Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2025

Παύλος Φλώρος "Τα Πράματα" διήγημα 1944 (διήγημα για την Μικρασιατική καταστροφή) δημοσίευση περ. Επαρχιακά Γράμματα ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

 



Παύλος Φλώρος

« Τα Πράματα »

διήγημα 1944

δημοσίευση περ. Επαρχιακά Γράμματα

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

 

 

 

 

Τα Πράματα

 

 

 

   Η θάλασσα! η θάλασσα!

   Καθώς ροβολοΰν, φορτωμένοι ό,τι μπόρεσαν να σηκώσουν από το νοικοκυριό τους και πετοΰν κάπου-κάπου καμμιά λέξη στα ζωντανά τους, ρίχνουν μιά ματιά και στη θάλασσα, γιά ν’ ασφαλιστοΰν. Άν είναι πάντα εκεΐ και δεν έφυγε κι’ αυτή όπως έφυγε ό τελευταίος στρατός. Και η σκόνη τους φέρνει την απάντηση καθώς τους πασπαλίζει τα ματόκλαδα κι’ ασπρογαλιάζουν, σά νά ναι βαμμένα, ανάμεσα στα ιδρωμένα μέτωπα και στην ανήσυχη φλόγα των ματιών. Και το ευγνωμονοΰν το μελτεμάκι, που τους τή φέρνει σιμά, τόσο σιμά τη θάλασσα, τη μάνα, που θα τους γλυτώσει από τους Τούρκους… Άρα γε θά είναι ακόμα εκεί τα καΐκια;

   Μπορούσαν, έτσι καθώς είναι, νά πήγαιναν καί σέ πανηγύρι. Στόν Προφήτ’ Ηλία, γιά να ξημερωθούν στην κορυφή, ακουμπισμένοι στόν τοίχο του εξωκκλησιοΰ, γιά να πρωτοϊδοΰν τον ήλιο καθώς θα σκάει πίσω από τη γαλάζιαν άχνη του Σίπυλου. ’Ή στην Άγια Μαρίνα, κάτω εκεΐ που μυρίζει η θάλασσα σάπιο φύκι κ’ είναι τα ρηχά νερά με τα «νταλιάνια», των ψαράδων, που θυμίζουν προϊστορικά καλύβια σκαρωμένα πάνω σε πασσάλους. Στην Άγια Μαρίνα όπου στήνανε χορό ίσαμε τη νύχτα κι’ ανάβανε τα αίματα και— καμμιά φορά— πύρωναν τά χέρια καί βγάζανε το μαχαίρι.

   Τί πανηγύρια! Αυτά σήμερα είναι μακρυά, πίσω από τα βουνά, πίσω από το γαλάζιο τ’ ουρανοΰ. πίσω απ’ τ’ αστέρια, που θα βγουν απόψε πάνω απ’ τά πλεούμενα, τα καΐκια που θα κυλούν γιά τη Χίο. Καλομελέτα κ’ έρχεται!

   Πανηγύρια...Καΐκια...Μιά ξερή βουή αναδίνει η γή, τα σκονισμένα χαμόδεντρα, τα δέντρα, γκρέμιοι τοίχοι, παλιά τούρκικα λουτρά ή τζαμιά — ρημάδια από τον καιρό της πανούκλας. Τα τζιτζίκια. Το χαβά τους, το διαβολοτράγουδό τους, τη στιγμή πού ο κόσμος καίγεται τρικλίζει από τγν έγνια, που του τρυπανίζει τα μυαλά. Χά χα χα! Είν’ ο ήλιος που χαχάνισε; Τα τζιτζίκια; ’Ή κανένας διάβολος κρυμμένος πίσω από τα φύλλα της συκιάς;

  — Γιά ποΰ, βρέ παιδιά; Πίσω πάλι;

  — Πίσω! Πάμε σπίτια μας.

  — Μετανοιώσατε;

   — Δέ θα μας πειράξουν οι Τούρκοι. Υπογράψανε, λέει, χαρτί. Έσεΐς δέ θα γυρίσετε;

   — Όχι, δέ θα γυρίσουμε. ’Έχει ακόμα καΐκια κάτω;

  — Έχει.

  —Στό καλό!

  — Στό καλό!

   Δεν είχαν τίποτα περισσότερο να ποΰν ανάμεσά τους οι δυό ομάδες. Όσοι είχαν μιά κατεβεΐ και ξαναγύριζαν στα σπίτια τους, κι’ όσοι κατέβαιναν τώρα στη θάλασσα. Συγγένεια, φιλία, τίποτα πιά δέν τους δένει, όσους ανεβαίνουν κι’ όσους κατεβαίνουν. Η Μοίρα ξετυλίγει νήματα πού’δεναν τους ανθρώπους αναμεταξύ τους. Ο καθένας μένει τώρα λυτός, μοναχός του, με τον εαυτό του. Μέ το κορμί καί μέ τό θεό του. Ένα από τούτους που κατεβαίνουν λέει:

   — Γυρίζουνε.Ποιός έχει δίκιο;

 — Παίζομε όλοι μονά ζυγά. Ποιός θά κερδίση; άπαντα άλλος και στίβει τον ιδρώτα από το μέτωπο.

  — Εμπρός, παιδιά, αφήστε τά λόγια. Ο ήλιος χαμηλώνει. Ο ήλιος. ...Κεφάλια σηκώνονται κατά τα Καράμπουρνα, όπου ο Μίμας, το ψηλό βουνό. Κατά κεΐ γέρνει ο ήλιος. Ο μισός δρόμος πέρασε, όχι, λίγο ακόμα ίσαμε κεΐ πού τελειώνει ο κατήφορος. Κι’ από κεΐ καί πέρα, ολόϊσα πιά, πιό κάτω ο κούλας του Τσολάκη μέ τό μύλο, ύστερα τό αμπέλι του Γενεκίδη. Κ’ ύστερα η Σκάλα. Τό μελτεμάκι, τά καΐκια, τά πανιά, τά κουπιά. Η λευτεριά. Μέσ’ από τή σκόνη τά μάτια βουτούν στή γαλάζιαν απλωσιά, ακουμποΰν στα νησάκια καί ξαναστυλώνονται στόν ήλιο. «Ό ήλιος χαμηλώνει» λένε μέσα τους καθώς ανασαίνουν λαχανιασμένοι. Ο ήλιος χαμηλώνει. Ό,τι είναι πίσω, δέν υπάρχει. Επί τέλους μιά μέρα, στή ζωή, πού τό πίσω δέ λογαριάζεται. Λίγο το’χεις;

  — Τί βλέπεις πίσω, βρέ Μανώ­λη! Μπρός σου κοίταζε! Αττοί πίσω πάνε: Άς τους!

  — Θα κοιμηθούν απόψε στα σπίτια τους, αύριο θά πάνε στ’ αμπέλια γιά τά παρατσάμπια…

   — Αυτοί μέ τό σπίτι καί τ’ αμπέλι καί μέ τό χάρο. Εμεΐς δίχως τίποτα μέ τή ζωή.

  — Παποΰ, άκου!

  — Τί ;

   — Τά τζιτζίκια. Νάμαστε τώρα στ’  αμπέλι, λέει καί νά κοιμώμαστε κάτω από τό μύλο, πλάι στό μποστάνι. Να πέφτουν στάλες νερό στο πρόσωπο και να μας δροσίζουν. Κ’ ύστερα… σύκα κρυωμένα  στό νερό τοΰ πηγαδιοΰ. Ουφ, βρωμάει ψοφίμι !  

  — Τ’ αφίνομε τ’ αφίνομε πίσω μας. Τράβα ! ΄Ολα πίσω… τζιτζίκια… ψοφίμια κι’ αυτούς πού γυρίζουνε στά σπίτια τους. Τό χειμώνα δέ θά ύπάρχη τίποτ’ άπ’ αυ­τά μήτε απ’ αυτούς....

   — Παποΰ, ξέχασα τό γατάκι. Τό γατάκι μου, παποΰ ! –

 — Θά ξαναβρεΐς άλλο εκεΐ πού θά πάμε. Τό χώμα τούτο δέ μάς σηκώνει πιά. Υπάρχει εκεΐ κάποια Ελλάδα, τήν ξέχασες;

 

 

  — Φωτιά ! Τό σκολιό καίγεται !  

  — Οι Τούρκοι ! Βάλανε φωτιά.

   Πόρτες κλείνονται, άλλες ανοίγονται. Όπως τύχει. θέλεις ν’ ανοίξεις καί σφαλάς. Πας νά κλειδώσεις καί ξεκλειδώνεις. Τί είναι εκεΐνοι οι χτύποι στα λιθάρια του δρόμου ; Ποδοβολητό καί περ­νάει. Ένα φρύγανο σέρνει ο αγέρας κι’ αποχτυπάς. Μέ μιας τό κορμί σου είναι βαρύ γιά νά τό διαφεντέψης. Τώρα τό καταλαβαίνεις πόσο βαρύ είναι. Ποΰ νά τό πας, ποΰ νά τό βάλεις… Τό κορμί— καί τα ροΰχα σου. Τό σπίτι δέν κουνιέται, κ’ έτσι τό βάρος του δέ σέ απασχολεΐ. Μόν’ ό,τι λάμπει, γυαλίζει από δική του α­ξία — χρυσάφι κι’ ασήμι — ή από νω­πόν ιδρώτα — ο καρπός. Νάτος, μοσκοβολάει στις σακκοΰλες. Απάνω του κοντοστέκεται πιό πολύ τό μάτι. Καί θολώνει.

   — Νά φύγουμε ! Απ’ τόν πίσω δρόμο !

  — Στή Σκάλα δέν υπάρχουνε πιά καΐκια. Στά βουνά !

   — ’Όχι, στόν Γκιούλμπαξε, στόν Τσεσμέ, στήν Αγριλιά. Τούρκοι δέ θάναι ακόμα πηγαιμένοι εκεΐ  

  — Κ’ η συμφωνία; το χαρτί που υπογρά ψανε;

   — Τό πρωΐ πήραν τρεις δημογέροντες. Και το Σταματιάδη. Είταν, λέει, Έλληνας υπήκοος κ’ έμεινε νά μή χάσει τ’ αμπέλια του. Τους πήγανε στούς εφτά μύλους. Καί τούς σφάξανε μέ τό γιαταγά­νι σαν αρνιά !

   Μιά κρυάδα στό σβέρκο, περνάει τό γιαταγάνι.

   — Πιάνουν τα κεφάλια. Εμάς δέ θά πειράξουνε! Ας πληρώσουν τώρα οι πλούσιοι. Η σειρά τους. Χά χά ! Κάτσε σύ. Εμείς θα φύγουμε.

   — Θά φύγουμε.

   Είναι δική τους τούτη η γής ; Νύχτα τήν αποζητοΰνε, τρυπώνουν εδώ, τρυπώνουν εκεί. Δέν της ζητούνε καρπό παρά κρυψώνα. Σέ σπηλιές όπου κρύβονταν από τη λάβρα του ήλιου καί τη μπόρα — κρύβονται τώρα από το χάρο. Κι’ ο ήλιος, τό φώς, είναι τώρα ο χάρος. Ένα μεγάλο μάτι, τό μάτι του Τσέκι. Μόνο η νύχτα εύναι  η μάνα. Κι’ η θάλασσα. Πού νά τή ζυγώσεις τώρα. Δέν υπάρχει πιά βάρκα μήτε πλεούμενο... ’Άχ, η θάλασσα Δέ χωρεί μήτε τό στεναγμό, μήτε τό βούρκωμα του ματιού.

   Κ’ η γής ; Κ’ οι καρποί ; Εφέτος θά είταν μεγάλη η λαδιά. Λαδιά… Ποιός κοιτάζει τόν ελιόκαρπο — πού μπορεί να’ ναι καί μάτια ; Ποιός κοιτάζει ;

   Ένα μωρό ξεφωνίζει. — « Σ κ α ­ σμός, θά μάς προδώσει !» Η μάνα πασχίζει νά το μερώσει, του ανοίγει τα στήθη. «Φάε, σώπα, βουβάσου !» Εκείνο ξεφωνίζει πιότερο, η πηγή είναι στερεμένη.

  — Σκασμός

  — Τί νά τοΰ κάνω, θέμου ;

  — Πνίξ’ το !  

   Το σούρουπο, καθώς, ετοιμάζονταν γιά την έξοδο, την είδαν χάμω στη μπασιά της σπηλιάς και μαδοΰσε κλαδιά. Μόνη. Τα φύλλα πέφτανε, κι’ άλλα κι’ άλλα κι’ άλλα. Κι’ η μάνα έγρουζε : «Φάε, σώπα βουβάσου !»

 

   Έτσι καθώς είναι μαζεμένοι οι άντρες. Αλλόκοτος, μά τήν αλήθεια, δεσμός, αφοΰ τα μάτια τους αναδίνουν κάπου-κάπου κάτι παράξενες λάμψεις καθώς τό βλέμμα πλανιέται άσκοπα, χαμένο καί σκόρπιο, — θά είναι οι σπίθες της φωτιάς που πασχίζει παραφυλάγοντας, ν’ ανάψει η τρέλλα. Κ’ είναι ακόμα πιό ανόμοιο τό ντύσιμό τους, τόσο παρδαλό κι’ ακατανόητο σάν αποκρηάτικη μασκαράτα δίχως γέλια καί δίχως κίνηση, που θά τήν είχε μαρμαρωμένη κάποιος βαρύς εφιάλτης — ο ένας με μαντηλοδεμένο τό κεφάλι, ο άλλος ξυπόλητος, ετοΰτος μέ τό σώβρακο, εκείνος πασχίζοντας, σάν άλλος ’Οδυσσέας ή Αδάμ, νά κρύψει τά κρυφά του μέ κάποια σακκούλα ή κουρέλι — έτσι καθώς τούς πήρε η μπόρα ή όπως τούς μάδησαν νυχτερινοί γύπες, λές κ’ ή Μοίρα ξανατύλιξε ανάμεσά τους τό νήμα της καί δέν είναι πιά λυτός ο καθένας καί μονάχος. Φαίνονται σά νά τούς έχει ξαναδέσει η Μοίρα.

   Ναι, τούς ξανάδεσε, όμως μόνο τά κορμιά τους καί κάποια κοινή τύχη πού δέν τήν ορίζουν πιά ελεύτερα οι ίδιοι. Τά κορμιά τους καί τόν τρόμο τους. Αυτά έχει δεμένα. Τόν τρόμο πού τούς κάνει ένα τίποτα, ένα σκουπίδι.

   Καθώς αντηχεΐ σε ξένη, Τούρκικη γλώσσα τό πρόσταγμα: «Κατά δεκάδες !» Τά κορμιά μαζεύονται καί ξεχωρίζονται οι δεκάδες, θα μετρηθοΰν. Τόσοι, τόσοι. Ο  καθένας θά εΐναι ένας αριθμός. ΈΕνα κομμάτι κρέας που ακούει και βλέπει. Να  εΐταν τουλάχιστο πέτρες. δέντρα ή ζώα. Τί εΐναι η ζωή του ανθρώπου ! Χτές ελεύτεροι, στό σπίτι τους, στό αμπέλι, στόν πόλεμο, μέ ένα όνομα ο καθένας. Σήμερα πράματα. Δίχως όνομα.

   Πράματα, πού εκτελοΰν, ώς τόσο προστάγματα. Δέν τούς τά μεταδίνει τό λογικό τους, παρά ο τρόμος. ’Άν μπορείς, μή σχηματίσεις δεκάδες στήν πλατεία τούτη, πού είναι κυκλωμένη μέ κόκκινες σημαίες. Έπειτα είναι άρχή. Ποιός ξέρει.. Είναι εκεΐ ακόμα τα γυναικόπαιδα κ’ οι γέροι. Μαζεμένοι κι’ αυτοί, όχι όμως σέ παράταξη.

   Σκιρτάει, η καρδιά, κάνει νά πάει κατά κεΐ, στή γυναίκα, στό παιδί, στή μάνα, στόν πατέρα, στήν αδερφή. Καί δέ μπορεί. Είναι βαρειά σάν πέτρα. Ακούστηκε πέτρα μέ φτερά ; Κ’ έπειτα τό στόμα είναι πικρό, η γλώσσα κολλημένη μέ φαρμάκι πού μόλις περνάει η αναπνοή. Καί νά πήγαινε κατακεΐ η καρδιά, πάλι θά ξαναγύριζε θλιμένη, αναστατωμένη, αλλοπαρμένη, καί θά τράνταζε τό κορμί, νά ξαναγίνει από πράμα, άνθρωπος. Καί τότε τό κορμί θά ξεφώνιζε στόν ήλιο, τόσο πού θά γέμιζε ο αέρας ολόγυρα από τήν κραυγή, όμως ανώφελα· γιατί ο ήλιος δέ θ’ αποκρινόταν κι’ ο Τοΰρκος θά χυμοΰσε με το μαστίγιο ανάμεσα στις δεκάδες καί δέ θά ξεχώριζε μήτε μάτια, μήτε χέρια, μήτε στήθος μήτε πόδια, αφοΰ θά εΐχε εμπρός του πράματα. Καί νά μήν ξεφώνιζε τό στήθος, πάλι η καρδιά θά λαχταρούσε νά ξαναπάει αντίκρυ έκεΐ, στά γυναικόπαιδα καί τούς γέρους, καί πάλι θά ξαναγυρίζει απελπισμένη. Κ’ ύστερα τί θά κάνει ο τρόμος ; θά παρακολουθεί μακρόθυμα τοΰτο τό πήγαινε έλα; Μπορεί ένα πράμα ν’ αντέξει σέ τόσο πολύπλοκες σχέσεις ;

   Γιά τοΰτο τά μάτια μήτε κοιτάζουν πιά πέρα κατά τά γυναικόπαιδα. Καί τό βλέμμα γίνεται σουβλί καί σουβλίζει τό φώς, τό χώμα τίς κόκκινες σημαίες. Μόνο άν τύχει καί αγγίσει καμμιά ριπή της αύρας τα βαριά μέτωπα, λύνονται οι γλώσσες.  

   — Αύτά κάνανε οι υπογραφές καί οι όρκοι !

  — Τί αξία έχουνε τά χαρτιά, ταν τό αίμα βράζει καί πάει ολοΐσα στό σκοπό του !

  — Άραγε τί θά μας κάνουν ;[1]

 — Στήν Πέτρα !

 — Πελέκι!

  — Μωρέ τό σκάαμε ; Κι’ ας μάς ρίξουνε! Κάλλιο νά μας εύρει τό βόλι ελεύτερους. καθώς θά φεύγομε, παρά νά . . .

   Όμως κανένας δέν τό κουνά. Είναι κάποιος αόρατος πάνω απ’  τά κεφάλια τους καί ρίχνει τά ζά­ρια. Μονά-ζυγά. Κάποιος στό τέλος θά γλυτώσει. Κι’ ό καθένας ελπίζει πώς θά είναι αυτός ο κάποιος. ’Έρμη ελπίδα !

  — Εγγυήσεις, όρκοι, συμφωνίες ώς που μάς πιάσανε στη φάκα.

  — Μωρέ καλά έλεγα γώ νά’φευγα. Καλά έλεγα νά μήν πιστεύω σέ τίποτα... Συμφωνίες, όρκοι... Σ . . . .ά ! Λόγια του Σατανά !

  — Ν’ ακούς μονάχα τή φωνή πού είναι μέσα σου. Νά τί ν’ακούς!

 — Κρεμαστήκαμε στό έχει μας. Κολλήσαμε σάν πεταλίδες. Νά μή χάσουμε σπίτι κι’ αμπέλι... χά χά! Έ λ α τώρα σπίτι, νά μάς κρύψεις…

   Μιά σάλπιγγα ξεχύνει τό κύμα της στό φώς. Τά κομμάτια κρέας μόλις σαλεύουν τά βλέφαρα.

  — Γονατίστε! Φωνάζει δυνατά μιά τούρκικη φωνή. Γονατίστε, γκιαούρηδες!

   Οι γκιαούρηδες γονατίζουν. Ένας, δύο, πολλοί, στή στάση τούτη, κάτι θυμούνται. Κάτι, μέσα στό κομμάτι κρέας σπιθίζει, ένα κύμα φουσκώνει τό στήθος, τά μάτια βουρκώνουν, η πέτρα ραγίζει — ένα δάκρυ σκάει. Προσεύχονται. Δέν υπάρχει. τίποτα ολόγυρα, υπάρχει ο ένας, ο Αιώνιος, ο μεγάλος ’Άγνωστος, μέ τήν ανοιχτή, γαλάζια αγκάλη. Τί είναι τό κρέας ; Σαπίλα ! Η ψυχή ορθώνεται λαμπάδα.

   Κάποιων τό μάτι παίρνει μιά σημαία πού ανεβαίνει. Μιά σημαία απίστευτη σ’ εκείνο τό μέρος. Όχι τούρκικη. Κ’ ευθύς τραντάζεται τό φώς από σάλπιγγες καί τύμπανα. Ένας ύμνος. ’Όχι ο τούρκικος.

   Οι αριθμοί είναι γονατισμένοι. Τί λένε τά δέντρα, όταν παίζει μουσική; ¨Η τά πρόβατα; Άν καί τοΰτοι εδώ δέν είναι μήτε καν πρόβατα, πού θά βοσκήσουν καιρό, ελεύτερα και χαρούμενα, πριν σφαχτούν. Όμως κοίτα, καθώς ακινητοΰν, κάτι μέσα τους, άθελά τους, ολότελα ανεξάρτητα από τή μουντή τους υπόσταση, συνοδεύει πρόθυμα τούς ήχους, πού είναι γι’ αυτούς τό προμήνυμα του μαρτυρίου. Σά νά σκορπίζεται τό χάος πού τούς χωρίζει από τόν κόσμο. Καθαρό πουκάμισο, χτενισμένα μαλλιά, τριαντάφυλλο στό αυτί. Σουμάδες, κουφέτα, καλαματιανός. Κορίτσια, κρασί. — Ο ρυθμός! Τό θάμα κ’ η απάτη του.

   Η μουσική κόπηκε.

  — Σηκωθήτε, γκιαούρηδες!

   Πάλι η λάβρα, ο τρόμος, η ερημιά, το σουβλερό βλέμμα όπως στήν Έρημο. Αντίκρυ τά παιδιά, οι γυναίκες, οι γονιοί, τ' αδέρφια. Άλλος κόσμος, άπιαστος.

   — Άραγε θά τούς ξαναϊδοϋμε ;

   — Στόν άλλο κόσμο πιά. Είναι δικοί τους, βγαλμένοι από τα σπλάχνα τους ; Οι ίδιοι σπλάχνα εκείνων εκεί; Δέν μπορεί νά’ναι,

   Εκείνοι εκεί είναι σέ άλλον κόσμο, σέ κανένα άστρο μακρυνό. Ειδεμή θάπρεπε νά λειώσει η σάρκα των σκλάβων τούτων, νά γίνουν τά στήθη τους ρευστό υγρό από τή θλίψη, από τή βράση της θλίψης. Καί νά μή στέκονται τούτα δώ τά άψυχα πράματα στήν πλατεία τούτη τήν κοκκινοζωσμένη, κάτω από τόν αυγουστιάτικον ήλιο.

   Τά πράματα. Τά κομμάτια κρέας. Μήτε κάν κοπάδι.

 

 

 

’Ιούνιος 1944

 

ΠΑΥΛΟΣ ΦΛΩΡΟΣ

 

 

 

 

 

   Το διήγημα του Παύλου Φλώρου «Τα Πράματα», αναφερόμενο στη Μικρασιατική καταστροφή και τον ξεριζωμό των Ελλήνων από τη γη της Μικράς Ασίας, δημοσιεύθηκε στο δίμηνο λογοτεχνικό περιοδικό «Επαρχιακά Γράμματα», δντής: Γιώργος Παπαχρίστου, Αθήνα, Χρόνος Α΄, τεύχος 3, Ιούλης 1944, σ. 10-14.


 


   Ύλη περιεχομένων του τεύχους 3

 

 

 

[ το πρωτότυπο σε πολυτονικό.

Εδώ εσκεμμένα έχουν αφεθεί κάποια ίχνη του πολυτονικού. ]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ

eleftherografos.blogspot.com

[ ανάρτηση 6 Φεβρουαρίου 2025 :  

Παύλος Φλώρος

« Τα Πράματα »

διήγημα 1944

δημοσίευση περ. Επαρχιακά Γράμματα

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ]

 

 

 

 

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παύλος Φλώρος "Τα Πράματα" διήγημα 1944 (διήγημα για την Μικρασιατική καταστροφή) δημοσίευση περ. Επαρχιακά Γράμματα ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

  Παύλος Φλώρος « Τα Πράματα » διήγημα 1944 δημοσίευση περ. Επαρχιακά Γράμματα ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ             Τα Πράματα   ...