Δημοσθένης Βουτυράς
“ Πάνω σε κάτι ήσυχες νύχτες ”
διήγημα 1935
εφημ. «Νεοελληνικά Γράμματα»
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΑΝΩ ΣΕ ΚΑΤΙ ΗΣΥΧΕΣ ΝΥΧΤΕΣ
Στo μικρό μαγαζάκι του Ταράμη, όσο o ήλιος uποχωρούσε, τόσο η κίνηση γινόταν
μεγαλύτερη. Γυναίκες, άντρες, κορίτσια, παιδιά εμπαινόβγαιναν. Η Θυμιούλα η γυναίκα
του Ταράμη, στο ταμείο μάζευε χρήματα, γελαστή μιλούσε σ' όλους και όλες, και
όταν κάποτε καμμιά γυναίκα πλησίαζε το πρόσωπό της περισσότερο στο δικό της και
της έλεγε σιγά κάτι, απαντούσε αυτή δυνατά:
– Εδώ δέ θάρθει μή φοβάσαι! Κ’ άν έρθει κ’ αυτό
θα περάσει!
Όταν σκοτείνιασε και ήρθε η ώρα που κλείνουν τα καταστήματα, έκλεισε και
ο Ταράμης το δικό του και με τη γυναίκα του πήραν το δρόμο του σπιτιού τους.
Κίνηση μεγάλη στους δρόμους της απόμακρης συνοικίας. Και από μιά ταβέρνα
που περνούσαν με κήπο, άκουσαν μέσα, τραγούδια.
– Βλέπεις,
Βλέπεις; του είπε η γυναίκα του. Μά και οι εφημερίδες τα παρακάνουν, τα
παραλένε, νομίζω!
Στα καφενεία, στα τραπέζια, που ‘ χαν στα πεζοδρόμια, πλήθος ανθρώπων
καθόταν.
Στο Μίτσο φάνηκαν αμέριμνοι, να μιλούν, να γελούν σα να μήν ήξεραν τί
τρομερή φωτιά έκαιε τα σπίτια στην Αθήνα.
Και η πλατεία η μικρή ήταν γεμάτη, πρό πάντων από νέους.
Φ – Εδώ δέ θα ‘ρθει! άκουσε τη
γυναίκα του ο Μίτσος.
Θέλησε κάτι να πει, αλλ’ εκείνη τη στιγμή, τρεις μεσόκοποι άντρες, που
περνούσαν την πλατεία με γρήγορο βήμα, τους καλησπέρισαν.
Η γυναίκα του Μίτσου προχώρησε για το σπίτι της, και ο Μίτσος με τους
άλλους τρεις για τη μάντρα του μπάρμπα Νικόλα, ξύλα, κάρβουνα, κρασί.
Σχεδόν δεν είχαν πει τίποτα ακόμα, δεν είχαν αρχίσει να λένε και νά και
τους πλησίασε ο μπάρμπα Νικόλας με ύφος γεμάτο μυστήριο:
– Μά δέ μου λέτε, ρώτησε σιγά, τ' είνε αυτό
πάλι το κακό, που έπεσε στην Αθήνα; θερίζει κόσμο, λένε, πέφτουν στη γραμμή.
– Έ, έ, και τί θα γίνει! έκανε ο Κώστας
Βαρίγκος κουνώντας το σώμα του δεξιά και αριστερά πάνω στην καρέκλα.
– Είνε αληθινά αυτά; ρώτησε ο μπάρμπα Νικόλας.
– Δυστυχώς, μπάρμπα Νικόλα, του απάντησε ο
Κώστας Βαρίγκος, παύοντας το κούνημα, κακά την έχουμε. Αν τη γλυτώσουμε κι’ αυτή
τη φορά, χάρο δέ φοβώμαστε πιά!
– Μά είνε τόσο κακιά η αρρώοτια αυτή, βρέ
παιδί, για πές μου; ρώτησε ο μπάρμπα Νικόλας.
– Είνε λέει! Όσο παίρνει! . . .Πανούκλες και
χολέρες ενωμένες!
Ο λαός λέει, πως η ασθένεια αυτή βγήκε απ’ το σκάψιμο, που έκανε η εταιρία
Πάουερ, για τον υπόγειο σιδηρόδρομο. 'Ανοιξε παλιούς υπονόμους, που είχαν μέσα!
Και τί δεν είχαν! Και με τη ζέστη την τρομερή που μας ήρθε, βγήκε αυτό το
μικρόβιο! Και λένε, πως δέ μπορούν να το βρούν, είνε πολύ μιικρό... Και
βρίσκεται οτον αέρα..
Μιά ωραία νεαρή γυναίκα φάνηκε στην πόρτα, κοιτάζοντας μεσ’ στη μάντρα.
Όλων τα μάτια στράφηκαν σ’ αυτή ....
– Η
γυναίκα μου! είπε ο Μίτσος και σηκώθηκε...
Ο Μίτσος ο Ταράμης από καιρό βασανιζόταν από προαισθήσεις, όπως τις
έλεγε, κακές, από όνειρα απαίσια.
Και ο φόβος είταν για τη γυναίκα του, πώς θα την χάσει, θ’ αρρωοτήσει και
θα του χαθεί.
Αυτό, όταν ακούστηκε πως έπεσε αρρώστια στην Αθήνα, μεγάλωσε.
Την άλλη μέρα το απόγευμα, καθώς ο Μίτσος και η γυναίκα του είχαν ανοίξει
το κατάστημά τους, μαθαίνουν, πως πολλά μέ μιας κρούσματα Δαγκείου είχαν γίνει
και στη γειτονιά τους. Όλος ο κόσμος είταν φοβισμένος και δεν ήξερε τί να
κάνει, πώς να φυλαχτεί!
Τη νύχτα που επέστρεφαν σπίτι τους, και η γυναίκα του τού μιλούσε με
γέλιο, τον πείραζε και του έλεγε αστεία, είδαν λίγους νάνε στά καφενεία, και
πιό λίγοι νέοι να στέκονται στη μέση της πλατείας.
Και οι φωνές οι εύθυμες, τα τραγούδια είχαν κοπεί...
Το βράδι της άλλης ημέρας, όταν πήγαν στο σπίτι τους, ο Μίτοος με τη
γυναίκα του, του λέει αυτή γελαστή, αλλά με κάποια ωχρότητα στο πρόσωπο:
– Καθώς βλέπω, την έπαθα κ’ εγώ!
Τα γόνατά του κόπηκαν και ζάλη του ‘ρθε...
– Τί λές; τί λές!
– Μην κάνεις έτσι! Έ, θα
περάσει!... Να πλαγιάσω όμως!
Ο
Δήμος, ο φίλος του Μίτοου μάταια περίμενε στη μάντρα το φίλο του να τα πούνε λίγο.
Ο Μίτσος δεν εφάνηκε. Κατάλαβε πως κάποιος απ’ τους δυό, αυτός ή η γυναίκα του
θα χτυπήθηκαν από την αρρώστια.
Απ’ το κατάστημα του Μίτσου, πού ‘χε περάσει ο Δήμος, το ’δε κλειστό.
– Ξέρεις,
λέει στο Δήμο μιά μέρα η γυναίκα του, ποιός νοσηλεύει τους Ταράμηδες; Γιατί,
ξέρεις, έπεσε και ο φίλος σου ο Μίτσος άρρωστος! . . . Τους νοσηλεύει η
Μαλτάνα!
Για το φίλο του που έπεσε άρρωστος κάτι είπε ο Δήμος, σλλά είταν τόσο
συνηθισμένος ν’ σκούει κάθε μέρα πως ο δείνα ή ο τάδε έπεσε στο κρεβάτι, που δεν
του ‘κανε και πολλή εντύπωση. Αλλά πως πήγε να τους νοσηλεύσει η Μαλτάνα τον
πείραξε.
Αυτή η γυναίκα καθόταν αντικρύ του. Είταν χήρα και ξαναπαντρεύτηκε. Πήρε
πάλι ένα χήρο. Και μπήκε μέσα σε σπίτι γερών ανθρώπων. Όλοι χασάπηδες, πατέρας,
παιδιά. Χήρα κι’ αυτή. Είχε έναν κτηματία, που πέθανε από φτίση.
Σε λίγο διάστημα που μπήκε μέσα στο σπίτι των γερών ανθρώπων, σα να ’πεσε
κατάρα, ο ένας πέθαινε ύστερα απ’ τον άλλον, ξεκληριστήκανε. Ο άντρας της
πρώτα, δυό κορες του, δυό γιοι του! Κι’ όλοι φτισικοί!
Αυτή όμως που τους νοσήλευε όλους, έμενε απρόσβλητη. Ούτε την άγγιξε η ασθένεια.
Και όταν έπεσε η μεγάλη αρρώστια, μετά τον ευρωπαΐκό πόλεμο, κ’ έτρεχε δω και κει κάνοντας τη νοσοκόμο, και
πάλι η αρρώστια αυτή σα να τη σεβόταν, ή τη φοβόταν, δεν την πλησίασε.
Κ' έτρεχε από τότε κάνοντας τη νοσοκόμο. Ο Δήμος είχε παρατηρήσει, πως αυτή
όταν της πέθαινε κάποιος ασθενής, έτρεχε χτυπώντας τις πόρτες όσων γνώριζε για
να αναγγείλει το ευχάριστο αυτό συμβάν! Εύρισκε
ο Δήμος, πως αυτή χαιρόταν όταν έπεφτε συμφορά στο σπίτι που αυτή νοσήλευε άρρωστο,
ή σε γνωστό της σπίτι. Τότε σα να της έφερνε χαρά η λύπη, ο θρήνος των άλλων…
Δεν υπήρχε σπίτι να μην έχει άρρωστο, ή αρρώστους. Και όταν ο ένας
σηκωνόταν, έπεφτε ο άλλος. Στο σπίτι του Δήμου κανείς δεν είχε προσβληθεί ακόμα,
αν και από παντού είταν κυκλωμένοι από άρρωστους.
Και είταν αυτός, η γυναίκα του και η μιά του κόρη. Η παντρεμμένη είχε
προφτάσει κ’ είχε φύγει με τον άντρα της για κάποιο βουνό.
– Μπά,
δέ θα τη γλυτώσουμε και μείς, έλεγε η γυναίκα του, είνε αδύνατο! Δέ θα τη
γλυτώσουμε!
Ένα πρωί σηκώθηκε η γυναίκα του άρρωστη. Ο Δήμος βγήκε να ρωτήσει σε
κάποιο φιλικό φαρμακείο τί να κάνει. Ο φαρμακοποιός είταν άρρωστος και μόνο ο
βοηθός του έμενε κεί. Γιατρός κανείς. Όταν επέστρεψε, βρήκε τη γυναίκα του να
καίει απ’ τον πυρετό. Η κόρη του την περιποιείτο. Τρέχει πάλι όξω, βρίσκει
γιατρό και τον πηγαίνει.
Την άλλη μέρα πέφτει και η κόρη του άρρωστη. Και ο γιατρός δεν ήρθε.
Τρέχει και ρωτά. Και ο γιατρός άρρωστος! Δεν πήγε να βρει άλλον, μόνος του
πολεμούσε να τις σώσει...
Ένα βράδυ που ησυχασμένες κοιμόντουσαν οι άρρωστες, άκουσε την πόρτα να
χτυπά. Σηκώθηκε και πήγε να δει ποιός χτύπησε. Είδε την Μαλτάνα να στέκεται έξω
απ' τη σιδερένια πόρτα.
– Τί
κάνετε; του είπε αυτή γελαστή. Είστε σείς καλά. . . . Άρρωστες λιγάκι είνε...
Μπά, περαστικά! Και ήρθα να τους πω νέα, και νέα πολλά: Πάει ο γέρο Τσουβάλης, ο
μπαρμπέρης ο Φώτης, ο μπαρμπα Θανάσης, η κόρη αυτουνού δω πίσω του ναυτικού,
μια ωραία... Πάνε, πάνε πολλοί!...
Και τα ’λεγε όλα αυτά τα κακά, τις
συμφορές που ‘χαν πέσει στα σπίτια, με γέλιο, σα να ‘λεγε κάτι ευχάριστο!
Επειδή όμως μιλούσε δυνατά, της είπε να μιλά σιγά και τη ρώτησε για το φίλο του
το Μίτσο! . . .
– Ώ,
έκανε αυτή, και τους λησμόνησα! . . . Μα μή είνε ένας, δυό; Είνε τόσοι! . . . Πάνε
κι’ αυτοί, πάνε!.. Κ' είχε μισογίνει καλά η Θυμιούλα, μά καθώς είδε τον άντρα
της νεκρό, πεθαίνει κι' αυτή!...
Ο Δήμος πλάγιασε στο διάδρομο, σ’ ένα καναπεδάκι.
– Τουλάχιστον,
έλεγε, πήγαν μαζί! Γιατί θα ‘ταν πολύ σκληρό, τρομερό, να ‘μενε ο ένας απ’ αυτούς
πίσω, μόνος!
Δημοσθένης Βουτυράς
[ το
διήγημα του Δημοσθένη Βουτυρά «Πάνω σε κάτι ήσυχες νύχτες»
δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία φιλολογική εφημερίδα «Νεοελληνικά Γράμματα»,
Αθήναι, Έτος Α, αριθ. 14, Κυριακή 14 Ιουλίου 1935, (σ. 8-9).
Εδώ έχουν αφαιρεθεί τμήματα του διηγήματος,
χωρίς όμως να αποϋφανθεί η δομή του.
Το τονικό σύστημα μετατράπηκε σε
μονοτονικό.
Το διήγημα άκρως επίκαιρο με την εποχή της
πανδημίας
Ως τραγική ειρωνεία η «κατάρα της Μαλτάνας»
είναι αυτή που επιβιώνει πάνω στην αποσυντιθέμενη κοινότητα.]
ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ
[ ανάρτηση 16 Απριλίου 2023 :
Δημοσθένης
Βουτυράς
« Πάνω σε κάτι ήσυχες νύχτες »
διήγημα 1935
εφημ. «Νεοελληνικά Γράμματα»
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου