από το λαούτο
στην κιθάρα
και το τετράχορδο μπουζούκι του Χιώτη
ΜΟΥΣΙΚΗ
συνθέσεις για λαούτο
Ο Γιόχαν
Σεμπάστιαν Μπαχ έγραψε πολλές συνθέσεις για διάφορα όργανα, ωστόσο οι
συνθέσεις του για λαούτο είναι περιορισμένες. Παρ' όλα αυτά, μία από τις
πιο γνωστές και σημαντικές συνθέσεις του για λαούτο είναι οι "Σονάτες
και Παραλλαγές για Λαούτο" (BWV 995-1000), οι οποίες περιλαμβάνουν
μουσική για αυτό το όργανο.
Σονάτες για Λαούτο (BWV 995-1000)
Οι πιο γνωστές συνθέσεις του Μπαχ για λαούτο είναι οι
εξής:
1. Σονάτα σε ντο ελάσσονα, BWV 995
Η σονάτα αυτή είναι διασκευή της Σονάτας για Βιολί και
Μπάσο Κοντίνουο (BWV 1014).
Αυτή η σύνθεση είναι τεχνικά απαιτητική και
χαρακτηρίζεται από την πολυπλοκότητα και την έντονη αντιστιξιακή γραφή που
απαιτεί ιδιαίτερη δεξιοτεχνία.
2. Σονάτα σε φα δίεση ελάσσονα, BWV 996
Προέρχεται από την διασκευή της Σονάτας για Βιολί και
Μπάσο Κοντίνουο (BWV 1019).
Έχει και αυτή τις χαρακτηριστικές πολυφωνικές δομές
που χαρακτηρίζουν την μουσική του Μπαχ, και η εκτέλεση του έργου απαιτεί
αυξημένη τεχνική στο λαούτο.
3. Σονάτα σε σι ελάσσονα, BWV 997
Προέρχεται
από την διασκευή της Σονάτας για Βιολί και Μπάσο Κοντίνουο (BWV 1020).
Αυτό το έργο
είναι τεχνικά απαιτητικό και για το λαούτο, καθώς περιλαμβάνει πολύπλοκες
φράσεις και απαιτεί ακρίβεια στον ήχο.
4. Παραλλαγές για Λαούτο (BWV 1000)
Η σύνθεση
αυτή αποτελεί παραλλαγή του έργου για πιάνο του Μπαχ και έχει διασκευαστεί για
λαούτο. Είναι αρκετά απαιτητική και προσφέρει μια ευκαιρία για τη σύνθεση του
Μπαχ να διαδοθεί σε άλλες εκτελέσεις.
Χαρακτηριστικά των έργων για λαούτο του Μπαχ
Τα έργα του
Μπαχ για λαούτο έχουν διάφορα χαρακτηριστικά που καθιστούν τα έργα του δύσκολα
για τον εκτελεστή:
Αντίστιξη και πολυφωνία: Η μουσική του Μπαχ για λαούτο
είναι γεμάτη με αντίστιξη και πολυφωνία, καθώς οι φωνές του διακλαδώνονται
μεταξύ τους και απαιτούν από τον εκτελεστή να εκτελεί πολλές φωνές ταυτόχρονα.
Ρυθμική πολυπλοκότητα: Η ρυθμική ποικιλία και η χρήση
σύνθετων μετρικών σχημάτων καθιστούν τα έργα του Μπαχ απαιτητικά από άποψη
χρόνου και ακρίβειας.
Δεξιοτεχνία: Τα έργα για λαούτο απαιτούν υψηλή τεχνική ικανότητα,
τόσο στην ταχύτητα όσο και στην ακρίβεια, καθώς πολλές φορές η μουσική του Μπαχ
εκτελείται με εξαιρετική ένταση και ευχέρεια στον ήχο.
Παρά το
γεγονός ότι οι συνθέσεις του Μπαχ για λαούτο είναι λίγες σε αριθμό, παραμένουν
αναγνωρισμένες ως μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες και τεχνικά απαιτητικές
στον κόσμο του κλασικού μουσικού ρεπερτορίου για αυτό το όργανο.
Ειδικότερα για το ρομαντισμό και την
κλασική περίοδο:
Αν και το
λαούτο δεν είχε την ίδια δημοτικότητα στην κλασική και ρομαντική
μουσική όσο στα μπαρόκ ή αναγεννησιακά έργα, αρκετοί συνθέτες από
αυτές τις περιόδους έγραψαν έργα που ενσωματώνουν το λαούτο, είτε σε μορφή
διασκευών για άλλα όργανα, είτε στο πλαίσιο της μουσικής τους για μουσικά
σύνολα που περιλάμβαναν το όργανο.
Σημαντικοί παράγοντες που καθόρισαν
τη χρήση του λαούτου:
Στην κλασική
και ρομαντική περίοδο, το λαούτο ήταν ήδη λιγότερο διαδεδομένο σε σχέση
με όργανα όπως το πιάνο, το βιολί και το βιολοντσέλο.
Παρά την
πτώση της δημοτικότητάς του, το λαούτο χρησιμοποιήθηκε από πολλούς συνθέτες ως
μέρος μουσικών πειραμάτων ή σε συνθέσεις που επιθυμούσαν να ενσωματώσουν και να
αναδείξουν την ιστορική μουσική παράδοση.
Τα χαρακτηριστικά του λαούτου (ήχος,
χορδές, έκταση οκτάβων, συγχορδίες.). Τόνος (έκταση του τόνου από μπάσσα έως
ψιλά. Οι διαφορές του λαούτου με την κιθάρα.
Χαρακτηριστικά του λαούτου:
Το λαούτο
είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο που χρησιμοποιήθηκε εκτενώς κατά την Αναγεννησιακή
και Μπαρόκ εποχή. Παρά την παρακμή του κατά την κλασική και ρομαντική
περίοδο, το λαούτο παραμένει ένα από τα πιο χαρακτηριστικά όργανα της ευρωπαϊκής
παραδοσιακής μουσικής. Ακολουθεί η ανάλυση των χαρακτηριστικών του:
1. Ήχος του Λαούτου:
Ο ήχος του
λαούτου είναι πιο γεμάτος και ευχάριστος σε σχέση με άλλους έγχορδους,
με μια ελαφριά "αναστεναγμένη" χροιά λόγω της χαρακτηριστικής του
κατασκευής και των ξύλινων ηχείων. Η ηχητική του ποιότητα είναι πιο
"μαλακή" σε σχέση με τη κιθάρα και χαρακτηρίζεται από μια ζεστασιά
και πλουσιότερη αντήχηση.
Τόνος: Ο ήχος του λαούτου μπορεί να είναι αρκετά ευχάριστος
και «ανοιχτός», με την ικανότητα να ακούγεται πολύ καθαρά στις πιο ευαίσθητες
νότες.
Αντίθεση με την κιθάρα: Η κιθάρα έχει πιο έντονο και πιο
καθαρό ήχο όταν παίζεται με τα δάχτυλα ή με πένα, ενώ το λαούτο έχει πιο
μαλακό ήχο με την ηχητική του «διείσδυση» στο χώρο να είναι πιο φυσική.
2. Χορδές:
Το λαούτο
παραδοσιακά χρησιμοποιεί 6 ή 7 χορδές, αν και υπάρχουν όργανα με 8 ή
10 χορδές. Οι χορδές παραδοσιακά ήταν κατασκευασμένες από έντερο ζώων,
αλλά σήμερα υπάρχουν και σύγχρονες εκδόσεις με ναυτικές ή συνθετικές χορδές.
Οι χορδές του λαούτου είναι λεπτότερες σε σχέση με αυτές της κιθάρας.
Τύπος Χορδών: Το λαούτο μπορεί να έχει διπλές ή τριπλές χορδές
που συνδέονται με την κάθε νότα, κάτι που προσφέρει έναν πλουσιότερο ήχο
και περισσότερη πολυφωνία. Αυτή η χρήση των διπλών χορδών τονίζει τις διαφορές
με την κιθάρα, που συνήθως έχει μονές χορδές για κάθε νότα.
Χορδές και Τάση: Η ένταση των χορδών του λαούτου είναι ελαφρώς
χαμηλότερη από αυτή της κιθάρας, κάνοντας το όργανο πιο ευαίσθητο στις αλλαγές
στον τόνο και στο χαρακτήρα της εκτέλεσης.
3. Έκταση οκτάβων:
Το λαούτο έχει περίπου τρεις οκτάβες πλήρους
ήχου, αν και η ακριβής έκταση μπορεί να διαφέρει ανάλογα με την παραλλαγή του
οργάνου και τον τρόπο εκτέλεσης. Συγκριτικά με την κιθάρα, η έκταση του λαούτου
είναι συνήθως:
Μπάσο (χαμηλότερη έκταση): Η έκταση του λαούτου ξεκινά
συνήθως από το ρε (D) ή το λα (A) στην πρώτη χορδή (ανάλογα με την
παραλλαγή) και εκτείνεται μέχρι το λα (A) ή το ντο (C) στην
ανώτερη περιοχή.
