Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

Μ. Καραγάτσης "Ο κόσμος που πεθαίνει" σημείωμα για το υπό έκδοσιν μυθιστόρημα "Ο Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου" περ. "Φιλολογική Κυριακή" 1943

 




Μ. Καραγάτσης

« Ο κόσμος που πεθαίνει »

σημείωμα για το υπό έκδοσιν μυθιστόρημα

«Ο  Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου»  

περ. «Φιλολογική Κυριακή»» (1943)

 

 

 


 

 

   Από το 1933 που κυκλοφόρησε το πρώτο μου βιβλίο, ως τα σήμερα, έφερα στη δημοσιότητα οκτώ έργα, δίχως ποτέ να νιόσω την ανάγκη να τα προλογίσω ή να τα δικαιολογήσω. Πιστεύω στην αρχή πως ένα έργο τέχνης πρέπει να κλείνει μέσα του όλα τα στοιχεία της υποκειμενικής  (σχετικά με τον αναγνώστη) και της αντικειμενικής (σχετικά με τον αναγνώστη) δικαίωσής του.

    Ο καλλιτέχνης που προλογίζει επεξηγηματικά το έργο του, τοποθετεί ασυνείδητα τον εαυτό του σε θέση κατηγορούμενου, που νιόθοντας την ανεπάρκεια της δημιουργικής του απολογίας μέσ’ από αυτό τούτο το έργο του, την συμπληρώνει μ’ έξωκαλλιτεχνικά προλεγόμενα.

    Είπα πως πιστεύω σ’ αυτή την αρχή. Κι’ όμως σήμερα, δέκα ολόκληρα χρόνια μετά το πρώτο μου βιβλίο, και στις παραμονές που θα ριχτεί στη δημοσιότητα το έννατο, νιόθω την ανάγκη να την παρατώ, και να δώσω στους αναγνώστες μου μερικές προκαταβολικές εξηγήσεις που τις ζητάει, όχι η ουσία, αλλά η διασπαστική μορφή με την οποία παρουσιάζεται το καινούργιο έργο μου.

 

   Αν ο «Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου» ήταν ένα ξεμοναχιασμένο μυθιστόρημα, όπως ο «Γιούγκερμαν» ή το «Χαμένο νησί», δεν θα είχε ανάγκη από καμιά προλεκτικήν επεξήγηση. Ο «Κοτζάμπασης» όμως είναι το πρώτο έργο ενός μυθιστορηματικού κύκλου, τουυ «Κόσμου που πεθαίνει». Κ’ έτσι, με το σημείωμά μου αυτό, δεν επεξηγώ τον «Κοτζάμπαση» αυτόν καθαυτόν, αλλά τον «Κόσμο που πεθαίνει», και με την ευκαιρία που κυκλοφορεί το πρώτο έργο της σειράς.

   Αν βέβαια, είχα την υπομονή να γράψω πρώτα και τα δέκα μυθιστορήματα του κύκλου, και να τα δημοσιέψω όλα μαζί, τότε η καλλιτεχνική δικαίωση του συνόλου δεν θα είχε ανάγκη ερμηνευτικού προλόγου. Άνθρωπος όμως είμαι κ’ εγώ, και σαν άνθρωπος, ματαιόδοξος. Βιάζουμαι να ρίξω το έργο μου στο μεϊντάνι της δημοσιότητος, έστω και κοματιαστά. Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω . . .

 

 

   Φτάνοντας στο μεσοδρόμι της ζωής, στοχάστηκα τί έδωσα ως τα σήμερα, κι’ αναμέτρησα τις δυνάμεις μου, να ιδώ τι μπορώ να δώσω από σήμερα κι’ ως πέρα. Τολμώ να νομίζω πως το περασμένο μου έργο είναι — άσχετ’ από καλλιτεχνικήν αξία — απόλυτα συνεπές με τη φυσιολογική διάρθρωση κ’ εξέλιξη του οργανικού ανθρώπινου συνόλου μου. Ίσως ο Πανάγαθος να μου έδωσε λίγο τάλαντο, τόσο λίγο όμως, ώστε να μην παρουσιάσει πουθενά ξεσπάσματα πρώιμης   ωριμότητας.

 

 

   Η ζωή μου κύλησε φυσιολογικά μέσα στον οργανικό χρόνο, και το έργο μου καθρέφτισε πάντα την εξελικτική κατάσταση του οργανικού ανθρώπινου συνόλου μου. Παιδί ήμουν, κ’ έβλεπα τη ζωή με τα παιδικά μου μάτια. Έφηβος γίνηκα, και ταράχτηκ’ από τις ανησυχίες της ήβης. Όντας εικοσάχρονος, εχάθηκα κ’ εγώ στους γοητευτικούς δρόμους των ανερμάτιστων  ιδεολογιών, των καλοπροαίρετων ονείρων. Κι’ από κει, εμπήκα στη νεότητα, την έζησα όπως την ζουν όλοι οι άνθρωποι, και την απόδωσα στο έργο μου ακριβώς όπως την έζησα, όπως την ένιωσα, όπως την αισθανόμουν να κυλάει στους νέους ακόμα ιστούς του κορμιού μου.

 

   Ο χρόνος όμως κυλάει αφίνοντας την καφτερή του σφραγίδα σ’ όλα τα πάντα της ύπαρξής μας. Η ζωή πέρνει μιάν άλλη σημασία στην ψυχή και στο μυαλό μας, αφίνει μιάν άλλη γεύση στα ξεραμένα χείλη μας. Το πέπλο του στοχασμού σκεπάζει την  άλλοτε αυθόρμητη φλόγα του ματιού. Είναι μακριά ακόμα τα γερατιά. Μά όσο περσότερο κοντεύουμε το θάνατο, τόσο πιο μακριά θέλουμε να τον τοποθετούμε. Ήρθε η στιγμή να ζούμε πιότερο για τους άλλους και λιγότερο για τον εαυτό μας. Έφτασε η ώρα να ξεκολήσουμε τον εαυτό μας απ’ τη ζωή που μας παρατάει, και ν’ αντικούσουιιε με πάθος ψυχρό τη ζωή που κυκλώνει τους συνανθρώπους μας. Το ατομικρό μας δράμα γίνεται απόκρυφο, τη στιγμή ακριβώς που αρχίζει.

 

 

 

 

    Ξεκινόντας απ’ την αρχή πως το μυθιστόρημα είναι «σύνθεσης του παντός», καθρέφτης κ’ εικόνα αντικειμενική μιάς εποχής κ’ ενός κόσμου δοσμένη ανάμεσ’ από μιάν υποκειμενική  ιδιοσυγκρασία, ήρθε η στιγμή που στοχάστηκα: Ποιος ο λόγος να σπαταλάει, ο μυθιστοριογράφος, τη φαντασία του, στην εύρεση θεμάτων και θέσεων για τα μυθιστορήματά του, θεμάτων και θέσεων που διασπούν για λόγους τεχνικούς το ενωμένο σύνολο μιάς γνώσης, μιάς εμπειρίας, μιάς δημιουργίας; Ποιος ο λόγος να γράφει κανείς πολλά μυθιστορήματα, πάνω σε πολλά θέματα, όταν ο σκοπός μας είναι μοιραία ένας και μόνος; δηλαδή ο κόσμος μας, η εποχή μας, όπως τη βλέπουμε, όπως  τη νιόθουμε, όπως την αναδημιουργούμε κάτω από την πένα μας;

 

 

   Σ’ αυτό το Credo της μυθιστορηματικής ουσίας και μορφής, δεν με οδήγησε μονάχα το καλλιτεχνικό μου κριτήριο, αλλά κ’  η ενατένηση της αξιόλογης ως τα σήμερα παραγωγής του είδους.

    Οι περισσότεροι μυθιστοριογράφοι προσπάθησαν να δώσουν στο έργο τους, — θελημένα ή αθέλητα — τη μορφή ενός συνόλου, είτε προγραμματικά, είτε εκ των υστέρων. (Το μορφολογικό αυτό σύνολο είναι άσχετο με το ουσιαστικό, που διακρίνει πάντοτε την καλή παραγωγή αδιάφορ’ απ’ την τυχόν διασπαστική μορφή της).

   Αυτή είναι η περίπτωση των Μπαλζάκ. Ζολά, Προύστ, Γκωλσνουέρδυ, Ροζέ Μαρτέν ντύ Γκάρ, Ρομαίν Ρολλάν, Ζύλ Ρομαίν, Ζώρζ Ντυαμέλ, καί άλλων.

   Αντιθέτως, οι μεγάλοι Ρώσοι, απόφυγαν αυτή τη μορφολόγηση, έκλεισαν όμως το έργο τους σ’ ένα κλίμα πυκνά ενιαίο, που αντισταθμίζει κατά πολύ το διασπαστικό της  μορφής του.

   ( Οι κανόνες της τέχνης έχουν αξία στην εφαρμογή τους,  μόνον όταν συνοδεύονται από ταλέντο. Χωρίς ταλέντο, κ’ η περιφημότερη θεωρητικά συνταγή καταντάει τόπος κοινός. )

 

 

   Οπωσδήποτε, εφ’ όσον ο μυθιστοριογράφος δεν είναι οπαδός των αναρχικών λογοτεχνικών θεωριών του εσωτερικού μονόλογου κ.τ.λ., πρέπει να τοποθετήσει το έργο του σ’  ένα κάποιο σημείο, να το πλαισιώσει μ’ ένα κάποιο περίγυρο, σε τρόπο που να δώσει τον κόσμο της εμπειρίας και του στοχασμού του ανάμεσ’ από πρόσωπα, γεγονότα, ατμόσφαιρα. Με άλλα λόγια το «θέμα» είναι απαραίτητο για μια σύνθετη μυθιστορηματική παραγωγή τόπου μάκρους. Το μεγάλο γενικό θέμα, που είναι τεχνικώς αρκετά ανεξάρτητο από τα μερικά θέματα του κάθε κατά μέρος μυθιστορήματος.

 

   

   Βασισμένος, λοιπόν, απάνω σ’ αυτήν την σχετικήν αρχή, εδιάλεξα, ή καλλίτερα ετοποθέτησα τις δημιουργικές μου δυνατότητες στο πιο πρόσφορο – σύμφωνα με τη γνώμη μου – για την αξιοποίησή τους θέμα.

    Έτσι, μπορώ να περικλείσω το θέμα του «Κόσμου που πεθαίνει» σ’ έναν στεγνό κάπως ορισμό : Η βιολογική και κοινωνική ιστορία μιάς αστικής ελληνικής οικογένειας από το 1821 ως τα σήμερα, τοποθετημένη εξελικτικά μέσα στην κοινωνική, εθνική, πολιτικήν, οικονομική, πολιτιστική, πνευματική κ.τ.λ. ιστορία του τόπου μας, και στο ίδιο χρονικό διάστημα.

   Ο ορισμός είναι στεγνός και στενός, δίχως άλλο. Αλλά το θέμα που περικλείνει είναι αντικειμενικά τεράστιο, κ’ ίσως — πολύ ίσως — να ξεπερνάει τις δημιουργικές μου δυνάμεις. Ίσως πάλι, κατηγορηθώ για την οίηση μιάς παρόμοιας σε μήκος, πλάτος, βάθος, μυθιστορηματικής προσπάθειας. Η κατηγορία θα είναι άδικη.

   Αν πετύχω, επέτυχα. Κι’ αν αποτύχω, τουλάχιστο θα πέσω από το ύψος που χρειάζεται για να κάνει το πέσιμό μου τραγικότερο. Αλοίμονο σ’ εκείνους που σκοντάφτουν στο πρώτο χαλικάκι του ασφαλτωμένου δρόμου των εύκολων επιτυχιών.  

 

   Ο «Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου» είναι το πρώτο έργο του κύκλου «Ο κόσμος που πεθαίνει». Από δω ξεκινάει η οικογέια των Ρούσηδων, για να φτάσει με τους κατοπινούς τόμους στην εποχή μας, και με την τέταρτη γενεά της. Είναι η ιστορία του γενάρχη Μίχαλου Ρούση, που πάλαιψε σκληρά δεκαοχτώ ολόκληρους μήνες (Φλεβάρης 1821 — Αύγουστος 1822  για να γλυτώσει τη ζωή του που την απειλούσε ο σίφουνας της Επανάστασης. Και θα την γλυτώσει, για να στεριώσει την οικογένεια που θα φτάσει στις ημέρες μας.

    Οι άλλες λεπτομέρειες του μυθιστορήματος δεν εδιαφέρουν  το σημείωμ’ αυτό, που είχε ένα και μόνο σκοπό: Να κατατοπίσει τους αναγνώστες μου στην πραγματική σημασία του «Κοτζάμπαση», που παρ’ όλη τη φαινομενική του αυτοτέλεια, δεν είναι παρά το πρώτο λιθάρι ενός πολυσύνθετου μυθιστορηματικού οικοδομήματος.

 

 

                             Μ.  ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ

 

 

 

 

[ το εισαγωγικό σημείωμα του Μ. Καραγάτση για την επικείμενη έκδοση του μυθιστορήματός του «Ο Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου», μυθιστορήματος που εντάσσεται στον μυθιστορηματικό κύκλο «Ο κόσμος που πεθαίνει», δημοσιεύθηκε στο περ. «Φιλολογική Κυριακή», Αθήνα, δντής: Ευάγγελος Μπουντούρης, Χρονιά Α΄, τόμος 1ος, αριθ. φύλλου 10,  26 Δεκέμβρη 1943, σ. 152.  ]

 

( εδώ το σημείωμα δεν είναι πλήρες.

Η παραγραφοποίηση ελαφρώς διαφοροποιημένη (περισσότερες παράγραφοι) σε σχέση με το πρωτότυπο κείμενο.

Το πρωτότυπο κείμενο σε πολυτονικό )

 

 


 

 

 

1944: Μ. Καραγάτσης, « “Ο κόσμος που πεθαίνει” - Ο Kοτζάμπασης του Καστρόπυργου», Αετός, Αθήνα, (σ.  240), (μυθιστόρημα)

 Το μυθιστόρημα «Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου» ανήκει στην τριλογία του Μ. Καραγάτση «Ο κόσμος που πεθαίνει» (μυθιστόρημα-ποταμός, roman fleuve) (1944,1947, 1949).

   Είναι το πρώτο από τα τρία μυθιστορήματα της τριλογίας.

  Τα άλλα δύο μυθιστορήματα της τριλογίας:

/ - (1947) «Αίμα χαμένο και κερδισμένο»,

/ - (1949) «Τα στερνά του Μίχαλου».

 

 

 

 

 

ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ

eleftherografos.blogspot.com

[ ανάρτηση 10 Μαρτίου 2024 :

Μ Καραγάτσης

« Ο κόσμος που πεθαίνει »

σημείωμα για το υπό έκδοσιν μυθιστόρημα

«Ο  Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου»

περ. «Φιλολογική Κυριακή» (1943) ]

 

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γιάννης Ξενίκας "Βερολίνο 1" Τω ξενίω Ζηνί

  Γιάννης Ξενίκας « Βερολίνο 1 » Τω ξενίω Ζηνί           Βερολίνο 1     Ένας μεγάλος περίπατος στο κέντρο του Βερολίνου ...