Κοσμάς Ηλιάδης
« Καλήν ημέραν,
άρχοντες »
διήγημα
Καλήν ημέραν, άρχοντες
Ψητό γουρουνόπουλο, μπριζόλες, μπιφτέκια, σουβλάκια, λουκάνικα και
σουτζουκάκια, σπανακόπιτες, πρασόπιτες,
τυρόπιτες, λουκανόπιτες, άλλες πίτες που δεν γνώριζε ή δεν μπορούσε να
ονομάσει, σαλάτες με αγγουροντομάτα, μαρούλι, μπρόκολο, ρόκα, μελιτζάνα,
τζατζίκι, ρώσικη, γλυκά τα καλύτερα, κρασιά μεσαία, διάφορα αναψυκτικά. Kι αυτός να λείπει; Πρόθυμος
καταναλωτής, λόγω συνθηκών, σε όλα. Αν μπορούσε να πάρει κάποια κρεατικά σε
σακούλα θα το έκανε, κάτι να πάει στο σπίτι,
για το σκύλο που δεν είχε. Αλλά αυτός
έλειπε, κρίμα.
Από την άλλη μεριά, ήταν το έκτακτο μεροκάματο, σπουδαίο. Μια παλιά
ξεχασμένη δουλειά, που τώρα ωρίμασε.
Προμήθεια για την πώληση ενός
παραδοσιακού κτίσματος, σε κάποιον Ελβετό, στο
δεύτερο πόδι της Χαλκιδικής. Πήγε για να είναι παρών στη διαδικασία,
αλλά κυρίως για το ζεστό χρήμα.
Εκτός τούτου, συνάντησε έναν
παλιόφιλο, στον οποίο είχε δανείσει προ αμνημονεύτων ετών, δέκα χιλιάδες δραχμές. Είχε πάρει τις
πέντε και ξεγράψει τις άλλες. Ο φίλος κρατούσε καλά, επάνω στον καφέ που πίνανε, του έδωσε δύο χιλιάδες
ευρώ.
«Να, πάρε και αυτό το πεντακοσάρι, να πιεις κανένα καφέ, στην παλιά
φιλία μας, βρε αδερφέ. Για τα χρόνια της λάσπης και της φωτιάς που περάσαμε.
Εγώ είμαι εντάξει, εσύ παιδεύεσαι. Πάρε την κάρτα μου, πέρνα να τα πούμε».
Ένιωσε να τον κατακλύζει αμηχανία, ένα ανήμερο θηρίο σε καλοστημένη
παγίδα, τα πήρε. Ο πάλαι ποτέ ευεργέτης, σήμερα ευεργετούμενος. Είπε κάτι
ψευτοδικαιολογίες του ποδαριού, πως θα περνούσε και τέτοια, μα δεν το εννοούσε.
Τα χρήματα που συγκέντρωσε, ήταν απίστευτα πολλά για εκείνον και για τις
κρίσεις του. Είχε να πάρει χρόνια τόσα χρήματα μαζεμένα, χρόνια πολλά, να πιάσει τόσο πολύ, ζεστό,
ζωντανό χρήμα. Αν δεν τον καλούσαν, αν δεν προέκυπτε, θα ήταν στην τραπεζική
ευωχία. Συνέπεσαν βλέπεις και τα δυο,
είχαν χρονική ταυτότητα που λέμε. Έτσι διάλεξε τη δουλειά, χωρίς να υπολογίζει
ότι θα αποκτούσε μια μικρή περιουσία, για τα δικά του δεδομένα. Χαρούμενος και
λυπημένος, γιατί να συμβούν και τα δυο
μαζί! Το καλό και το κακό. Μάλλον όχι,
τα δυο καλά, που επειδή έτυχε να συμβαίνουν στον ίδιο χρόνο, το ένα επικάλυπτε
το άλλο και το προσδιόριζε αυτόματα σε κακό. Σε απωθημένη και μη πραγματοποιούμενη
επιθυμία – έλλειψη.
Το χρώμα του χρήματος επικάλυψε όψεις, μυρωδιές και γεύσεις, εδεσμάτων, ποτών, γλυκών και φρούτων. Ας
είναι έτσι, ήταν ένα όνειρο και πάει. Είδε
τον αριθμό προτεραιότητας στον πίνακα της τράπεζας, διέκοψε το ταξίδι
του στα φαγητά και τα ποτά, πλήρωσε έξι
καθυστερημένες δόσεις από το
ενοίκιο του σπιτιού και απέτρεψε ή ανέβαλε την έξωσή του.
Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία,
μελωδεί εμφαντικά η λατέρνα. Μυρωδιά από ψημένα κάστανα, αναθρώσκοντες υδρατμοί
από σαλέπι. Υπερήλικας λαχειοπώλης, μοιράζει προσδοκίες, αναλόγου πάχους
πορτοφολιού και ονείρων. Μανιασμένα κύματα του Δούναβη πλημμυρίζουν την
Τσιμισκή. Τυφλός μουσικός, το κέρμα δεν
κουδουνίζει στη θήκη του βιολιού. Βιτρίνες, χρώματα και νέον, χιλιάδες κόσμος,
τάχα να ξέρουν στ’ αλήθεια για πού βαδίζουν; Είναι τυφλοί και δεν το γνωρίζουν;
Κι αυτός ποιος είναι που θα τους κρίνει; Αυτός κι αν είναι, ναι, «τυφλός τά τ'
ὦτατόν τε νοῦντά τ' ὄμματ᾽ εἶ». Είναι υποχρεωμένος να το μεταφράσει; Πολλοί
συγγραφείς, παραθέτουν ολόκληρα κατεβατά, δικά τους ή όχι, σε ξένη γλώσσα.
Θεωρούν λοιπόν άξιους αναγνώστες, δηλαδή
επαρκείς, αυτούς που γνωρίζουν πολύ καλά, τουλάχιστον δυο και τρεις γλώσσες;
Εμείς οι υπόλοιποι; Θα πρέπει, κατ’
αυτούς, πρώτα να μάθουμε δυο τρεις ξένες γλώσσες, κάποιο τίτλο, ένα μάστερ, ένα
ντοκτορά κι ας είναι ψεύτικο,
ύστερα ενδεχομένως, υπό
προϋποθέσεις, να μας επιτρέπεται να τους διαβάσουμε. Συγγραφική αλαζονεία,
κομπορρημοσύνη ή λάθος; Αυτά τουλάχιστον είναι ελληνικά! Λιγότερο αλαζών,
κομπορρήμων, μικρότερο λάθος.
Ο Όμηρος τυφλός συνέθεσε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Ο Τζόυς
σχεδόν τυφλός τον Οδυσσέα. Πάλι αυτός ο
Έλληνας, χώνεται παντού, πολυμήχανος και
πανούργος. Ο Μπόρχες το μεγαλύτερο μέρος του έργου του το δημιούργησε σχεδόν
τυφλός. Προβλήματα όρασης είχε τελευταία πριν αποδημήσει, ο ευπατρίδης, ο
αριστοκράτης, ο έγκριτος νομικός, σπουδαίος ποιητής, δοκιμιογράφος και
πεζογράφος Γιώργος Γούλας.
Έστριψε στην οδό Ικτίνου, χαιρέτησε τον επιστάτη του σχολείου, τον ήξερε
από παλιά, από το νυχτερινό σχολείο που φοιτούσε. Του είπε ότι άλλαξε, έγινε
καλοστεκούμενος. Κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι. Τι να του έλεγε; Ότι τα
χρόνια περνάνε για όλους; Ότι τον βρίσκει γερασμένο και αρκετά καταπονημένο.
Τον είπε ότι κρατιόταν καλά. Η απάντηση ήταν ότι τα παιδιά τον κρατούσαν έτσι,
να είναι καλά. Τα παιδιά, ποια παιδιά, τα δικά του. Γιατί από όσο θυμάται, τα
σχολιαρόπαιδα πάντα ήταν σκέτο βασανιστήριο. Τον ρώτησε πότε βγαίνει στη
σύνταξη, έμαθε πως είναι η τελευταία χρονιά. Χαιρετήθηκαν εγκάρδια και συνέχισε
την πορεία του. Πλήρωσε τους πιστωτές του, στα γειτονικά μαγαζιά, πήρε κάτι
πρόχειρο από το σουβλατζίδικο. Ήταν άλλος άνθρωπος, χαιρετούσε τους γείτονες,
δεν απέφευγε την κουβέντα τους, απέκτησε ένα βάρος στο περπάτημα, σαν να ψήλωσε
μεμιάς. Ανέβηκε στο διαμέρισμά του, στο κατώφλι
του φρέσκοι λογαριασμοί τον περίμεναν. Το ρεύμα, το τηλέφωνο, λογαριασμοί από δυο πιστωτικές και μια διαφορετική. Ευχετήρια πρόσκληση, για
τις επερχόμενες γιορτές των Χριστουγέννων και του νέου έτους, ζωγραφισμένη δια χειρός Ευανθίας Καλιφωτίδου. Η πρόσκληση
έγραφε:
«Κύριο
Ευδόκιμο Χαντακωμένο, επίτιμο πρόεδρο του περιηγητικού συλλόγου «Οξυγόνο». Ο
Πρόεδρος και τα μέλη του Δ.Σ. του φυσιολατρικού ομίλου «Η κατοικία των
θεών» σας καλούν στη Χριστουγεννιάτικη
γιορτή που θα διοργανωθεί στη Δ. προβλήτα του Λιμανιού την Τετάρτη 21-12 του
έτους χ, ώρα 2 μ.μ. Η παρουσία σας θα είναι τιμή για μας. Θα σας
απονεμηθεί αναμνηστική πλακέτα.
Έφτασε άκαιρα στον παραλήπτη. Αφορούσε την παρελθούσα γαστριμαργική
κοσμογονία που έχασε. Δεν βόλεψε, δεν μπόρεσε να συνταιριάξει και τα δυο: «Την
μεν φιλείν, την δε θεραπεύειν». Σαν πρόεδρος, υπήρξε χρόνια η καρδιά του
συλλόγου «Οξυγόνο». Πλήρωνε μεγάλο μέρος των ελλειμματικών υποχρεώσεων, που
πάντα, κατά διαβολική συγκυρία, ο σύλλογος είχε. Δεξιώθηκε κόσμο και κόσμο στην
κατοικία των θεών. Λένε πως έσωσε
πολλούς από το χαμό, του χιονιού, της βροχής, του δρόμου ή της ζωής. Εκείνος δε
μιλάει ποτέ γι’ αυτά. «Παλαιολιθικές
τρέλες», απαντάει δύσθυμα, όταν
προσπαθούν να ανάψουν κουβέντα οι φίλοι του γύρω από αυτά.
Πάλι αυτό το απαίσια, ασταμάτητα επαναλαμβανόμενο τικ–τικ–τικ–τικ της βρύσης
χτύπησε κατευθείαν στα μηνίγγια του. Σαν να καρφώνεις καρφιά σε τσιμέντο.
Έστριψε το διακόπτη της βρύσης, μέχρι στραγγαλισμού, ατάραχο το νερό συνέχισε
να τρέχει. Πόνεσαν τα δάχτυλα του από την προσπάθεια. Φοβήθηκε μην κάνει ζημιά,
μην του μείνει ο διακόπτης στα χέρια και
πλημμυρήσει το σπίτι, και σταμάτησε την προσπάθεια. Έβαλε το σφουγγάρι κάτω από
τη βρύση. Ο σπαστικός ήχος από το νευρικό τικ–τικ σταμάτησε να ακούγεται.
Χάρηκε, ήταν σαν να την επισκεύασε. «Δεν υπάρχει διαρροή, αφού δεν την ακούω»,
μονολόγησε περήφανος. Ήπιε ευχαριστημένος τον καφέ του. Θυμήθηκε τους στίχους
του αφανούς ποιητή – φίλου του: «ΕΣΤΙΑ:
Αυτοί οι δρόμοι/ αυτή η πόλη/ είναι χαμένη./ Αν δεν υπάρχει/ φωτιά ν’ ανάβει/
να σε προσμένει./» Τόσο ψέμα για να πεις ένα παράπονο; Η πόλη καλά
κρατούσε. Μια χαρά τραβούσε το δρόμο της. Με τον ελάσσονα ή ανύπαρκτο ποιητή τι
γίνεται;
Έκλεισε το διακόπτη του
θερμοσίφωνα, ανοιχτό για δυο τρεις μέρες. Γέμισε τη μπανιέρα με καυτό νερό,
δέχτηκε ένα μικρό ευχάριστο τράνταγμα
από το ζεστό νερό, χαλάρωσε και διάβαζε την εφημερίδα του. Στα ψιλά, σε κάποια
εσωτερική σελίδα διάβασε: «Σε
εγκαταλελειμμένη οικία, βρέθηκε απανθρακωμένο το πτώμα αγνώστου ανδρός.
Ερευνάται η ταυτότητά του, αναζητούνται οι οικείοι του, αν υπάρχουν, να
παραλάβουν το πτώμα για τα περαιτέρω.»
Αν…, αν δεν είχε λάβει την
πρόσκληση για τη δουλειά, θα είχε πάει στην προεόρτια χριστουγεννιάτικη γευστική πανδαισία. Όχι από
βουλιμία, αλλά να στυλωθεί κάπως. Τρέκλιζε σα μεθύστακας, λόγω υποχρεωτικής
δίαιτας. Θα είχε εξωθεί, μπορεί να ήταν
και αυτός ένα ακόμη άγνωστο πτώμα. Γέλασε πικρά. Τουλάχιστον θα έφευγε χορτάτος, σκέφτηκε.
Πλημμύρησε το μπάνιο. Από μυρωδιές που εισβάλανε αναίσχυντα από το
φωταγωγό. Μοσχοκάρυδο, κανέλα,
ινδοκάρυδο, βανίλια - και άλλες προκλητικές μυρωδιές από σπιτίσια
τσουρέκια, κάποια με φλουριά, άλλα χωρίς, μελομακάρονα, κουραμπιέδες και γλυκά.
Από τον παραπάνω, απέναντι όροφο ακούγονταν, με τη συνοδεία αρμόνικας, οι πρόβες μικρών παιδιών:
Καλήν ημέραν άρχοντες, αν είναι ο
ορισμός σας,
Χριστού τη θεία γέννηση να πως στ’
αρχοντικό σας…
Θεσσαλονίκη,
22-12-2015
Κοσμάς Ηλιάδης
επιλήσμων παλαιόθεν
αντιγραφέας εξ ιδίων
Ο Κοσμάς Ηλιάδης γεννήθηκε
στο χωριό Κορομηλιά του Νομού Κιλκίς και από το 1963 διαμένει στη Θεσσαλονίκη.
Υπήρξε μέλος της βραχύβιας Νέας Κίνησης Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και έχει
εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: «Το
Κτήνος», «Έξω ψιχαλίζει νύχτα»
και «Ουτοπία για τους νεκρούς». Το
2022 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων του «Στα παλιά λημέρια» (εκδόσεις Αποστακτήριο).
Ποιήματα και άλλα λογοτεχνικά κείμενά του έχουν δημοσιευθεί στις
εφημερίδες της Θεσσαλονίκης «Τύπος της Θεσσαλονίκης», «Αγγελιοφόρος»,
«Μακεδονία», αλλά και σε συλλογικούς τόμους.
Γράφει διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, θεατρικά μονόπρακτα. Έργα του
έχουν επίσης δημοσιευθεί στο περιοδικό του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης.
Σύνδεσμος
ανάγνωσης:https://youtu.be/T1GKe2uKzhA
για
το ιστολόγιο "ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ"
επιμέλεια:
Δημήτρης Φιλελές
ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ
eleftherografos.blogspot.com
[ ανάρτηση 23 Δεκεμβρίου 2022 :
Κοσμάς Ηλιάδης
« Καλήν ημέραν, άρχοντες »
διήγημα
[ παρουσίαση - απαγγελία: Δημήτρης Φιλελές ]
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ]