μονοκατοίκητου αντικρυνού σπητιού. Σε λίγο η πόρτα άνοιγε, ένα κορίτσι έβγαινε, σταματούσε λίγο, ίσιαζε τα μαλλιά της και το φουστάνι της, έριχνε κατόπι βλέμματα δεξιά και αριστερά για να δη μήπως περνά κανένα αμάξι, και ύστερα, γλίγορη, βιαστική, περνούσε τον πλατύ δρόμο, για να στρίψη τη γωνιά του καφενείου.

   Έτσι ο Ζάρκας την έβλεπε από κοντά. Φορούσε ένα μαύρο φουστάνι, κάλτσες μαύρες, καπέλλο μαύρο, και ένα μαύρο πυκνό βέλο σκέπαζε ολόκληρο το πρόσωπό της. Ο Ζάρκας συχνά προσπαθούσε να την κυττάξη κάτω από το βέλο της, καθώς διάβαινε πλάϊ του, και μ’ αυτό τον τρόπο να την δη καλά. Δεν το κατόρθωνε όμως ποτέ. Μια μέρα μονάχα που φυσούσε ένας αγέρας λίγο ορμητικός, μπόρεσε να την παρατηρήση. Και είδε τότε ένα πρόσωπο αδύνατο, χλωμό και λυπημένο, και δυο μάτια μαύρα μεγάλα και ήρεμα που είχανε μια έκφραση απογοήτευσης και εγκαρτέρησης. Μια λύπη του ερχόντανε από τότε συχνά και ένα αίσθημα σεβασμού γεννήθηκε μέσ’ στη ψυχή του, ένα ιερό και βαθύ αίσθημα πόνου και οίχτου για το μικρό αυτό κορίτσι που είχε θυσιάσει τη ζωή του, ποιός ξέρει για ποιους…

 

   Εκείνο που τον έκανε να την συμπαθή περισσότερο ήτανε η αδιαφορία της και η περηφάνειά της. Δεν κοίταζε ενώ περπατούσε κανένα και κρατούσε ψηλά το κεφάλι της. Άλλες σαν κι’ αυτή, πολλές, σκορπούσανε όποτε περνάγανε από το δρόμο ματιές ερωτικές. Αυτή τίποτε. Ούτε γελούσε όπως η [:οι] άλλες, ούτε παρατηρούσε αν την παρακολούθαγε κανένας από πίσω.

 

 

  Μια μέρα ξαφνικά την έχασε. Ένα μεσημέρι δεν την ξανάειδε. Η πόρτα του αντικρυνού σπητιού δεν άνοιξε καθόλου. Τα παράθυρά του μένανε κλειστά.

   Κυλούσανε η [:οι] μέρες και η λύπη του που δεν έβλεπε μεγάλωνε περισσότερο. Στο δρόμου που περπατούσε, κοίταζε τώρα, τα κορίτσια που περνούσανε δεξιά του ή αριστερά. Ρώτηξε, και μερικούς φίλους του, όλοι όμως του είπανε, πως δεν την γνωρίζανε καθόλου.

 

  Ένα μεσημέρι ξαφνικά την είδε. Μια χαρά πλημμύρισε τη ψυχή του, και στο νου του φανερωθήκανε μονομιάς μύριες σκέψεις που τον έκαναν να ζαλιστή. Την παρακολουθούσε από πίσω τώρα για να μάθη που καθόντανε. Και όσο προχωρούσε εκείνη τόσο αυτός παραξενευόντανε. Και δεν επίστεψε καθόλου στα μάτια του, σαν την είδε να μπαίνη μέσ’ στην πόρτα του σπητιού που καθόντανε αυτός.

  Έτρεξε και ανέβηκε τη σκάλα γλίγορα-γλίγορα. Αυτός καθόντανε στο μεσαίο πάτωμα. αυτή πού να καθόντανε άραγε ;  στο αποπάνω ή στο κάτω ;

  Μόλις όμως έφτασε στην πόρτα του σπητιού του, άκουσε μια άλλη πόρτα να κλείνεται από πάνω. Κατάλαβε, τότε, πως στο αποπάνω πάτωμα καθόντανε εκείνη.

   Ρώτηξε την αδελφή του αν στο αποπάνω πάτωμα καθόντανε ένα κορίτσι.

   Εκείνη έσκυψε το κεφάλι και του είπε πως, εδώ και δυο εβδομάδες, το αποπάνω πάτωμα είχε νοικιαστεί από ένα κορίτσι και μια γρηά.

