Πέμπτη 31 Μαρτίου 2022

Από την τραγωδία των Αδάνων του 1909 Η ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΑΡΜΕΝΙΩΝ ΜΙΑ ΗΡΩΪΣ ΕΛΛΗΝΙΣ: ΠΙΠΙΝΑ Κ. ΑΡΤΕΜΗ

 


Από την τραγωδίαν των Αδάνων του 1909

  Η σφαγή των Αρμενίων 

Μία ηρωϊς Ελληνίς:  Πιπίνα Κ. Αρτέμη 

 

 

 

 

 

   Ποία σπλάγχνα ανθρώπινα δεν εδόνησε η ανατριχιαστική, η ασυλλήπτου φρικαλεότητος τραγωδία, η διαδραματισθείσα εις τα Άδανα της Κιλικίας τον Απρίλιον του 1909;

   Εικοσακισχίλιοι Αρμένιοι – άνδρες, γυναίκες, γέροντες, νέοι, παιδία, βρέφη – εσφάγησαν κατά τον θηριωδέστερον τρόπον υπό αγρίου μαινομένου τουρκικού όχλου, όστις, αφού περιήλειψε δια πετρελαίων την αρμενικήν συνοικίαν και την παρέδωκεν εις τας φλόγας και διεπέρασεν εν στόματι μαχαίρας όσα θύματα διέφευγον την μανίαν του πυρός, επεδόθη εις όργια αρπαγής και λεηλασίας, διασπείρων γύρω τον θάνατον και την φρίκην. Επί ημέρας και νύκτας ολοκλήρους αντήχουν οι γόοι και οι σπαραγμοί των θυμάτων, και ο ποταμός Σάρος, ερυθρός από το αίμα των αθώων, εξέβραζε μακράν προς την θάλασσαν πτώματα οικτρά και άμορφα.

  Εν μέσω των φρικιαστικών σκηνών της σφαγής και του ολέθρου, ιδού μία γυναικεία μορφή αναφαινομένη ως άγγελος παρήγορος, προστάτης και σωτήρ.

  Είνε η τετιμημένη γηραιά δέσποινα Πιπίνα Κ. Αρτέμη.

  Ο αρχοντικός της οίκος κείται εις την αρχήν της αρμενικής συνοικίας, της οποίας δεσπόζει δια του επιβλητικού όγκου της. Χρησιμεύει και ως ρωσσικόν προξενείον, το οποίον διευθύνει ο υιός της Ιωάννης.

  Ο δαίμων γύρω της καταστροφής διασπείρει τον τρόμον και τον ίλιγγον. Ο κίνδυνος ψαύει και αυτής την ζωήν. Είνε μόνη κατά την ημέραν της μεγάλης σφαγής. Μόνη, με δύο υπηρέτας και δύο υπηρετρίας. Ο υιός της έτυχεν απουσιάζων εις Μερσίναν. Αλλά δεν φεύγει η ηρωϊκή γραία. Δεν σκέπτεται περί της ιδικής της σωτηρίας. Οι θρήνοι και οι ολοφυρμοί των σφαζομένων Αρμενίων, των οποίων η συνοικία συνέχεται με τον όπισθεν μεγάλον αυλόγυρον του οίκου της, αιματώνουν και ξεσχίζουν την καρδίαν της.

   Αίφνης μία φωτεινή ιδέα φωτίζει την αγωνιώσαν ψυχήν της. Και διατάσσει τους υπηρέτας να σπεύσουν να ανοίξουν κρυφίως μίαν μικράν αόρατον οπήν εις τον τοίχον του οπισθίου περιβόλου. Και μετ’ ολίγον τετρακισχίλια γυναικόπαιδα, τα οποία από στιγμής εις στιγμήν διεφιλονείκει το πυρ και η μάχαιρα ευρίσκουν άσυλον υπό την στέγην της μεγάλης φιλανθρώπου.

  Αλλ’ έξωθεν το άγριον στίφος αντιλαμβάνεται το συμβάν. Ατίθασσον οσφραίνεται την διαφυγούσαν λείαν, και η δίψα του αίματος τους αποθηριώνει. Ολίγον ακόμη και θα παραβιάσουν την είσοδον. Αλλ’ η καρτερόψυχος δέσποινα ανθίσταται απτόητος. Αψηφεί τα πάντα. Εξέρχεται μόνη επί του εξώστου κρατούσα την ελληνικήν σημαίαν εις την μίαν χείρα και την ρωσσικήν εις την άλλην. Αντικρύζει με σθένος τον δαιμονιώδη όχλον. Διαμαρτύρεται, επικαλείται, ικετεύει.

  Οι Τούρκοι την αναγνωρίζουν. Είνε δι’ αυτούς πάντοτε η σεβαστή Προξένησσα. Το όνομά της ενέπνεε έως χθες σεβασμόν. Αλλά τώρα; Η φωνή της πνίγεται εν μέσω του απεριγράπτου αλαλαγμού. Η πολιορκία του ασύλου της πυκνούται ολονέν στενοτέρα.

  Εν τω μεταξύ ο βαλής Αδάνων, οικογενειακός φίλος της οικογενείας Αρτέμη αποστέλλει εσπευσμένως εμπίστους του διαμηνύων εις την κινδυνεύουσαν δέσποιναν να καταφύγη και σωθή εις το «χαρεμλίκι του κονακιού». Αλλ’ εκείνη αρνείται υπερηφάνως. Και του απαντά εγγράφως ότι «ποτέ, όχι ! ποτέ ! δεν θα εγκαταλείψη τους δυστυχείς ξένους της . προτιμά να συναποθάνη μαζί των . οι βάρβαροι θα πατήσουν πρώτα επί του ιδικού της πτώματος δια να διέλθουν και εισβάλουν».

  Ο βαλής συγκινείται. Και μετ’ ολίγον 40 έφιπποι χωροφύλακες αποστέλλονται δρομαίοι, δια να φρουρήσουν το απαραβίαστον του οίκου της.

   Τετρακισχίλια γυναικόπαιδα σώζονται από βέβαιον όλεθρον, χάρις εις τον ηρωϊσμόν και την αυταπάρνησιν της Ελληνίδος φιλανθρώπου.

 

 

   


 

        φωτογραφία: Πιπίνα Κ. Αρτέμη

 

 

 

 άρθρο από το

« Εθνικόν Ημερολόγιον Σκόκου του έτους 1910 »

   ( διευθυντής – εκδότης: Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος )

Έτος ΚΕ’, Εν Αθήναις, 1910 σ. 122-125.

 

  [ εδώ έχουν περικοπεί μερικά τμήματα του πρωτοτύπου κυρίως για την επιτάχυνση της αφήγησης ]  






ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ

eleftherografos.blogspot.com

 








                                 



Τετάρτη 30 Μαρτίου 2022

Πλάτων Ροδοκανάκης "ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΝ ΘΕΑΤΡΟΝ" μεταθανάτια δημοσίευση περ. "Η Εικονογραφημένη" (1919) μελέτη Θεατρογραφικά

 


Πλάτων Ροδοκανάκης

« Το Βυζαντινόν θέατρον »

( από τα «Βυζαντινά Δίπτυχα» )

 

 

 

 

( Κατά Δεκέμβριον του 1918 απέθανεν ο Πλάτων Ροδοκανάκης, ο γνωστός λόγιος, θεατρικός συγγραφεύς κ.λ. Ο Πλάτων Ροδοκανάκης είχεν εγκύψει εις εμβριθείς μελέτας της Βυζαντινής ιστορίας, κατέλιπε δε διάφορα σημειώματα ιστορικά, μονογραφίας και άρθρα πολλά, τα οποία εδημοσίευσαν αι εφημερίδες. Μεταξύ άλλων είχε γράψει και το ιστορικόν δράμα ο «Άγιος Δημήτριος», το οποίον τον ανέδειξεν έτι πλέον. Το κατωτέρω σημείωμά του περί Βυζαντινού Θεάτρου, παρμένο από τα Βυζαντινά Δίπτυχά του, είναι ένα μνημόσυνο της «Εικονογραφημένης» ).  

 

 

 

 

   Υπήρχε σκηνή εις το Βυζάντιον. Ή μάλλον υψούντο δύο είδους σκηναί, αφού και τότε το θέατρον εδιχάζετο εις δύο, εις τήν σοβαράν φιλολογίαν και εις τας επιθεωρήσεις.

 

   Εις την τάξιν των επιθεωρήσεων θα ήτο δυνατόν να κατατάξη κανείς όλα εκείνα τα παλκοσένικα, τα οποία είχον στηθή εις διάφορα πανδοχεία των λιμένων της Κωνσταντινουπόλεως, του Βουκολέοντος, των Ελευθερών ή της Σκάλας της Χαλκηδόνος.

  Εκεί ανήρχοντο διάφοροι Θεοδώραι με κοντά φουστανάκια, δια να επιδείξουν κνήμας, να τραγουδήσουν διάφορα σόκιν τραγουδάκια, ν’ απομιμηθούν διασύρουσαι υψηλά πρόσωπα της αριστοκρατίας και έπειτα να κατεβούν δια να τρέξουν να καθίσουν εις τα γόνατα του εκλεκτού των.

  Εις μεγάλας πανηγύρεις, γάμους βασιλέων, υποδοχάς ξένων πρέσβεων, όταν η πρωτεύουσα έπλεεν εις τα λάβαρα και τις ανθοστόλιστες γιρλάντες, τα θεατράκια αυτά έβγαιναν σαν τα σαλιγκάρια εις περιοδείαν ανά τας συνοικίας και εκεί οι αστέρες των υπογείων παραδείσων της Θεοφυλάκτου, κάποια Αναστασώ ή κάποια Κομιτώ, θα έκαμναν τας θεοσεβείς αστάς να αμπαρώνουν τα παράθυρά των, δια να μη φθάση μέχρις αυτών το βακχικό τραγούδι της διαβοήτου «μαχλάδος».

 

    Η σοβαρά θεατρική φιλολογία της Βυζαντινής εποχής ανευρίσκεται ιστορικώς το πρώτον κατά τον δέκατον αιώνα, ότε ο φράγκος επίσκοπος Κρεμώνης Λουιτπράνδος επεσκέφθη την Κωνσταντινούπολιν ως πρέσβυς του βασιλέως Όθωνος.  Ο περίεργος αυτός καλόγηρος, διηγείται μεταξύ άλλων εις τα απομνημονεύματά του, ότι παρέστη εν Βυζαντίω εις την διδασκαλίαν έργου τιτλοφορουμένου «Η Ανάληψις του Προφήτου Ηλία».    

   Παρομοίαν πληροφορίαν έχομεν και περί τας παραμονάς της καταλύσεως της Ελληνικής Αυτοκρατορίας, ότε ο Μπερτρανδόν ντέ λα Μπροκιέρ παρέστη εις την διδασκαλίαν άλλου έργου, τιτλοφορουμένου «Οι Τρεις Παίδες εν τη Καμίνω».

 

 

   Μεταξύ των ελαχίστων χειρογράφων τα οποία μας διέσωσαν τας δραματικάς εμπνεύσεις αγνώστων ποιητών «Η Θυσία του Αβραάμ» είναι χωρίς άλλο από τας περισσότερον δυναμένας να μας πληροφορήσουν τί ακριβώς ήτο ένα «Μυστήριον».

   Υπάρχει εις αυτό το θρησκευτικόν δράμα, εις το πρώτον ήμισυ ιδίως, ζηλευτή κίνησις και η σύγκρουσις των αισθημάτων επέρχεται με τόσην φυσικότητα, ώστε αληθινά συγκινεί.

 

 

 

/ - πηγή: περ. «Η Εικονογραφημένη»

 ( διευθυντής Δήμος Βρατσάνος, Κ. Λαδόπουλος )

Αθήναι,

Έτος ΙΕ’, αριθ. 169-171,

Νοέμβριος-Δεκέμβριος-Ιανουάριος 1919, σ. 13.

 

 

       ( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )

       ( έχουν αφαιρεθεί κάποια τμήματα της δημοσίευσης ) 








ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ

eleftherografos.blogspot.com


 

 

ΟΙ ΠΡΟΒΛΗΘΕΙΣΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ΣΤΑ 1951 δημοσίευση περ. "ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΒΔΟΜΑΣ" Κινηματογαφικά

 


Οι προβληθείσες ταινίες

εν Ελλάδι

στα 1951

 

 

 

 

   Η ΠΕΡΙΣΥΝΗ κινηματογραφική χρονιά (από τον Δεκέμβριο του 1951 έως τον Οκτώβριο του 1952) ήταν αρκετά πλούσια τόσο σε αριθμό ταινιών όσο και σε ποιότητα.


   Συνολικά, προεβλήθησαν 390 νέες ταινίες, από τις οποίες οι 316 ταινίες στους κεντρικούς χειμερινούς κινηματογράφους, 27 στους λαϊκούς και 47 στους θερινούς.

   Απ’ αυτές οι 13 ήσαν ελληνικές και αι 377 ξένες.  

  Από τις ξένες ταινίες, οι: 

253 ήσαν Αμερικανικές, 

43 γαλλικές, 

31 ιταλικές, 

31 αγγλικές, 

5 τουρκικές, 

3 ισπανικές, 

3 γερμανικές, 

2 γιουγκοσλαβικές, 

2 μεξικανικές, 

1 σουηδική, 

1 αυστριακή, 

1 ελβετική 

και 1 νοτιοαμερικανική.


    Την μεγαλύτερη εισπρακτική κίνηση εσημείωσε η ελληνική ταινία «Ματωμένα Χριστούγεννα» της «Ανζερβός» που παίχθηκε επί 70 ημέρες και συνεκέντρωσε 178.562 θεατάς σε κινηματογράφους α’ προβολής. Ακολουθούν οι ταινίες «Αγνή του λιμανιού» ελληνική της «Φίνος» (ημέραι προβολής 49, θεαταί 165.475), «Βαφτιστικός» της «Ανζερβός» (ημέραι προβολής 42, θεαταί 141.034).


    Από τις ξένες «Νύχτες οργίων» γαλλική (ημέραι προβολής 42, θεαταί 95.294), «Θησαυροί του Σολομώντος» της «Μέτρο–Γκόλντουϊν–Μάγερ» (ημέραι προβολής 28, θεαταί 91.803), «Ο Μέγας Καρούζο» της «Μέτρο» (ημέραι προβολής 21, θεαταί 78.657).


     Ακολουθούν  «Νεκρή Πολιτεία», ελληνική της «Φίνος» (ημέραι προβολής 39, θεαταί 77.973), «Υπόθεσις Παραντάϊν» των στούντιο Σέλζνικ (ημέραι προβολής 50, θεαταί 77.654). Τα «Παραμύθια του Όφφμαν», αγγλική, (ημέραι προβολής 21, θεαταί 77.558), «Κίμ» της «Μέτρο», (ημέραι προβολής 21, θεαταί 76.178), «Η ανήλικη», αυστριακή, (ημέραι προβολής 21, θεαταί 74.356), «Μιά Νύχτα στον Παράδεισο», ελληνική, της «Ανζερβός» (ημέραι προβολής 28, θεαταί 72. 125), «Η Πανδώρα και ο Ιπτάμενος Ολλανδός», αγγλική (ημέραι προβολής 21, θεαταί 68.088), «Δυό κοθώνια στο ναυτικό», ελληνική της «Πέτρο» (ημέραι προβολής 25, θεαταί 66.764), «Δαυϊδ και Βηθσαβέε» της «Φόξ», (ημέραι προβολής 28, θεαταί 66.316), «Ωρκίσθηκα εκδίκησι», ελληνική της «Νόβακ», (ημέραι προβολής 42, θεαταί 66.065), «Λίμνη των Πειρασμών», σουηδική, (ημέραι προβολής 23, θεαταί 63.037). Οι υπόλοιπες ταινίες επραγματοποίησαν εισιτήρια κάτω των 60.000.

 

   Τον μεγαλύτερο αριθμό εισιτηρίων επραγματοποίησε ο κινηματογράφος «Ορφεύς» που έκοψε 773.173 εισιτήρια κατά τις 261 ημέρες λειτουργίας του.

   Το «Ρεξ» όμως ήρθε πρώτο στον μέσο όρο εισιτηρίων διότι επραγματοποίησε 732.559 εισιτήρια σε 247 ημέρες λειτουργίας, δηλαδή 2.965 ημερησίως κατά μέσον όρον, έναντι 2.962 του «Ορφέως».

 

 

   περ. «Κινηματογραφική Εβδομάς», Αθήναι,

      ( διευθυντής: Γεώργιος Ι. Γεωργόπουλος )

   Έτος Α΄,  αριθμός 1, 7 Δεκεμβρίου 1952,

   στήλη: Οθόνη και ζωή, (σ. 3)

      ( τιμή τεύχους: δραχ. 2.000) 







ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ

eleftherografos.blogspot.com

 



 

 


Αθανάσιος Μάνος "Το άνευ γυναικών κράτος" διήγημα 1896 ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

 


Αθανάσιος Μάνος

" Το άνευ γυναικών κράτος "

διήγημα 1896   

 

 

 

 

«Το άνευ γυναικών κράτος»

Αθανάσιος Μάνος 

1896, διήγημα

 

[ παρατίθενται κατωτέρω αποσπάσματα από το διήγημα του Αθανασίου Ι. Μάνου «Το άνευ γυναικών κράτος».

   Η ορθογραφία του κειμένου με βάση το πρωτότυπον, αλλά χωρίς πολυτονικό λόγω έλλειψης πολυτονικής γραμματοσειράς.

   Η ιδιότυπη «Ουτοπία» του Αθανάσιου Μάνου, μία «ουτοπία» ασύμβατη με τη φύση, τελειώνει με αίσιον τέλος, αφού η λύση που τελικώς προκρίθηκε ήταν η έκπαγλος καλλονή Λεηλά να ενδυθεί ως ιατρός και να μεταβεί στη νήσον άνευ γυναικών για να θεραπεύσει τον ασθενή νεαρό βασιλέα. Τελικώς η Λεηλά μετά από δισταγμούς εγωϊστικής φύσεως θα έρθει σε επιμειξία με τον νεαρό βασιλέα της νήσου και του ιδιότυπου αυτού κράτους στο οποίο δεν επιτρεπόταν η παρουσία γυναικών.

    Στην πράξη ο νόμος είχε καταργηθεί, αφού μετά την πρώτη άδεια επίσκεψής τους στο κανονικό κράτος που αρχικώς ζούσαν, κατά την επιστροφή τους στο στρατόπεδο του άνευ γυναικών κράτους οι κάτοικοι-άποικοι αυτής της «ουτοπίας» είχαν μεταφέρει μαζί τους ενδεδυμένες ως άνδρες, τις γυναίκες από το κανονικό κρατίδιο στο οποίο ζούσαν πριν επιλεγούν υποχρεωτικώς ως κάτοικοι αυτής της «ουτοπίας».

    Στο τέλος λοιπόν καταργείται ο αρχικός νόμος που απαγόρευε την παρουσία γυναικών στη νήσο επί ποινή θανάτου, και επιτρέπεται η παρουσία τους, αρκεί μόνον να μην είναι ενδεδυμένες με γυναικεία ρούχα.

    Ο νόμος αυτός απλώς κατήργησε την υποκρισία, αφού είχε ήδη στην πράξη καταργηθεί και η νήσος του νεαρού μισογύνη βασιλέα ήταν γεμάτη με γυναίκες, οι οποίες όμως φορούσαν ανδρικά ρούχα. ]

 

 

 

 

 

 

 

« Εν τη νήσω Α**** προ αμνημονεύτων χρόνων εβασίλευε βασιλεύς τις, απολαμβάνων της απεριορίστου και γενικής αγάπης και εμπιστοσύνης πάντων των υπηκόων αυτού, ένεκα της μεγίστης αγαθότητος και γενναιοδωρίας αυτού. Έν μόνον κατέθλιβε τον ευτυχή βασιλέα: ότι ο μονογενής αυτού υιός και διάδοχος του θρόνου ησθάνετο αποστροφήν τινα ανέκφραστον προς το γυναικείον φύλον, ως μή ειλικρινές και άμωμον, δι’ όπερ και κατ’ ουδένα τρόπον συγκατένευε, μεθ’ όλας τας παρακλήσεις του γέροντος, ίνα έλθη εις κοινωνίαν γάμου.

    Εκτός τούτου ο γέρων πατήρ εφοβείτο μήπως, ένεκα τούτου η δια τοσούτων μόχθων και κόπων στεροποιηθείσα και ακμάζουσα αυτού ήδη βασιλεία, περιέλθη εις χείρας άλλων. Άλλως τε όμως εγνώριζε και την δολοπλοκίαν των γυναικών, ως και το μίσος του υιού προς αυτάς. Πολλαί νεάνιδες απεπειράθησαν, ίνα δοκιμάσωσιν αυτόν δια της ελκυστικότητος και προκλητικών τρόπων και καταπείσωσιν αυτόν, όπως, επί τέλει, παραδοθή εις την καλλονήν μιάς αυτών.

    Αλλ’ ο νέος πανταχού εύρισκε την υποκρισίαν και οπισθοβουλίαν. Άγαν ιδανιστής, ηγάπα μόνον το αφελές και το υψηλόν το άνευ πρακτικού αποτελέσματος και σκοπού. Ευχαριστείτο μόνον να βλέπη το ωραίον, να συνδιαλέγητε μετά νεανίδων ανθηρών, αλλά παρευθύς ως η ιδέα της οπισθοβουλίας ή σκοπού τινος διήρχετο του νου αυτού, αυθωρεί απέπεμπεν αυτήν εκείθεν, ίνα αναζητήση αλλαχού την ευτυχίαν. Τα νήπια δι’ αυτόν ήσαν τα μόνα αθώα και ειλικρινή όντα, διό και του πλείστου του χρόνου διήρχετο μετ’ αυτών. Επί αρκετά έτη ζητήσας, όπως εύρη το ιδανικόν αυτού μεταξύ των γυναικών, αλλά πανταχού διϊδών την τε οπισθοβουλίαν και δολοπλοκίαν και εις το ελάχιστον αυτών κίνημα, επί τέλει, τοσούτον κατήντησε μισογύνης, ώστε ουχί μόνον σταθερώς απεφάσισεν, όπως μή έλθη ποτέ εις επικοινωνίαν μετά των γυναικών, αλλά παρεκάλει και τον πατέρα αυτού επιμόνως, όπως εξολοθρεύση απάσας τας γυναίκας του κράτους αυτού, θεωρών αυτάς ως τας μόνας αιτίας των ανθρωπίνων δυστυχιών!