Ψιλά (υψηλότερη έκταση): Ο τόνος του λαούτου μπορεί να
φτάσει αρκετά ψηλά στην πιο στενή περιοχή των τελευταίων θέσεων του
ταστιέρου, συνήθως έως την 5η ή 6η οκτάβα.
4. Συγχορδίες:
Το λαούτο, λόγω των διπλών χορδών και του
συνήθους παιχνιδιού του με πολυφωνία, μπορεί να δημιουργήσει αρκετά
πλούσιες και γεμάτες συγχορδίες. Παρόλο που δεν είναι τόσο διαδεδομένο στην μοντέρνα
μουσική για τη δημιουργία συγχορδιών, η πολυφωνία είναι βασικό
στοιχείο του μουσικού του χαρακτήρα, επιτρέποντας στο εκτελεστή να συνδυάζει
πολλές φωνές.
Ανοιχτές συγχορδίες:
Το λαούτο έχει τη δυνατότητα να παίξει άνοιγμα
σε συγχορδίες με την ταυτόχρονη εκτέλεση πολλών φωνών μέσω της
πολυφωνικής του φύσης. Αυτές οι συγχορδίες συνήθως προσφέρουν έναν πιο
στρογγυλό και ζεστό ήχο σε σχέση με την κιθάρα.
Στην Αναγέννηση
και το Μπαρόκ, το λαούτο χρησιμοποιούνταν ευρέως για την συνοδεία
τραγουδιού ή για την εκτέλεση συμφωνικών κομματιών, δίνοντας τη
δυνατότητα να δημιουργούνται πολύπλοκες πολυφωνικές και ανοιχτές συγχορδίες,
κάτι που το καθιστά ιδιαίτερα σημαντικό για τη μουσική της εποχής.
5. Τόνος (Από Μπάσσο έως Ψιλά):
Η έκταση του
τόνου του λαούτου κυμαίνεται από την χαμηλή, μπάσα περιοχή έως την υψηλή
περιοχή (ψιλά), με τη διάταξη του οργάνου να ευνοεί τη χρήση της μπασικής
συγχορδίας καθώς και της μελωδίας. Η περιοχή του λαούτου εκτείνεται
από τους χαμηλούς τόνους (ρε, μι, φα) μέχρι τις υψηλές νότες (λα,
σι, ντο).
Μπάσσο: Το λαούτο είναι γνωστό για την βαριά μπάσα του
που μπορεί να ενισχύσει τη δραματικότητα και την συνοδευτική
υποστήριξη.
Ψιλά: Η υψηλή περιοχή του λαούτου έχει έναν πιο διαυγή,
φωτεινό τόνο, κάτι που το καθιστά ικανό να εκτελεί μελωδικές γραμμές
με καθαρότητα.
6. Διαφορές με την Κιθάρα:
Αν και το
λαούτο και η κιθάρα ανήκουν στην ίδια οικογένεια των έγχορδων οργάνων,
υπάρχουν αρκετές διαφορές στην κατασκευή, τονικότητα και ήχο:
Κατασκευή:
Το λαούτο έχει μεγαλύτερο και πιο στρογγυλό σώμα
από την κιθάρα και συνήθως είναι πιο ρηχό στην κατασκευή.
Η ταστιέρα του λαούτου είναι πιο πλατιά
και το όργανο έχει λιγότερες χορδές (από 6 έως 10).
Χορδές:
Οι χορδές του λαούτου είναι συνήθως διπλές ή τριπλές,
ενώ της κιθάρας μονές.
Τεχνική:
Το λαούτο απαιτεί περισσότερο πολυφωνικό παίξιμο
και αναπτύσσει μια πιο "περίπλοκη" τεχνική, κυρίως στην
εκτέλεση διαδοχικών φωνών.
Η κιθάρα, από την άλλη πλευρά, έχει πιο ευέλικτο
και αμεσότερο παίξιμο, με τις συγχορδίες να δημιουργούνται πιο εύκολα και
λιγότερο πολυφωνικά.