  Έφαγε εκείνο το μεσημέρι γλίγορα-γλίγορα, ύστερα πήγε στο παράθυρο, έβγαλε το κεφάλι του έξω, το έστριψε, κοίταξε ψηλά και δεν είδε τίποτ’ άλλο, παρά πάτους υγρούς από κάσσες γεμάτες χώμα που στις άκριες τους κουνιούντανε κόκκινα κι΄ άσπρα γεράνια.

   Ξαφνικά άκουσε μια φωνή, ύστερα μια άλλη.

– Είσαι ψεύτρα !

– Δεν έχω σου λέγω παράδες.

    Και ένας κρότος από πόδι που χτυπιέται πάνω στο πάτωμα έφθασε στ’ αυτιά του.

    Η μια φωνή ήτανε δροσερή και δυνατή, η άλλη τρέμουλη και σιγανή.

– Μ’ εκείνον πάλι…

– Χά, χά ! Εσύ μητέρα όλο αυτόν έχεις στο νου σου…

– Θα με πεθάνης… 

– Μη φοβάσαι μαμά.

– Φύγε, μη μ’ αγκαλιάζεις, φύγε. Δεν σε πιστεύω.

– Μη πιστεύεις…

– Πόσες φορές δεν σε είδα μαζύ του… Το βράδυ έρχεσαι αργά… Το μισθό σου, τες παράδες σου όλες, του τες δίνεις… Και εκείνος τί είναι ;… Ένας… Ένας….

   Καμμιά φωνή δεν ακούστηκε, και η σιωπή κράτησε για λίγο.

– Και ξέρεις πόσες έχει… Να ! αμέτρητες… Και αύριο θα σ’ αφίση… κι’ εσύ τί θα γίνης τότε ; Και εγώ πώς θα ζήσω ;

    Πάλι η σιωπή σκέπασε αυτά τα λόγια.

– Παιδί μου !... Δώσε μου τες παράδες να πλερώσω το νοίκι, το φουρνιάρη, το μπακάλη… Από τώνα σπήτι μας διώξανε… Θα μας διώξουνε και απ’ εδώ ;… Και τί θα γίνουμε ;… Μή σπαταλάς παιδί μου τες παράδες σου… Φύλαξέ τες… Μή ντύνεσαι όπως δεν πρέπει, κρυφά… Μή φοράς καπέλλα που δεν σου ταιριάζουνε… Μή ξενυχτάς… Λησμόνησε κι’ αυτόν και ζήσε φρόνιμα… Όπως πρέπει σ’ ένα καλό κορίτσι…

   Ο Ζάρκας περίμενε με κρατημένη την αναπνοή του, ν’ ακούση τί θα πη εκείνη. Μια σιωπή πάλι σκέπασε τα λόγια αυτά… Ύστερα από κάμποσα λεπτά, μια άγρια, βραχνή φωνή μπήχτηκε.

– Ντύνεσαι, έ… Φεύγεις, έ… Φύγε. Τί είσαι μωρή…Το ξέρεις τί είσαι… Μια του δρόμου… Μια που πουλιέται… Φύγε γλίγορα από το σπήτι μου… Σύρε να τον εύρης… Φύγε να μη σε βλέπω… Δεν σε θέλω στο σπήτι μου. Νά ας είνε καλά τούτα… Τα βλέπεις ;… Έχουνε δύναμη ακόμα… Μπορώ να πλύνω, να γίνω δούλα, μεσίτρα… για να ζήσω, όμως εσένα δεν σε θέλω πιά… Φύγε άτιμη…

   Η φωνή αδυνάτισε και κόπηκε.

   Μια πόρτα άκουσε να κλείνεται με ορμή.

   Ο Ζάρκας όλος ιδρώτα, έσκυψε κάτω από το παράθυρο για να δη.

   Εκείνη, που άλλοτες αγάπησε, την είδε τώρα, ίδια, όπως τότε, να περπατά, αργά, περήφανα, αδιάφορα, ενώ από απάνω ένα κλάμμα έφθανε στ’ αυτιά του κομμένο, αργό, θλιβερό.

   Μια συγκίνησι, μια λύπη, μια αηδία γεννήθηκε μέσα του.

   Έπεσε σε μια καρέκλα, έριξε το κεφάλι του ανάμεσα στα δυό του χέρια, και σκέφθηκε, σκέφθηκε για την…

 

 

 

 

 

  Αλεξάντρεια – Ιούλιος 1917

 

 

                        Πέτρος Αλήτης

 

 

 

 

[το διήγημα του Πέτρου Αλήτη (Παναγιώτη Παναγιώτου) «Στο παράθυρο» δημοσιεύθηκε στο περ.

« Φοίνικας » Καϊρινή Λογοτεχνική Έκδοση, Κάϊρο, Περίοδος Β΄, αριθ. 1-2, φυλλάδια 13-14, 1918, σ. 23-28.]

 

 

 

 

  ( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )

  ( εδώ το διήγημα δεν είναι πλήρως δημοσιευμένο.

   Έχουν υπάρξει συντμήσεις, χωρίς όμως να αλλοιώνουν τη δομή και την πορεία της αφήγησης)

 

 

 

 

Για το πλήρες κείμενο δες

 

 

Πηγή:

Φοίνικας: καϊρινή λογοτεχνική έκδοση, Περίοδος Β', Φυλλάδια 13-14, αριθ. 1-2 / 1918

 

Ηλεκτρονική δνση του παρόντος φυλλαδίου:

    PDF File

 

 

  © 2015 Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης,

   Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

 

 







1936



Άγγελος Τερζάκης

« Το κεφάλι του Ολοφέρνη »

διήγημα

χρόνος γραφής 1931

δημοσίευση 1932

περ. «Μακεδονικές Ημέρες»

 

 

 

 

 

 

«ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥ ΟΛΟΦΕΡΝΗ» 

 

                                   (Διήγημα)

 

 

   Μόλις η πύλη της Βετυλούας έκλεισε, η Ιουδίθ βρέθηκε μονάχη της μέσα στη γαλανή, διάφανη νύχτα. Η Ιουδίθ άρχισε να βαδίζη.

   Το φεγγάρι ανέβαινε στον ορίζοντα. Το δροσερό χορτάρι, μαλακά, πειθήνια, έγερνε κάτω απ τα λευκά βήματα, τα γυμνά κι αθόρυβα. Η νύχτα είχε κρατήσει την υγρή της ανάσα.

   Μόλις η Βετυλούα έκλεισε την πύλη της, η Ιουδίθ λησμόνησε την πατρίδα.

   Εβάδισε έτσι για ώρα, με το κεφάλι στητό, τοό βλέμμα μεθυσμένο, αναπνέοντας βαθιά τ’ αρώματα της νύχτας. Η νύχτα κυλούσε γύρω της, ποτάμι γαλανό. Η Ιουδίθ άκουγε άφωνη τις χαμηλόφωνες συμβουλές της νύχτας.

   Αντίκρυ έβλεπε να σαλεύουν χαρούμενες οι φωτιές του στρατοπέδου των Ασσυρίων.

   Το κροσσωτό παραπέτασμα αναοηκώθηκε κ’ η Ιουδίθ εστάθηκε στην πόρτα. Ο Ολοφέρνης εσηκώθηκε.

  —Είμαι η Ιουδίθ, είπε η γυναίκα.

   Ο Ολοφέρνης, τουρτάν (αρχιστράτηγος) των Ασσυρίων, ερώτησε:

  — Ιουδίθ, τί μου φέρνεις; Τον έρωτα ή το θάνατο;

   Η Ιουδίθ δεν αποκρίθηκε. Κοίταξε τον μεγάλο, πλατύστερνον άντρα καί χαμογέλασε περιφρονητικά. Άφησε το παρα­πέτασμα πίσω της να πέση.

 — Ιουδίθ, τί μου φέρνεις; Τον έρωτα ή το θάνατο; ρώ­τησε πάλι ο Ολοφέρνης.

   Η Ιουδίθ δεν αποκρίθηκε.

 —Τί μου φέρνεις, Ιουδίθ;

   Τότε, η Ιουδίθ, είπε:

 — Ολοφέρνη, λένε πως είσαι άξιος στρατηγός και δυνατός άντρας. Μά η ψυχή σου είναι ψυχή μικρού παιδιού. Ξέρεις τί με ρωτάς, Ολοφέρνη;

   Ο Ασσύριος χαμήλωσε το βλέμμα του. Ύστερα ζύγωσε τη γυναίκα και της άγγιξε τον ώμο. Οι λυχνίες έπαιξαν το φώς
τους τρεις φορές. Ο χιτώνας εγλύστρησε κ’ έλαμψε ο εύσαρκος ώμος της Ιουδαίας.

 — Ιουδίθ, είπε ο Ολοφέρνης, σε στέλνει σε μένα η πατρί­δα σου.

   Η Ιουδίθ χαμογέλασε πάλι με περιφρόνηση. Δεν αποκρί­θηκε καθόλου. Τότε ο Ολοφέρνης πρόσταξε να φέρουν κρασί.

 — Αγαπάς την πατρίδα σου, Ιουδίθ;

   Για τρίτη φορά η Ιουδίθ χαμογέλασε. Έσπρωξε μακρυά το χέρι του Ολοφέρνη που της επρόσφερνε το κύπελλο και του αγκάλιασε το κεφάλι:

  — Γιατί άργησες να ’ρθής; τον ρώτησε.

   Σκυμμένος πάνω στα μάτια της Ιουδίθ, ο Ολοφέρνης, είπε:

  — Ιουδίθ, τα μάτια σου είναι μαύρα σαν το θάνατο.

   Της εσκέπασε με την παλάμη του τα μάτια και φίλησε το εύσαρκο στόμα της.

  — Ιουδίθ, είπε, το στόμα σου είναι κόκκινο σαν τον
έρωτα ....

   Και της εφίλησε τα μάτια. Μά ύστερα, έσκυψε το κεφάλι του και είπε:

  — Είχες δίκηο Ιουδίθ. Τα μάτια σου δεν είναι ωραία χω­ρίς τα χείλη σου, κι ούτε τα χείλη σου χωρίς τα μάτια.

   Τότε η Ιουδίθ εγέλασε.

  — Ολοφέρνη, είπε η Ιουδίθ. Ο Νόμος λέει: Μετά τη
σπορά, ο σπορέας είναι άχρηστος. Η γη σώζει στη μήτρα της το σπέρμα.

   Ο Ολοφέρνης είπε:

  — Ιουδίθ, ο Νόμος είναι δίκαιος. Θα υποταχτώ στο Νόμο. Ύστερα έλυσε τη ζώνη του και της έδωσε το σπαθί του.

   Η Ιουδίθ το πήρε κι άφησε το χιτώνα της να πέση.
Άστραψε στο φως των λυχνιών η θεϊκή της γύμνια. Έπειτα απόθεσε το σπαθί δίπλα της, πάνω στα μαλακά τομάρια των αγριμιών που σκέπαζαν το κρεββάτι, κι ο Ολοφέρνης εγονάτισε. Ακούμπησε το δασύ του μέτωπο πάνω στο τρίγωνο της κοι­λιάς της.

   Έτσι άρχισε η θυσία.

   Αργά τη νύχτα ο ύπνος επήρε τον Ολοφέρνη. Το κεφάλι του αναπαυόταν πάνω στο στήθος της Ιουδίθ. Η Ιουδίθ παρα­μέρισε με την παλάμη της τους ιδρωμένους βοστρύχους των μαλ­λιών του και του φίλησε το μέτωπο. Ύστερα επήρε το σπαθί,
το γύμνωσε και του έκοψε το κεφάλι.

   Τα μάτια του άνοιξαν, την εκοίταξαν κ’ επάγωσαν σιγά, σιγά.

   Ξάφνου, οι Ασσύριοι, την είδανε ν’ ανασηκώνη το παρα­πέτασμα της σκηνής και να βγαίνη στην πόρτα. Εχάραζε. Ο κάμπος ξυπνούσε γαλάζιος και στο στρατόπεδο οι θόρυβοι. Οι στρατιώτες έτρεξαν και περικύκλωσαν τη γυναίκα. Εκείνη ύψωσε το χέρι της που κρατούσε απ’ τα μαλλιά το πελιδνό κεφάλι και τους το ‘δειξε. Η αυγή καθρεφτίστηκε στο ιδρωμένο μέτωπο του νεκρού. Η τελευταία σταλαγματιά από το αίμα του έπεσε στο παγωμένο χώμα.

   Τότε, οι Ασσύριοι ανατρίχιασαν. Άνοιξαν τα χέρια τους κατάπληκτοι κ’ ετραβήχτηκαν αργά, αργά πίσω. Στο πελιδνό πρόσωπο του αρχηγού, ο κάθε άντρας αναγνώριζε – παράδοξο – την ίδια του την όψη ! …

 

 

   (1931)                                  

  Άγγελος Δ. Τερζάκης

 

 

 

 

[ το διήγημα του Άγγελου Τερζάκη «Το κεφάλι του Ολοφέρνη» δημοσιεύθηκε στο περ. «Μακεδονικές Ημέρες», τεύχος 2, Απρίλιος 1932, σ. 62-65 ]

 