 

    Ούτος όμως ακλόνητος εις τας αρχάς αυτού, επεθύμει, όπως, εάν μη εξολοθρευθώσι παντελώς αι γυναίκες, τουλάχιστον να χωρισθώσι παντελώς εκ των ανδρών και διαβιώσι μόναι. Μόνον δε άπαξ ή δίς του ενιαυτού και εις ωρισμένας εποχάς οι άνδρες να συνέρχωνται εις επιμιξίαν μετ’ αυτών, είτα δε πάλιν να εγκαταλείψωσιν αυτάς επανερχόμενοι εις την ιδιαιτέραν αυτών πόλιν – πόλιν μόνον ανδρών ένθα να ασχολώνται αποκλειστικώς εις την εργασίαν αυτών εν τη ανδροπόλει αυτών.

    Κατ’ αυτόν τον τρόπον, έλεγεν, άπασαι αι κακίαι, δολιότητες, δυστυχίαι, προσποιήσεις κτλ. κτλ. θα εξέλιπον και ο άνθρωπος θα ήτο ευτυχής.

    Ο πατήρ όμως αυτού, φυσικώ τω λόγω, δεν ηδύνατο να συμμερισθή της γνώμης του υιού αυτού. Βλέπων  δε, ότι ο υιός αυτού από ημέρας εις ημέραν καθίστατο σκεπτικός και περίλυπος, απεφάσισε ν’ αποστείλη αυτόν μακράν της πρωτευούσης αυτού εις τινα νήσον μετά μεγάλης ακολουθίας ανδρών της εμπιστοσύνης, όπως σχηματίση εν τη νήσω ταύτη κράτος κατά την θέλησιν αυτού, αποτελούμενον αποκλειστικώς μόνον υπ’ ανδρών, οίτινες καθ’ ωρισμένας εποχάς θα επέστρεφον εις την πρωτεύουσαν, ένθα θα συνηπαντώντο μετά των  συζύγων και τέκνων αυτών. Τα άρρενα παιδία άμα τη συμπληρώσει του δεκάτου έτους της ηλικίας αυτών, θα συμπεριλαμβάνοντο μετ’ αυτών εις το νέον τούτον κράτος.

 

    Ούτω λοιπόν απεφασίσθη, όπως αποχωρήση μετά της συνοδίας αυτού, αποχαιρετήσας μετά κλαυθμών τον γέροντα αυτού πατέρα, τον βασιλέα του κράτους, του οποίου αι συμβουλαί δεν ίσχυσαν να επιφέρωσιν αποτέλεσμά τι. Πρίν ή αναχωρήση όμως ο γέρων αυτού πατήρ ηθέλησεν, όπως δια τελευταίαν φοράν δοκιμάση αυτόν. Εκάλεσε λοιπόν τους συμβούλους αυτού, μεθ’ ών συνδιεσκέφθη και συνεζήτησε τα μέσα, δι’ ων θα κατώρθου να μεταπείση τον υιόν αυτού από της αλόγου ταύτης αποφάσεως της αναχωρήσεως. Εν τη συνεδριάσει απεφασίσθη, όπως σταλή τω υιώ αυτού η πλέον θελκτική και αξιέραστος νεάνις, ήτις να εφελκύση την προσοχήν αυτού.

     Έν τινι πόλει δε του κράτους αυτού έζη νεάνις τις ωραία, ανθηρά Λεηλά τούνομα, της οποίας το βλέμμα ήτο οξύτερον και του βέλους και την θέλησιν της οποίας δεν είχεν ανευρεθή ουδείς θνητός ν’ αντιστή. Η όψις της κόρης ταύτης, η απλή και μόνη κίνησις καθίστα αιχμάλωτον πάντα άνθρωπον, ως εκ τούτου δε και όλοι απέφευγον αυτήν, φοβούμενοι τον κίνδυνον, όστις ανέμενεν αυτούς, εάν κατά τύχην προσέβλεπον την μάγον αυτής μορφήν. Μόλις ηκούετο ερχομένη και έκαστος ετρέπετο εις φυγήν εκ φόβου μη τρωθή, εκ της ωραιότητος αυτής, τούθ’ όπερ δυσκόλως θα εθεραπεύετο.

    Αυτήν ταύτην λοιπόν απεφάσισαν ν’ αποστείλωσι τω βασιλόπαιδι, ποσώς μη αμφιβάλλοντες ότι θα παρεδίδετο αυτή και επί τέλει, παραιτών και απορρίπτων την προτέραν αυτού απόφασιν, θα συγκατένευε να συζήση, ως πάντες οι λοιποί άνδρες μετά της Λεηλάς, καίπερ μή ούσης εκ βασιλικού γένους, αλλά καταγομένης μόνο εξ ευγενούς τινος οίκου. Άμ έπος, άμ’ έργον.  Απεστάλησαν επί τούτω απεσταλμένοι όπως οδηγήσωσιν εις την πρωτεύουσαν την ωραίαν Λεηλάν, ληφθέντων όμως προηγουμένως πάντων των προφυλακτικών μέσων προς αποσόβησιν παντός κινδύνου δι’ αυτούς.

     Μετ’ ολίγας ημέρας τω όντι αύτη ήτο ήδη εις τα περικαλή ανάκτορα του βασιλέως. Η μαγευτική αυτής και περιπαθής μορφή έτρωσαν και την ήδη πεπωρωμένην καρδίαν του γέροντος βασιλέως!  Πλήν η γεροντική αυτού φρόνησις και όντως πατρική φιλοστοργία υπερίσχυσαν ουχί δι’ ολίγων μόχθων και κινδύνων. Ο γέρων επί αρκετάς ημέρας ως ενεός εθεώρει την ωραίαν Λεηλάν, αποφεύγως όμως πάντοτε την μετ’ αυτής συνάντησιν και μη δυνάμενος ν’ αποδιώξη εκ της φαντασίας αυτού το ραδινόν ανάστημα και την καθόλου αυτής θελκτικότητα. Μη αμβιβάλων δε πλέον ουδαμώς, ότι θα κατακτήση τον υιόν αυτού δι’ αυτής, ηυχαρίστησεν ουχί άπαξ τον Θεόν δια την αφειδή δαψίλευσιν των χαρίτων Αυτού, δια των οποίων θα εξήγαγεν αυτόν επαχθούς και διηνεκούς ανησυχίας δια τον υιόν.

     Η είδησις περί της αφίξεως της ωραίας Λεηλάς έφθασε και εις τας ακοάς του νέου βασιλόπαιδος, αλλά δεν εγνώριζε την αιτίαν. Ευχαρίστως λοιπόν συγκατένευσεν, όπως δεχθή αυτήν εις ακρόασιν δια πρώτην και τελευταίαν φοράν προ της αναχωρήσεως αυτού ουδόλως αμφιβάλλων,  ότι η παράκλησις αυτής θα συνίστατο εις το να μη αδικήση το γυναικείον φύλον, εκ μέρους του οποίου βεβαίως απεστέλλετο.

     Η ωραία Λεηλά ήτο νεάνις εικοσαέτις. Αύτη, ουδέποτε είχεν αισθανθή την ευχαρίστησιν του να έλθη εις  συνδιάλεξιν ή συναναστροφήν μετά των ανδρών, διότι οποιοσδήποτε και αν επλησίαζεν αυτήν, εγένετο δούλος της μαγευτικής αυτής καλλονής.  Αύτη είχε μεγάλην  αφέλειαν. Ουδεμίαν προσποίησιν ουδεμίαν κίνησιν εκ προθέσεως παρετήρει τις εις αυτήν. Και αυταί δε αι γυναίκες συνησθάνοντο την υπεροχήν και το ελκυστικόν αυτής, μεθ’ όλην την κενοδοξίαν αυτών. Αύτη ενεδύετο πάντοτε λίαν ατημελώς και άνευ πολλών περιποιήσεων, άφινεν ελευθέρως την κόμην αυτής να πίπτη επί των αλαβαστρίνων ώμων και ωμοπλάτης αυτής. Τα απλά αυτής ενδύματα έκαμναν καταφανή το τορνευτόν, στρογγύλον και κανονικόν των μελών αυτής, πρότυπον δια μεγαλοφυά καλλιτέχνην, το δε χάριεν βάδισμα, ως και οι μεγαλώτατοι, πλήρεις λάμψεως οφθαλμοί, καθίστον αυτήν τοσούτον ελκυστικήν, τόσον περιπόθητον και περιπαθή ώστε έπρεπέ τις να είνε ποιητής δια να ψάλλη την καλλονήν αυτής ή ζωγράφος, ίνα ζωγραφίση αυτήν. Και η ελαχίστη επ’ αυτής επαφή μετέδιδε τω λαχόντι ηλεκτρισμόν αφάτου συγκινήσεως.

     Ούτω λοιπόν αύτη παρουσιάσθη προ του σκληρού τούτου νεανίου, ούσα υπερβεβαία περί της επιτυχίας αυτής. Ο νεανίας επί τη όψει αυτής, κατ’ αρχάς έμεινεν έκθαμβός. Είτα προσεκάλεσεν αυτήν, ίνα καθήση επί των μαλακών ανακλίντρων, όπως ανετώτερον συνομιλήση μετ’ αυτής.  Αύτη εκάθησεν εις το υποδειχθέν μέρος μετά μεγαλοπρεπείας, λαβούσα τοιαύτην στάσιν, ώστε άπασαι αι κανονικαί γραμμαί των μελών αυτής και άπαν το στρογγυλόν αρμονικόν και δροσερόν πάχος προκλητικώς να φαίνωνται. Δι’ ενός δε μικρού κινήματος του σώματος αυτής, ως και δι’ ερωτικού τινος πυρίνου βλέμματος ένευσε τω νεανία, ίνα καθήση παρ’ αυτή. Ο νέος δεν ηρνήθη.

      - Λοιπόν λέγει, δια λιγηράς φωνής στρεφούσα την λαμπράν αυτής κεφαλήν προς αυτόν και επιθέτουσα επί του ώμου την χείρα αυτής, τόσον περιφρονείς το γυναικείον ημών φύλον, ώστε δια παντός να στερήσης αυτό των ανδρών;

      - Βεβαιότατα, απαντά ζωηρώς ο νέος βασιλόπαις.   

    Ά! φίλε μου, λέγει, ακουμβήσασα το γόνυ αυτής επί του γόνατος του νεανίου, ούτως ώστε, τεντοθέντων των ενδυμάτων αυτής, εφάνησαν οι κανονικοί και παχουλοί αυτής μηροί, ερεθίζοντες πάσαν φαντασίαν και εμπνέοντες αίσθημα πάντη ανέκφραστον. Συγχρόνως δε έδειξε και μέρος τι εκ των μικύλων αυτής ποδιών. Ο νεανίας ασυνειδήτως εμειδίασε.

    ….                                           

     Έφυγε δρομαίως [(ο βασιλόπαις)] εκ των θερμών αγκαλών της φίλης αυτού, τρέχων ως μαινόμενος προς την παραλίαν, ένθα τα πάντα ήσαν έτοιμα προς αναώρησιν, μόνον δε η παρουσία αυτού ανεμένετο. Εκεί, χωρίς να γνωρίζη τι πράττει, τι ομιλεί, ανήλθεν επί του πλοίου ένθα κατεκλίθη επί της κλίνης αυτού χλωμός και τεθορηβημένος. Εν τω άμα δε τα πλοία τα αναπετάσσαντα τα υστία αυτών, απέπλευσαν του λιμένος, του νέου μη δυνηθέντος να ίδη δια τελευταίαν φοράν τον πατέρα αυτού. Έκαστος διαφοροτρόπως εξήγει την τοιαύτην του κατάστασιν, υπερισχυσάσης της ένεκα του αποχωρισμού από των γονέων και συγγενών ιδέας του νεαρού βασιλόπαιδος.

 

      Μετά παρέλευσιν ημερών τινων τα πλοία προσωρμίσθησαν εις τον προς ον όρον. Εκεί το πλήρωμα αυτού ήρξατο αναγείρον την νέαν πόλιν, ήν απεκάλεσεν Ανδρούπολιν, εις την οποίαν επί ποινή θανάτου απηγορεύθη η είσοδος γυναικός. Ο νέος βασιλεύς του πρωτοτύπου, άνευ γυναικών βασιλείου, ησχολείτο ενθέρμως νυχθημερών προς διοργάνωσιν και τακτοποίησιν του κράτους αυτού. Ούτε στιγμήν έμενεν άεργος. Πανταχού αυτός έτρεχεν, οτέ μεν έφιππος, οτέ δε πεζή, ίνα επιτηρή ιδίοις όμμασι τας εργασίας, προς ταχυτέραν και αποτελεσματικωτέραν αυτών εκτέλεσιν.

     Εκτίσθησαν λοιπόν μεγάλα κτίρια, διωργανώθησαν και συνετάχθησαν νέοι νόμοι, νέαι διατάξεις περί του τρόπου του ζην άνευ γυναικών. Συνεστήθησαν σχολεία, δημόσιαι διαλέξεις εγένοντο ανά τας πλατείας, ναούς και πανταχού. Ετιμωρείτο δε ήδη η ιδιοτέλεια αυστηρώς και τούτο, όπως συνενωθώσιν άπαντες οι κάτοικοι εις εν φρόνημα, ίνα πάσα εργασία και πάσα επιχείρησις τείνη προς την κοινήν ωφέλειαν, όχι δε προς ατομικήν.  Διωργάνωσε θιάσους δραματικούς, ορχήτραν, αίτινες εις μεγαλοπρεπή κτίρια έδιδον τας παραστάσεις ή συναυλίας αυτών, εν ενί λόγω, πάντες επεδίωκον την έμπνευσιν του ωραίου, του καλλιτεχνικού και του δικαίου.

      Κήποι, δάση, άλση και τα λοιπά ό,τι δύναται να ευφραίνη το ανθρώπινον όμμα, ήσαν εις τον ύπατον βαθμόν διωργανωμένα. Η νήσος ήτο πλήρης διαφόρων αρωματικών ανθέων, πτηνών καλλικελάδων, ρυακίων, ποταμών, ποιητικών τοποθεσιών, ώστε άπαντα ταύτα εφαίνοντο, ότι καθ’ ολοκληρίαν θα ανταπεκρίνοντο εις τον σκοπόν του κράτους αυτού, όπερ θα ήτο κράτος ευτυχίας,χαράς και ειλικρινείας.  Και τω όντι, έβλεπε τις εκεί σπουδαίαν τινά κίνησιν, ζωηρότητα, χαράν, ευθυμίαν, και θα ωμολόγει ότι τη αληθεία επετεύχθη η εδραίωσις ταύτης της βασιλείας, αλλά οξυδερκής τις οφθαλμός θα διέβλεπεν, ότι ουδέν των εν τη πόλει ταύτη ήτο αμέτοχον πικριών, προσποιήσεως, δυσανασχετήσεως.

 

     Πρώτος αυτός ο νέος βασιλεύς ο και αίτιος του κράτους τούτου μεθ’ όλας τας προσπαθείας αυτού, ίνα λησμονήση δια παντός το γυναικείον φύλον, ίνα αι διάφοραι αύται φυσικαί καλλοναί, απασχολήσεις, διασκεδάσεις, θέατρα κυνήγια κτλ. μη αφήσωσιν ούτε στιγμήν να αναμνησθή της προτέρας αυτού ζωής, δεν εφαίνετο ευχαριστημένος. Εφαίνετο, ότι άπασα η χαρά και ευχαρίστησις της επιτυχίας των μόχθων αυτού ήσαν φαινομενικαί και προσποιηταί. Όσον και αν επέπληττεν αυτός εαυτόν, όμως το ίνδαλμα της ωραίας Λεηλάς, πανταχού ηκολούθει αυτόν και εν τω μέσω πάντων τούτων των ιδανικοτήτων, εμελαγχόλει συχνά βλέπων προ αυτού την ωραίαν Λεηλάν και μη δυνάμενος να λησμονήση την τελευταίαν σκηνήν μετ’ αυτής. Τούτο παρετήρησαν και πάντες οι περί αυτόν, αλλ’ ουδέν ετόλμων ν’ αναφέρωσιν αυτώ.

      Αλλά και αυτοί οι υπήκοοι αυτού δεν ήσαν ολιγώτερον δυστυχείς εν τω μέσω του παραδείσου τούτου. Δεν είχον παρέλθη πολλαί ημέραι και η αθυμία ήτο γενική εν τούτω τω τόπω τω προσομοίω τοις Ηλυσίοις πεδίοις. Άπαντα ήσαν έξοχα, ωραία,  αλλ’ άνευ ζωής, άνευ θελκτικότητος. Τα άνθη – άνευ ευωδίας, τα πτηνά – άνευ τερπνού κελαδήματος και, εν  ενί λόγω, το παν ήτο σκοτεινόν και προξενούν μάλλον λύπην ή ευθυμίαν.

 

     Έκαστος ενόει την αιτίαν της αθυμίας, έκαστος ενόει τί έλειπεν εκ των ιδανικών τούτων μερών, τί ήτο εκείνο όπερ προυξένει την μή ύπαρξιν ζωής εις τα μέρη ταύτα, άνευ της οποίας άπασα η καλλονή της φύσεως όσον μεγάλη και αν ήτο, ενέπνεε μελαγχολίαν. Αλλά τί το ποιητέον, ουδείς ετόλμα να είπη τι, φοβούμενος την αυστηρότητα του νόμου.

      Αι δραπετεύσεις ήσαν ουχί ολίγαι, αλλά προς τούτο είχον ληφθή αυστηρότατα μέτρα. Ο νέος συνησθάνετο τα πάντα, αλλ’ επέμενεν εις την ιδέαν αυτού, νομίζων, ότι ημέραν τινα ήθελε κατορθώσει, ίνα επιφέρη την λήθην των παρελθόντων και τότε η χαρά θα ήτο γενική και γνησία. Ούτω παρήρχοντο αι ημέραι εν πλήρει αθυμία, ήτις ηύξανεν από ημέρας εις ημέραν. Το παν είχε όψιν νεκρικήν, το παν ην μελαγχολικόν και πένθιμον.

      Εν τω μεταξύ ήρχισαν αι κακουργίαι. Αι τέχναι παρημελήθησαν, το ενδιαφέρον εξέλιπεν, η αγριότης γοργώ τω βήματι εισήλαυνεν εις την χώραν, αι δολοφονίαι και αυτοκτονίαι ηυξήθησαν, πολλοί δε και τας φρένας αυτών απώλεσαν. 

      Ο βασιλεύς βλέπων ότι κατέρρεεν η βασιλεία αυτού, ότι οι κόποι αυτού ήσαν  μάταιοι και φρούδοι, ότι και αυτός ο ίδιος κατετρύχετο  νυχθήμερον υπό άκρας δυσθυμίας επί τη αναμνήσει της ωραίας Λεηλάς, απεφάσισεν, όπως αποστείλη πλέον κατά σειράν τους υπηκόους αυτού, ίνα επανίδωσι τους γονείς, συζύγους και τέκνα αυτών, τούτο όμως υπό αυστηράν  επιτήρησιν, ίνα μη μείνη τις εκεί. Και τω όντι, μετ’ ολίγον η χαρά και ευθυμία πάλιν εφαίνοντο επανελθούσαι εν τω κράτει αυτού, τούθ’ όπερ ηυχαρίστησεν εις άκρον τον βασιλέα. Είτα τα πλοία και πάλιν μετέφερον αλληλοδιαδόχως τους υπηκόους αυτού εις το κράτος αυτού το νεοσύστατον εισέτι.

      Παρετήρησε προς τούτοις ούτος ότι η τε ζωή και η κίνησις εδιπλασιάσθησαν εν τη χώρα αυτού, διπλασιασθέντος και του συνοικισμού αυτής. Τούτο εκίνησε την περιέργειαν του βασιλέως, βλέποντος την τοσαύτην ζωήν, ευθυμίαν, γέλοτα, βλέποντος επαναλαμβανομένας και πάλιν τας διασκεδάσεις, ευωχίας και χορούς, εκλείπουσαν δε ολοτελώς την αθυμίαν. Ουδείς πλέον επεθύμει την επιστροφήν, αλλ’ άπαντες πλέον ήσαν καθόλου ευχαριστημένοι. Τούτο απεδείκνυε την πλήρη επιτυχίαν των σχεδίων του νέου βασιλέως, διότι πανταχού υπήρχεν η ευτυχία. Μόνον όμως αυτός έφερε πανταχού την λύπην εν τη καρδία, πανταχού κατεδίωκεν αυτόν το ίνδαλμα της Λεηλάς. Αλλά τί πρακτέον;  προυτίμα ν’ αποθάνη ή να υποχωρήση.

 

      Ούτως εν τω μέσω της γενικής ευδαιμονίας και ευτυχίας και όλων των αγαθών, ων απελάμβανον οι υπήκοοι αυτού, ούτος έπεσεν ασθενής. Η φήμη περί της ασθενείας αυτού αυθωρεί διεδόθη πανταχού επί πτερύγων ανέμου, φθάσασα μέχρι της ακοής και των γονέων αυτού, οίτινες ελυπήθησαν πολύ ένεκεν τούτου. Έσπευσαν λοιπόν ν’ αποστείλωσι τους μάλλον διασήμους ιατρούς του κράτους, πλήν,  κακή τύχη, ουδείς ηδυνήθη να εύρη ιατρείαν δια την ασθένειαν αυτού. Ο δε νεανίας από ημέρας εις ημέραν επί μάλλον και μάλλον ετήκετο και εμαραίνετο. Ο θάνατος ήτο βέβαιος, η αιτία δε της ασθενείας κατά την διάγνωσιν των ιατρών ήτο μεν απλουστάτη και γνωστή, πλήν απηγορευμένος αυστηρώς ο τρόπος της θεραπείας αυτής εν τη χώρα.»          

 

                                               

/ - πηγή: Αθανάσιος Ι. Μάνος, « Ώραι Σχόλης. Πρωτότυπα Διηγήματα, Ειδύλλια, Ρεμβασμοί», τυπογραφείον Λ. Νίτσε, Βάρνα, 1896.  (Διηγήματα) 









ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ

eleftherografos.blogspot.com

 





 

 


Yves Klein French painter "Voyage through the void of the Immaterial" Time magazine January 1961 Ζωγραφική Εικαστικά

  Yves Klein French painter Voyage Through the Void of the Immaterial Time magazine January 1961 Ζωγραφική Εικαστικά     ...