Πέμπτη 13 Μαρτίου 2025

Κώστας Καρυωτάκης (Κ.Γ. Καρυωτάκης) "Το Καύκαλο" διήγημα μεταθανάτια δημοσίευση 1938 περ. "Νεοελληνική Λογοτεχνία" ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

 



Κώστας Καρυωτάκης

« Το Καύκαλο »

διήγημα

μεταθανάτια δημοσίευση

περ. «Νεοελληνική Λογοτεχνία» 1938

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

 

 

Το Καύκαλο

 

 

   Οι άνθρωποι νομίζουν πως τα ξαίρουν όλα. Έτσι κανένας δέ θά’θελε να υποθέσει πως ένα καύκαλο μέσα στην οστεοθήκη του είναι κάτι παραπάνω από ό,τι πιστεύεται κοινά. Γι’ αυτό δεν έτρεμε καθόλου το χέρι του παράξενου ποιητή όταν ήρθε μια μέρα να ταράξει τον ύπνο των αιώνων που κοιμόμουν μέσα στο μαύρο μου κασονάκι, όξω από την εκκλησιά του νεκροταφείου.

   Τις δυό μικρές σπηλιές στη βάση του μετώπου μου – στη ζωή τ’όνομά τους ήταν γλυκό σαν το φως – τις γιόμιζε η νύχτα του ασυνείδητου. Κάποια αράχνη εσάλευε απάνω στο μηλίγγι μου κι’ είχε γίνει τ’όνειρό μου. Ξυπνώντας έξαφνα ένοιωσα να με σηκώνουν. Σίγουρα θα ήρθε η ώρα του χωνευτηρίου, εσκέφτηκα. Με το δίκιο τους θα κουράστηκαν οι δικοί μου να πληρώνουν τόσα χρόνια τώρα το μικρό νοίκι που εξασφάλιζε τη θέση μου στην αυλή της εκκλησιάς. Αλλά δεν ήταν αυτό. Μ’ ετύλιξαν σε μιάν εφημερίδα κ’ ύστερα από λίγην ώρα βρέθηκα στο τραπέζι της μελέτης του ποιητή μου, απάνω σ’ ένα βιβλίο που έτυχε νά’ναι κάτι εύθυμα τραγούδια αγάπης.

   Στην αρχή μ’ άφησαν ήσυχο να κυττάζω, ό,τι μπορούσε να χωρέσει στο στενό του κύκλο το βλέμμα μου, που δεν ήταν βέβαια βολετό να το διευθύνω όπου ήθελα. Αντίκρυ μου άσπριζε ένα κρεββάτι. Οι θύμησές μου ολοένα εζωήρευαν με το να το βλέπω. Τώρα θυμώμουν καθαρά ένα κρεββάτι. Δεν ήταν το κρεββάτι της τελευταίας μου αρρώστειας. Γιατί το ξεκουραστικό κρεββάτι του θανάτου δεν το θυμάται ένα Καύκαλο σαν εμένα παρά μόνο για να νοσταλγήσει τη ζωή. Κ’ εγώ δεν ήθελα να νοσταλγήσω τη ζωή. Θυμώμουν όμως καθαρά ένα κρεββάτι. Ύστερα επέρασε θαμπό από τη μνήμη μου κάτι άλλο… Δέ μπόρεσα να ξεχωρίσω τί. Πάει τόσος καιρός από τότε… Εκύτταζα το ημερολόγιο στον τοίχο για να ιδώ πόσα χρόνια εβάσταξε ο ύπνος μου, όταν ένοιωσα από το θόρυβο πως κάποιος εμπήκε στην κάμαρα. Ήταν ένας φίλος του απαγωγέα μου. Ήρθε και στάθηκε μπροστά μου. Ο ποιητής μ’ έδειξε λέγοντας: «να σου συστήσω τον Κύριο…» κ’ είπε τ’όνομά μου που τό’χε διαβάσει στην οστεοθήκη. Ο άλλος υποκλίθηκε όχι και τόσο ευγενικά, έβγαλε το καπέλο του και μου το φόρεσε. Άναψε κ’ ένα τσιγάρο και το σφήνωσε στα δόντια μου. Ύστερα αρχίσανε να γελάνε. Εγώ τους εκύτταζα σοβαρά, όπως ταιριάζει σ’ όσους έζησαν τη ζωή να κυττούνε αυτούς που θα τη ζήσουν. Δέ με πείραζε καθόλου ένα τέτιο φέρσιμο, μόνο συλλογιζόμουνα τί απλοϊκοί πού’ναι οι άνθρωποι να νομίζουνε πως τα ξέρουν όλα και να μη θέλουνε ποτέ να παραδεχτούνε πως ένα Καύκαλο μπορεί νά’ναι κάτι παραπάνω από ό,τι πιστεύεται κοινά.