1936



Σταυράκιος Κοσμάς

(Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης)

« Περιπλάνηση »

πεζογράφημα

δημοσίευση 1936

περ. « Μακεδονικές Ημέρες »

 

 

 

 


  [ / - 1. /  σελίδα 189 ]

 

 




 

   [  / - 2. / σελίδα 190 ]

 

   

φωτογραφίες από τη δημοσίευση στο περ. «Μακεδονικές Ημέρες»

 

  

[ το πεζογράφημα του Σταυράκιου Κοσμά (Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη) "Περιπλάνηση" δημοσιεύθηκε στο περ. «Μακεδονικές Ημέρες», Θεσσαλονίκη, (δντής: Στέλιος Ξεφλούδας), Έτος Δ΄, αριθ. 5, Ιούνιος 1936, σ. 189-190. ] 












1943



Μ. Καραγάτσης

« Ο κόσμος που πεθαίνει »

σημείωμα για το υπό έκδοσιν μυθιστόρημα

«Ο  Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου» 

περ. «Φιλολογική Κυριακή»» (1943)

 

 

 


 

 

   Από το 1933 που κυκλοφόρησε το πρώτο μου βιβλίο, ως τα σήμερα, έφερα στη δημοσιότητα οκτώ έργα, δίχως ποτέ να νιόσω την ανάγκη να τα προλογίσω ή να τα δικαιολογήσω. Πιστεύω στην αρχή πως ένα έργο τέχνης πρέπει να κλείνει μέσα του όλα τα στοιχεία της υποκειμενικής  (σχετικά με τον αναγνώστη) και της αντικειμενικής (σχετικά με τον αναγνώστη) δικαίωσής του.

    Ο καλλιτέχνης που προλογίζει επεξηγηματικά το έργο του, τοποθετεί ασυνείδητα τον εαυτό του σε θέση κατηγορούμενου, που νιόθοντας την ανεπάρκεια της δημιουργικής του απολογίας μέσ’ από αυτό τούτο το έργο του, την συμπληρώνει μ’ έξωκαλλιτεχνικά προλεγόμενα.

    Είπα πως πιστεύω σ’ αυτή την αρχή. Κι’ όμως σήμερα, δέκα ολόκληρα χρόνια μετά το πρώτο μου βιβλίο, και στις παραμονές που θα ριχτεί στη δημοσιότητα το έννατο, νιόθω την ανάγκη να την παρατώ, και να δώσω στους αναγνώστες μου μερικές προκαταβολικές εξηγήσεις που τις ζητάει, όχι η ουσία, αλλά η διασπαστική μορφή με την οποία παρουσιάζεται το καινούργιο έργο μου.

 

   Αν ο «Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου» ήταν ένα ξεμοναχιασμένο μυθιστόρημα, όπως ο «Γιούγκερμαν» ή το «Χαμένο νησί», δεν θα είχε ανάγκη από καμιά προλεκτικήν επεξήγηση. Ο «Κοτζάμπασης» όμως είναι το πρώτο έργο ενός μυθιστορηματικού κύκλου, τουυ «Κόσμου που πεθαίνει». Κ’ έτσι, με το σημείωμά μου αυτό, δεν επεξηγώ τον «Κοτζάμπαση» αυτόν καθαυτόν, αλλά τον «Κόσμο που πεθαίνει», και με την ευκαιρία που κυκλοφορεί το πρώτο έργο της σειράς.

   Αν βέβαια, είχα την υπομονή να γράψω πρώτα και τα δέκα μυθιστορήματα του κύκλου, και να τα δημοσιέψω όλα μαζί, τότε η καλλιτεχνική δικαίωση του συνόλου δεν θα είχε ανάγκη ερμηνευτικού προλόγου. Άνθρωπος όμως είμαι κ’ εγώ, και σαν άνθρωπος, ματαιόδοξος. Βιάζουμαι να ρίξω το έργο μου στο μεϊντάνι της δημοσιότητος, έστω και κοματιαστά. Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω . . .

 

 

   Φτάνοντας στο μεσοδρόμι της ζωής, στοχάστηκα τί έδωσα ως τα σήμερα, κι’ αναμέτρησα τις δυνάμεις μου, να ιδώ τι μπορώ να δώσω από σήμερα κι’ ως πέρα. Τολμώ να νομίζω πως το περασμένο μου έργο είναι — άσχετ’ από καλλιτεχνικήν αξία — απόλυτα συνεπές με τη φυσιολογική διάρθρωση κ’ εξέλιξη του οργανικού ανθρώπινου συνόλου μου. Ίσως ο Πανάγαθος να μου έδωσε λίγο τάλαντο, τόσο λίγο όμως, ώστε να μην παρουσιάσει πουθενά ξεσπάσματα πρώιμης   ωριμότητας.

 

 

   Η ζωή μου κύλησε φυσιολογικά μέσα στον οργανικό χρόνο, και το έργο μου καθρέφτισε πάντα την εξελικτική κατάσταση του οργανικού ανθρώπινου συνόλου μου. Παιδί ήμουν, κ’ έβλεπα τη ζωή με τα παιδικά μου μάτια. Έφηβος γίνηκα, και ταράχτηκ’ από τις ανησυχίες της ήβης. Όντας εικοσάχρονος, εχάθηκα κ’ εγώ στους γοητευτικούς δρόμους των ανερμ άτιστων  ιδεολογιών, των καλοπροαίρετων ονείρων. Κι’ από κει, εμπήκα στη νεότητα, την έζησα όπως την ζουν όλοι οι άνθρωποι, και την απόδωσα στο έργο μου ακριβώς όπως την έζησα, όπως την ένιωσα, όπως την αισθανόμουν να κυλάει στους νέους ακόμα ιστούς του κορμιού μου.

 

   Ο χρόνος όμως κυλάει αφίνοντας την καφτερή του σφραγίδα σ’ όλα τα πάντα της ύπαρξής μας. Η ζωή πέρνει μιάν άλλη σημασία στην ψυχή και στο μυαλό μας, αφίνει μιάν άλλη γεύση στα ξεραμένα χείλη μας. Το πέπλο του στοχασμού σκεπάζει την  άλλοτε αυθόρμητη φλόγα του ματιού. Είναι μακριά ακόμα τα γερατιά. Μά όσο περσότερο κοντεύουμε το θάνατο, τόσο πιο μακριά θέλουμε να τον τοποθετούμε. Ήρθε η στιγμή να ζούμε πιότερο για τους άλλους και λιγότερο για τον εαυτό μας. Έφτασε η ώρα να ξεκολήσουμε τον εαυτό μας απ’ τη ζωή που μας παρατάει, και ν’ αντικούσουιιε με πάθος ψυχρό τη ζωή που κυκλώνει τους συνανθρώπους μας. Το ατομικρό μας δράμα γίνεται απόκρυφο, τη στιγμή ακριβώς που αρχίζει.

 

 

 

 

    Ξεκινόντας απ’ την αρχή πως το μυθιστόρημα είναι «σύνθεσης του παντός», καθρέφτης κ’ εικόνα αντικειμενική μιάς εποχής κ’ ενός κόσμου δοσμένη ανάμεσ’ από μιάν υποκειμενική  ιδιοσυγκρασία, ήρθε η στιγμή που στοχάστηκα: Ποιος ο λόγος να σπαταλάει, ο μυθιστοριογράφος, τη φαντασία του, στην εύρεση θεμάτων και θέσεων για τα μυθιστορήματά του, θεμάτων

και θέσεων που διασπούν για λόγους τεχνικούς το ενωμένο σύνολο μιάς γνώσης, μιάς εμπειρίας, μιάς δημιουργίας; Ποιος ο λόγος να γράφει κανείς πολλά μυθιστορήματα, πάνω σε πολλά θέματα, όταν ο σκοπός μας είναι μοιραία ένας και μόνος; δηλαδή ο κόσμος μας, η εποχή μας, όπως τη βλέπουμε, όπως  τη νιόθουμε, όπως την αναδημιουργούμε κάτω από την πένα μας;

 

 

   Σ’ αυτό το Credo της μυθιστορηματικής ουσίας και μορφής, δεν με οδήγησε μονάχα το καλλιτεχνικό μου κριτήριο, αλλά κ’  η ενατένηση της αξιόλογης ως τα σήμερα παραγωγής του είδους.

    Οι περισσότεροι μυθιστοριογράφοι προσπάθησαν να δώσουν στο έργο τους, — θελημένα ή αθέλητα — τη μορφή ενός συνόλου, είτε προγραμματικά, είτε εκ των υστέρων. (Το μορφολογικό αυτό σύνολο είναι άσχετο με το ουσιαστικό, που διακρίνει πάντοτε την καλή παραγωγή αδιάφορ’ απ’ την τυχόν διασπαστική μορφή της).

   Αυτή είναι η περίπτωση των Μπαλζάκ. Ζολά, Προύστ, Γκωλσνουέρδυ, Ροζέ Μαρτέν ντύ Γκάρ, Ρομαίν Ρολλάν, Ζύλ Ρομαίν, Ζώρζ Ντυαμέλ, καί άλλων.

   Αντιθέτως, οι μεγάλοι Ρώσοι, απόφυγαν αυτή τη μορφολόγηση, έκλεισαν όμως το έργο τους σ’ ένα κλίμα πυκνά ενιαίο, που αντισταθμίζει κατά πολύ το διασπαστικό της  μορφής του.

   ( Οι κανόνες της τέχνης έχουν αξία στην εφαρμογή τους,  μόνον όταν συνοδεύονται από ταλέντο. Χωρίς ταλέντο, κ’ η περιφημότερη θεωρητικά συνταγή καταντάει τόπος κοινός. )

 

 

   Οπωσδήποτε, εφ’ όσον ο μυθιστοριογράφος δεν είναι οπαδός των αναρχικών λογοτεχνικών θεωριών του εσωτερικού μονόλογου κ.τ.λ., πρέπει να τοποθετήσει το έργο του σ’  ένα κάποιο σημείο, να το πλαισιώσει μ’ ένα κάποιο περίγυρο, σε τρόπο που να δώσει τον κόσμο της εμπειρίας και του στοχασμού του ανάμεσ’ από πρόσωπα, γεγονότα, ατμόσφαιρα. Με άλλα λόγια το «θέμα» είναι απαραίτητο για μια σύνθετη μυθιστορηματική παραγωγή τόπου μάκρους. Το μεγάλο γενικό θέμα, που είναι τεχνικώς αρκετά ανεξάρτητο από τα μερικά θέματα του κάθε κατά μέρος μυθιστορήματος.

 

 

 

 

   Βασισμένος, λοιπόν, απάνω σ’ αυτήν την σχετικήν αρχή, εδιάλεξα, ή καλλίτερα ετοποθέτησα τις δημιουργικές μου δυνατότητες στο πιο πρόσφορο – σύμφωνα με τη γνώμη μου – για την αξιοποίησή τους θέμα.

    Έτσι, μπορώ να περικλείσω το θέμα του «Κόσμου που πεθαίνει» σ’ έναν στεγνό κάπως ορισμό : Η βιολογική και κοινωνική ιστορία μιάς αστικής ελληνικής οικογένειας από το 1821 ως τα σήμερα, τοποθετημένη εξελικτικά μέσα στην κοινωνική, εθνική, πολιτικήν, οικονομική, πολιτιστική, πνευματική κ.τ.λ. ιστορία του τόπου μας, και στο ίδιο χρονικό διάστημα.

   Ο ορισμός είναι στεγνός και στενός, δίχως άλλο. Αλλά το θέμα που περικλείνει είναι αντικειμενικά τεράστιο, κ’ ίσως — πολύ ίσως — να ξεπερνάει τις δημιουργικές μου δυνάμεις. Ίσως πάλι, κατηγορηθώ για την οίηση μιάς παρόμοιας σε μήκος, πλάτος, βάθος, μυθιστορηματικής προσπάθειας. Η κατηγορία θα είναι άδικη.

   Αν πετύχω, επέτυχα. Κι’ αν αποτύχω, τουλάχιστο θα πέσω από το ύψος που χρειάζεται για να κάνει το πέσιμό μου τραγικότερο. Αλοίμονο σ’ εκείνους που σκοντάφτουν στο πρώτο χαλικάκι του ασφαλτωμένου δρόμου των εύκολων επιτυχιών.  

 

   Ο «Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου» είναι το πρώτο έργο του κύκλου «Ο κόσμος που πεθαίνει». Από δω ξεκινάει η οικογέια των Ρούσηδων, για να φτάσει με τους κατοπινούς τόμους στην εποχή μας, και με την τέταρτη γενεά της. Είναι η ιστορία του γενάρχη Μίχαλου Ρούση, που πάλαιψε σκληρά δεκαοχτώ ολόκληρους μήνες (Φλεβάρης 1821 — Αύγουστος 1822  για να γλυτώσει τη ζωή του που την απειλούσε ο σίφουνας της Επανάστασης. Και θα την γλυτώσει, για να στεριώσει την οικογένεια που θα φτάσει στις ημέρες μας.

    Οι άλλες λεπτομέρειες του μυθιστορήματος δεν εδιαφέρουν  το σημείωμ’ αυτό, που είχε ένα και μόνο σκοπό: Να κατατοπίσει τους αναγνώστες μου στην πραγματική σημασία του «Κοτζάμπαση», που παρ’ όλη τη φαινομενική του αυτοτέλεια, δεν είναι παρά το πρώτο λιθάρι ενός πολυσύνθετου μυθιστορηματικού οικοδομήματος.

 

 

                       Μ.  ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ

 

 

 

 

[ το εισαγωγικό σημείωμα του Μ. Καραγάτση για την επικείμενη έκδοση του μυθιστορήματός του «Ο Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου», μυθιστορήματος που εντάσσεται στον μυθιστορηματικό κύκλο «Ο κόσμος που πεθαίνει» δημοσιεύθηκε στο περ. «Φιλολογική Κυριακή», Αθήνα, δντής: Ευάγγελος Μπουντούρης, Χρονιά Α΄, τόμος 1 ος, αριθ. φύλλου 10,  26 Δεκέμβρη 1943, σ. 152.  ]

 

( εδώ το σημείωμα δεν είναι πλήρες.

Η παραγραφοποίηση ελαφρώς διαφοροποιημένη (περισσότερες παράγραφοι) σε σχέση με το πρωτότυπο κείμενο.

Το πρωτότυπο κείμενο σε πολυτονικό )

 

 


 

 

 

1944: Μ. Καραγάτσης, « “Ο κόσμος που πεθαίνει” - Ο Kοτζάμπασης του Καστρόπυργου», Αετός, Αθήνα, (σ.  240), (μυθιστόρημα)

 Το μυθιστόρημα «Ο Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου» ανήκει στην τριλογία του Μ. Καραγάτση «Ο κόσμος που πεθαίνει» (μυθιστόρημα-ποταμός, roman fleuve) (1944,1947, 1949).

   Είναι το πρώτο από τα τρία μυθιστορήματα της τριλογίας.

  Τα άλλα δύο μυθιστορήματα της τριλογίας:

/ - (1947) «Αίμα χαμένο και κερδισμένο»,

/ - (1949) «Τα στερνά του Μίχαλου». 






Γιάννης Καράγιωργας

« Το τραίνο φεύγει »

διήγημα

δημοσίευση 1943

περ. «Αργώ»

 

 

 

 

 

 

 





 / - 1.     ( σελίδα 88 – α )

 




 


/ - 2.      ( σελίδα 88 – β )

 

 

 

 

 

 

 

 


/ - 3.      ( σελίδα 89 – α )

 






 / - 4.     ( σελίδα – 89 β )

 

 

 

φωτογραφίες από τη δημοσίευση στο περ. «Αργώ»

 

 

   

[ το διήγημα του  Γιάννη Π. Καράγιωργα «Το τραίνο φεύγει» δημοσιεύθηκε στο περ. «Αργώ», Πειραιάς, (δντής: Μηνάς Ματσάκης), Χρόνος Α΄, φύλλο 6, 1 Μαϊου 1943, σ. 88-89. ]

 

  

Ο σύνδεσμος από το «Λήκυθος»

Τεύχος 6 (1 Μαΐου 1943) (2.053Mb)

 

 

 












1954

1954 


Kevin Fitzgerald

Quiet Under the Sunnovel 1954

Between the Bookends by Faunce Pendexter

δημοσίευμα 1954

Lewiston Evening Journal, February, 1954

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

 

 


/ - το εξώφυλλο (έκδοση 1954)

 

 

 

 

 


 

 

 

 

Lewiston Evening Journal, Lewiston, Auburn, Maine, Saturday, February 27, 1954, [magazine section, p. 3-A.]








1966

 

John Barth

Giles Goat-Boy ” novel 1966

Book reviews

δημοσίευμα 1966

St. Petersburg Times, Florida, September 1966

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

 

 

 

 

 

 


/ - 1.

 

 


 


/ - 2.

 

 

 

 



 


/ - 3.

 

 

 



/ - 4.

 

 

 

 


/ - 5.

 

 

 

 

St. Petersburg Times, St. Petersburg, Florida, Sunday, September 4, 1966, p.122.

 

 

[ εντοπισμός-πρόταση: Παύλος  Αγγελόπουλος ]

 

 

 









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Steely Dan "Countdown to Ecstasy" album 1973 εποχές βινυλίου ΜΟΥΣΙΚΗ

  Steely Dan “ Countdown to Ecstasy ” album 1973 2 nd studio album released in July 1973 εποχές βινυλίου ΜΟΥΣΙΚΗ       ...