   Δυό ολόκληρες ώρες αναγκάστηκα να τους ακούω. Τα λόγια τους θα μου φέρναν πικρό το χαμόγελο στα χείλη. Μιλούσανε για τις γυναίκες τους, για τα βιβλία τους, για κάθε τι σαν να μην ήταν το κρανίο ενός ανθρώπου όμοιου μ’ αυτούς η μπάλα εκείνη της φρίκης, που την ήξεραν τόσο κοντά τους.

   Εφύγανε.

   Αργά, μετά τα μεσάνυχτα εγύρισε μοναχός ο ποιητής. Δεν ξέρω γιατί ένοιωσα κάτι σαν ένα αίσθημα υπεροχής να με κυριεύει. Καθώς άναβε τη λάμπα, το χέρι του δεν ήταν όμοια σταθερό όπως όταν άνοιγε το μαύρο μου κουτί, στο νεκροταφείο. Το φως, πέφτοντας λοξά απάνω μου, μου ’δοσε μιά όψη παράξενα ζωντανή. Το κατάλαβα από την έκφραση του φίλου μου αυτό. Με πήρε στα χέρια του. Άνοιξε το παράθυρο. Θα με πετούσε στο δρόμο αν δεν εκάρφωνα πιο μαύρο και βαθύ το βλέμμα μου στο μεταξύ των ματιών του. Μ’ άφησε στο πεζούλι του παράθυρου κ’ έκλεισε.  Όλη τη νύχτα τον άκουγα να στριφογυρίζει στο κρεββάτι. Αν εκοιμήθηκε, θα ’κανε πολύ ταραγμένο ύπνο.

   Το πρωϊ βρέθηκα μέσα στην οστεοθήκη μου. Χωρίς άλλο θα μ’ έφερε στη θέση μου ο ίδιος εκείνος τύπος με τα παράξενα γούστα. Τώρα ακουμπώ το σαγόνι μου στοχαστικά στο κόκκαλο του χεριού και σκέφτομαι την περιπέτειά μου. Μου φαίνεται πως βλέπω ακόμα το βιβλίο με τα εύθυμα ερωτικά τραγούδια και το ημερολόγιο με την τραγικά προχωρημένη ημερομηνία. Περσότερο όμως συλλογιέμαι το κρεββάτι. Το κρεββάτι μ’ έκανε να μισοθυμηθώ μιά μικρή ιστορία, που ενόμιζα πως είχα κατορθώσει να την ξεχάσω ολότελα.

 

                                     Κ. Γ.  Καρυωτάκης  

 

 

 

 

μεταθανάτια δημοσίευση του πεζού του Κώστα Καρυωτάκη «Το Καύκαλο» στο περ. «Νεοελληνική Λογοτεχνία», Αθήνα, δντής: Τώνης Ζαχαράκης, Χρόνος Α΄, φύλλο 3, Ιανουάριος 1938, σ. 100-101.

  ( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )

 

 

 

 


/ - 1.

 

 

 

 

 

/ - 2.

 

 



 

/ - 3.

 

 

        

κριτικό σημείωμα του Αντρέα Καραντώνη επ’ ευκαιρία της έκδοσης των Απάντων του Καρυωτάκη

περ. «Νεοελληνική Λογοτεχνία», Αθήνα, δντής: Τώνης Ζαχαράκης, Χρόνος Α΄, φύλλο 3, Ιανουάριος 1938, σ. 125-126.

 

 

 

1938: + Κ.Γ. Καρυωτάκης, «Άπαντα. [Έμμετρα και πεζά]»  [επιμ. Χ. Σακελλαριάδη, εισαγωγή: Τέλλου. Άγρα].  Γκοβόστης, Αθήνα, (σ. 130 + 260).

 

 

1938: Βάσος Βαρίκας, «Κ.Γ. Καρυωτάκης: το δράμα μιας γενιάς», Γκοβόστης, Αθήνα (μελέτη)

  

 

 

 

 

ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ

eleftherografos.blogspot.com

[ ανάρτηση 13 Μαρτίου 2025 :  

Κώστας Καρυωτάκης

« Το Καύκαλο »

διήγημα

μεταθανάτια δημοσίευση

περ. «Νεοελληνική Λογοτεχνία» 1938

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ]

 

 

 

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Herbert Gans "How Popular Culture is influenced by story-tellers and sellers" Nashua Telegraph 1978 ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

  Herbert Gans “How popular culture is influenced by story-tellers and sellers” Nashua Telegraph 1978 ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ          ...