Ήχος: Ο ήχος του λαούτου είναι πιο ευχάριστος και πιο
ζεστός, με μεγαλύτερη αντήχηση και πολυφωνία, ενώ η κιθάρα
έχει έναν πιο καθαρό και άμεσο ήχο, που διαφέρει λόγω του διαφορετικού
τύπου χορδών και της τεχνικής εκτέλεσης.
Το λαούτο είναι ένα όργανο που συνδυάζει
μια πολύπλοκη πολυφωνία, έναν ζεστό ήχο και
μια πλούσια μελωδία. Παρά την πτώση της δημοτικότητάς του μετά
την Αναγέννηση και το Μπαρόκ, παραμένει ένα
εξαιρετικά ενδιαφέρον μουσικό όργανο για την παραγωγή πολυφωνικής και
ακουστικής μουσικής. Η κύρια διαφορά του με την κιθάρα είναι η χρήση διπλών
ή τριπλών χορδών και η πολυφωνία που επιτρέπει, σε
αντίθεση με την καθαρή μονόφωνη προσέγγιση της κιθάρας.
Γιατι το λαούτο θεωρείται εν δυνάμει
πολυφωνικό όργανο, ενώ η κιθάρα (κατά κύριο λόγο) μονόφωνη.
Η πολυφωνία
και η μονωφωνία αναφέρονται στις δυνατότητες ενός μουσικού οργάνου να
εκτελεί περισσότερες από μία φωνές ή μελωδικές γραμμές ταυτόχρονα. Το λαούτο
θεωρείται εν δυνάμει πολυφωνικό όργανο, ενώ η κιθάρα, κατά κύριο λόγο,
θεωρείται μονόφωνη για τους εξής λόγους:
1. Κατασκευή και Χορδές:
Λαούτο:
Το λαούτο
έχει διπλές ή τριπλές χορδές για κάθε νότα. Αυτό σημαίνει ότι κάθε χορδή
παίζει μια διπλή ή τριπλή φωνή. Αυτές οι χορδές συνδέονται συνήθως με
μια μοναδική νότα που έχει πολλαπλές συχνότητες, δίνοντας την αίσθηση
ότι το όργανο παίζει περισσότερες από μία φωνές ταυτόχρονα.
Το γεγονός
ότι το λαούτο έχει πολλαπλές φωνές που εκτελούνται ταυτόχρονα (στην ίδια
νότα ή σε γειτονικές νότες) το καθιστά φυσικά ικανό να παράγει πολυφωνία
με ιδιαίτερη ευχέρεια.
Κιθάρα:
Η κιθάρα, από
την άλλη πλευρά, έχει μονές χορδές για κάθε νότα, πράγμα που σημαίνει
ότι παράγει μια μοναδική φωνή για κάθε χορδή που παίζεται.
Παρά την
ικανότητά της να δημιουργεί συγχορδίες, η κιθάρα βασίζεται συνήθως στη μονόφωνη
εκτέλεση κάθε νότας. Ενώ μπορεί να παίξει πολλές νότες ταυτόχρονα
(συγχορδίες), η φωνή κάθε χορδής είναι μοναδική και δεν προσφέρει τις πολυφωνικές
δυνατότητες που έχει το λαούτο.
2. Πολυφωνία στην Πρακτική:
Λαούτο:
Χάρη στις διπλές ή τριπλές χορδές, το λαούτο
έχει την ικανότητα να παίζει πολυφωνικές γραμμές ή να συνοδεύει μια
φωνή με περισσότερες φωνές. Ένα απλό παράδειγμα είναι το γεγονός ότι το
λαούτο μπορεί να παίξει μία μελωδία ενώ ταυτόχρονα να υποστηρίζει αυτή τη
μελωδία με συγχορδίες ή βασικές φωνές.
Επίσης, λόγω του σχεδιασμού του, οι διπλές ή
τριπλές χορδές ενισχύουν την αίσθηση των πιο πολυσύνθετων και γεμάτων
αρμονιών. Με αυτόν τον τρόπο, μπορεί να υποστηρίζει τις αρμονίες της
μουσικής και να δημιουργεί μια πολυφωνική αίσθηση χωρίς την ανάγκη για
πρόσθετους μουσικούς ή όργανα.
Κιθάρα:
Ενώ η κιθάρα μπορεί να παίξει πολυφωνικές
συγχορδίες, το κάνεις κυρίως μέσω της ταυτόχρονης εκτέλεσης πολλών
χορδών (δηλαδή συγχορδίες). Αυτό σημαίνει ότι, αν και η κιθάρα μπορεί να
παίξει πολλές νότες ταυτόχρονα, δεν έχει την ίδια δυνατότητα να δημιουργεί πολυφωνικές
γραμμές ή να παίζει περισσότερες αυτόνομες φωνές όπως το λαούτο.
Η κιθάρα χρησιμοποιεί κυρίως μονόφωνες μελωδίες
και στηρίζει τις μελωδίες με συγχορδίες, αλλά δεν μπορεί να προσφέρει την ίδια πολυφωνική
αίσθηση που μπορεί το λαούτο με τις διπλές χορδές του.
3. Τεχνική Εκτέλεσης:
Λαούτο:
Η εκτέλεση του λαούτου ενισχύει την πολυφωνία, καθώς
οι παίκτες του λαούτου συνήθως εκτελούν όχι μόνο μελωδίες αλλά και αρμονίες
με τις διπλές ή τριπλές χορδές.
Το λαούτο χρησιμοποιεί συχνά τεχνικές όπως το
αρπίσμα (όπου όλες οι χορδές παίζονται ταυτόχρονα ή σε διαδοχικές νότες),
ενισχύοντας την πολυφωνική αίσθηση της μουσικής του.
Η πρακτική του λαούτου περιλαμβάνει την εκτέλεση
πολλών φωνών (μελωδικών και αρμονικών γραμμών) στην ίδια σύνθεση.
Κιθάρα:
Αν και η κιθάρα μπορεί να παίζει αρμονίες και μελωδίες
ταυτόχρονα, η τεχνική της συνήθως περιορίζεται στην εκτέλεση μονοφωνικών
γραμμών ή στην υποστήριξη με συγχορδίες.
Η χρήση περίπλοκων πολυφωνικών τεχνικών στην
κιθάρα είναι πιο δύσκολη και απαιτεί ιδιαίτερη τεχνική κατάρτιση (όπως
στα κλασικά έργα ή στην αριστερή χείρα).
4. Κατασκευή Ταστιέρας και
Διαδικασία Παίξιματος:
Λαούτο:
Το λαούτο
έχει συνήθως πιο πλατιά ταστιέρα και επιτρέπει την εκτέλεση πολύπλοκων
αρμονιών και μελωδιών ταυτόχρονα. Οι πλατείς διαστήματα μεταξύ των χορδών
διευκολύνουν την εκτέλεση πολυφωνικών γραμμών.
Οι μουσικοί
του λαούτου συχνά κάνουν χρήση τεχνικών που επιτρέπουν τη γρήγορη εναλλαγή
μεταξύ μελωδικών φωνών και αρμονιών.
Κιθάρα:
Η ταστιέρα της κιθάρας είναι στενότερη
και επικεντρώνεται στην εκτέλεση βασικών συγχορδιών και μελωδιών. Η
εκτέλεση των συγχορδιών βασίζεται συνήθως στις μονές χορδές και δεν
επιτρέπει την ίδια ευχέρεια στην πολυφωνία του λαούτου.
Η κιθάρα
μπορεί να δημιουργήσει μια μελωδία και συγχορδία ταυτόχρονα, αλλά δεν
έχει την ίδια ευχέρεια για την ανάπτυξη πολύπλοκων, αλληλεπιδρώντων φωνών.
Το λαούτο
θεωρείται πολυφωνικό όργανο εξαιτίας της κατασκευής του με διπλές ή τριπλές
χορδές, που του επιτρέπουν να παράγει πολλές φωνές ταυτόχρονα με ευκολία.
Αυτές οι χορδές, σε συνδυασμό με τις πολυφωνικές τεχνικές του λαούτου,
επιτρέπουν την εκτέλεση πολυφωνικών γραμμών, κάτι που το καθιστά
εξαιρετικό για μουσική που απαιτεί συνδυασμό μελωδίας και αρμονίας.
Η κιθάρα,
αντίθετα, είναι κατά κύριο λόγο μονόφωνη, αν και μπορεί να παίζει συγχορδίες
και να υποστηρίζει την εκτέλεση μελωδιών. Η δυνατότητά της να παράγει πολυφωνία
είναι περιορισμένη σε σχέση με το λαούτο, αν και μπορεί να εκτελεί πολυφωνικές
τεχνικές όταν απαιτείται, αλλά με λιγότερη φυσικότητα.
Υπό αυτή την έννοια και το ελληνικό μπουζούκι είναι πολυφωνικό όργανο
αφού έχει διπλές χορδές. Μάλιστα το μπουζούκι που εφηύρε ο Μανώλης Χιώτης
(τετράχορδο αντί για το παραδοσιακό τρίχορδο) προσφέρει περισσότερες
πολυφωνικές δυνατότητες. Υπάρχουν όμως συγχορδίες στο παίξιμο του μπουζουκιού;
Το μπουζούκι
είναι πράγματι ένα πολυφωνικό όργανο καθώς διαθέτει διπλές χορδές
(ή, στα σύγχρονα μοντέλα, και τετράχορδες σε περίπτωση του τετράχορδου
μπουζουκιού), κάτι που το καθιστά ικανό να παράγει πολλές φωνές ταυτόχρονα,
ακριβώς όπως το λαούτο.
Η δυνατότητα
για πολυφωνία ενισχύεται από τις πολλαπλές χορδές που εκτελούν τον ίδιο
τόνο ή διαφορετικούς, κάτι που επιτρέπει τη δημιουργία πλούσιων και γεμάτων
ήχων.
Για τις συγχορδίες στο μπουζούκι:
Το μπουζούκι
χρησιμοποιείται συχνά σε μονόφωνες μελωδικές γραμμές, αλλά η χρήση συγχορδιών
στο μπουζούκι, ενώ δεν είναι τόσο διαδεδομένη όσο στην κιθάρα ή το πιάνο, είναι
απολύτως εφικτή και χρησιμοποιείται, κυρίως σε πολυφωνικές και αρμονικές
εκτελέσεις ή σε κομμάτια που απαιτούν πλουσιότερο ηχητικό υπόβαθρο.
Η κυριότερη
διαφορά με την κιθάρα και το λαούτο είναι ότι, ενώ μπορεί να παίξει συγχορδίες,
το μπουζούκι δεν χρησιμοποιείται παραδοσιακά για να υποστηρίξει αρμονίες
με τον ίδιο τρόπο όπως η κιθάρα ή το λαούτο. Η τεχνική συγχορδίας στο
μπουζούκι είναι συνήθως πιο περιορισμένη λόγω της ιδιομορφίας του οργάνου και
του τρόπου που επιτυγχάνονται οι συγχορδίες με τα δάχτυλα
Περιορισμοί και Εξαιρέσεις:
Παρά τις
δυνατότητες για συγχορδίες, οι αρμονικές τεχνικές στο μπουζούκι συχνά
περιορίζονται στη χρήση απλών συγχορδιών. Ο κυριότερος λόγος είναι ότι
το μπουζούκι δεν διαθέτει τόση ποικιλία διαστημάτων και τις ευχέρειες
του λαούτου ή της κιθάρας στην παραγωγή πλήρους πολυφωνίας. Οι
συγχορδίες στο μπουζούκι συνήθως παραμένουν απλές, με τη μελωδία και την
αρμονία να ενισχύονται κυρίως από τον ρυθμό.
Ωστόσο, το τετράχορδο
μπουζούκι που εισήγαγε ο Μανώλης Χιώτης, προσφέρει μεγαλύτερη πολυφωνική
δυνατότητα με περισσότερες νότες και μεγαλύτερη αρμονική ευχέρεια.
Το μπουζούκι
είναι πράγματι πολυφωνικό όργανο λόγω της διπλής χορδής, αλλά η
χρησιμοποίηση συγχορδιών είναι λιγότερο συχνή και πιο περιορισμένη σε
σχέση με όργανα όπως η κιθάρα. Παρ' όλα αυτά, το μπουζούκι μπορεί να παίξει πολυφωνικές
γραμμές και αρμονικές δομές, αν και η βασική του χρήση είναι κυρίως μονόφωνική
ή με την υποστήριξη απλών συγχορδιών.
Ποιά η σχέση μαντολίνου και λαούτου;
Το μαντολίνο
και το λαούτο είναι δύο μουσικά όργανα που ανήκουν στην ίδια οικογένεια,
την οικογένεια των εγχόρδων και έχουν αρκετές ομοιότητες, αλλά και
κάποιες σημαντικές διαφορές.
Σχέσεις και Ομοιότητες:
Καταγωγή και Ιστορία:
Το μαντολίνο
είναι συγγενές του λαούτου και προήλθε από το παραδοσιακό λαούτο, αλλά με μια
εξέλιξη στον σχήμα και την τεχνική παιξίματος. Κατά τον 17ο και
18ο αιώνα, το μαντολίνο άρχισε να αποκτά τη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα.
Το λαούτο ήταν δημοφιλές κατά την αναγέννηση
και μέχρι και τον Μπαρόκ αιώνα, ενώ το μαντολίνο καθιερώθηκε αργότερα,
κυρίως στην Ιταλία, τον 18ο αιώνα και από εκεί εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη.
Αρχή Παιξίματος – Πεντάλ (Προβλήτα) και Πένες:
Και τα δύο όργανα παίζονται με πένες (ή προβλήτα),
αν και το μαντολίνο παραδοσιακά έχει μικρότερη και πιο ευλύγιστη πένα από το
λαούτο.
Το μαντολίνο και το λαούτο έχουν διπλές χορδές
(ή τετραχορδία για τα πιο μοντέρνα όργανα) και είναι δυνατόν να παράγουν
αρμονίες, πράγμα που τα καθιστά κατάλληλα για πολυφωνικές εκτελέσεις.
Αρμονία και Μελωδία:
Και τα δύο
όργανα είναι ικανά να παράγουν πολυφωνία (μεγαλύτερη σε όγκο στο λαούτο
λόγω του μεγαλύτερου μεγέθους και των περισσότερων χορδών), ωστόσο, το
μαντολίνο χρησιμοποιείται συχνά για μονόφωνες μελωδίες και πιο ρυθμικά
συμπαγείς συνθέσεις.
Δομή:
Και τα δύο
όργανα έχουν περίπου την ίδια αρχή κατασκευής, με το σώμα του οργάνου να
έχει κυρίως σχήμα ώμου (π.χ. το σχήμα του βιολιού για το μαντολίνο και
του φλασκίου ή αναστεναγμού για το λαούτο). Ωστόσο, το μαντολίνο έχει μικρότερο
σώμα και λιγότερη έκταση σε σχέση με το λαούτο, και αυτό επηρεάζει τον ήχο του.
Διαφορές:
Μέγεθος και Σχήμα:
Το μαντολίνο
είναι μικρότερο και πιο ελαφρύ, με σχήμα πιο κοντά σε αυτό του βιολιού (δηλαδή
πιο “κλειστό” σχήμα). Αντίθετα, το λαούτο είναι μεγαλύτερο, έχει
περισσότερο σχήμα μπουκαλιού και ο όγκος του συνήθως είναι μεγαλύτερος.
Αριθμός Χορδών και Χορδές:
Παραδοσιακά
το μαντολίνο έχει 4 ζεύγη χορδών, κάθε ζεύγος αποτελείται από δύο
χορδές που κουρδίζονται στην ίδια νότα.
Το λαούτο,
αντίθετα, μπορεί να έχει 6 ή περισσότερα ζεύγη χορδών (ανάλογα με την
εποχή και το είδος του λαούτου). Εξαιτίας αυτού, το λαούτο έχει πιο πλούσιο
ήχο, που του επιτρέπει μεγαλύτερη πολυφωνία.
Ακούσματα και Ρόλος στην Μουσική:
Το μαντολίνο
χρησιμοποιείται κυρίως σε λαϊκή, παραδοσιακή και κλασική μουσική, ενώ το
λαούτο συχνά συνδέεται με αναγεννησιακή και μπαρόκ μουσική. Το
μαντολίνο είναι δημοφιλές σε είδη όπως η ιταλική όπερα, η λαϊκή
μουσική της Ιταλίας, ενώ το λαούτο, λόγω του μεγέθους του και της ιστορίας
του, είχε μια πιο πολυτελή και σοβαρή χρήση στις αρμονικές συνθέσεις
του 16ου και 17ου αιώνα.
Σύγχρονη Χρήση:
Στη σύγχρονη μουσική, το μαντολίνο είναι πιο
ευρέως γνωστό και χρησιμοποιείται συχνά σε μουσικά είδη όπως η pop, η rock,
και η κλασική μουσική. Το λαούτο έχει περιορισμένη χρήση στην παραδοσιακή
μουσική και στη κλασική σύνθεση για τα παλαιότερα έργα, αλλά παραμένει
ένα ειδικό όργανο στη μουσική της Αναγέννησης και του Μπαρόκ.
Παρόλο που το
μαντολίνο και το λαούτο είναι συγγενικά όργανα με κοινές ρίζες και αρκετές
ομοιότητες στη βασική αρχή κατασκευής και παιξίματος (διπλές χορδές, αρμονία),
το μαντολίνο είναι μικρότερο και χρησιμοποιείται κυρίως για μονόφωνία
και λαϊκή μουσική, ενώ το λαούτο ήταν πιο συνδεδεμένο με την πολυφωνική
σύνθεση και τη σοβαρή μουσική παράδοση. Οι διαφορές τους επισημαίνονται
κυρίως στον ήχο, στο μέγεθος, στις χορδές και στο κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο
χρησιμοποιούνται.
Αυτή η
διαφοροποίηση μεταξύ των δύο οργάνων τα καθιστά χρήσιμα για διαφορετικούς
σκοπούς, ανάλογα με την ανάγκη του μουσικού έργου.
Συγκριτικά χαρακτηριστικά έκτασης
ήχου του λαούτου:
Εύρος ήχου: Το λαούτο έχει τη δυνατότητα να καλύψει μια ευρεία
ηχητική έκταση. Η παραδοσιακή του μορφή μπορεί να φτάσει και έως 4-5
οκτάβες (ανάλογα με τον τύπο του λαούτου, το μέγεθος και την ακρίβεια των
χορδών).
Μπάσα: Το λαούτο έχει ισχυρή χαμηλή περιοχή (μπάσα),
με το σώμα του και τις χορδές να ενισχύουν τον ήχο στη χαμηλότερη συχνότητα.
Ψιλά: Εξαιρετική δυνατότητα για υψηλές νότες. Τα πιο
ψηλά μέρη της έκτασης του λαούτου μπορούν να φτάσουν σε πολύ λεπτούς και
καθαρούς ήχους, που δεν καλύπτονται εύκολα από άλλα παραδοσιακά έγχορδα
όργανα.
Σύγκριση
του λαούτου σε σχέση με τη σύγχρονη ακουστική κιθάρα (όχι την αναγεννησιακή) ως
προς τις δυνατότητες έκτασης ήχου (από μπάσσα έως ψιλά)
Η σύγχρονη ακουστική κιθάρα
και το λαούτο έχουν πολλές ομοιότητες αλλά και σημαντικές
διαφορές όσον αφορά την έκταση ήχου τους, την ηχητική
ποιότητα και τη δομή τους. Παρακάτω παρατίθεται μια
σύγκριση των δύο οργάνων σε σχέση με τις δυνατότητες έκτασης ήχου,
από τα μπάσα έως τα ψιλά.
1. Ηχητική Έκταση (Μπάσα - Ψιλά)
Λαούτο:
Το λαούτο
έχει μεγαλύτερη έκταση από τη σύγχρονη ακουστική κιθάρα,
κυρίως λόγω της κατασκευής του και του μεγέθους του.
Χαμηλά
μπάσα: Το λαούτο είναι
εξαιρετικό στην παραγωγή βαθιών, γεμάτων μπάσων. Οι χορδές του
(ιδίως σε όργανα με 6, 7 ή ακόμα και 10 χορδές) είναι πιο παχιές και έχουν
μεγαλύτερη δυνατότητα για βαθύ ήχο.
Ψιλά: Το λαούτο μπορεί να παράγει υψηλές και
καθαρές νότες, κυρίως λόγω των διπλών χορδών (και
στις συνθέσεις του μπαρόκ μπορεί να φτάσει σε ψηλές νότες με καθαρότητα). Οι
υψηλές του νότες είναι αρκετά ξεκάθαρες και διαυγείς, αλλά όχι τόσο λαμπερές
όσο αυτές της ακουστικής κιθάρας, που έχει πιο έντονη ηχητική προβολή στην
υψηλή περιοχή.
Σύγχρονη Ακουστική Κιθάρα:
Χαμηλά
μπάσα: Η σύγχρονη
ακουστική κιθάρα έχει επίσης συγκρίσιμα μπάσα με το
λαούτο, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις δεν φτάνει την ίδια δύναμη
και ποικιλία στο βάθος του ήχου, κυρίως λόγω της μικρότερης
έντασης του ηχογραφημένου σώματος της κιθάρας.
Ψιλά: Η κιθάρα, λόγω των χορδών ναϊλον ή χάλυβα
και του ιδιόμορφου καμπυλωτού καπακιού της, παράγει πολύ
φωτεινές και λαμπερές νότες στις υψηλές περιοχές. Ο ήχος της είναι πιο
«αντηχητικός» και «φωτεινός» στις ψηλές νότες, προσφέροντας πιο έντονη
αίσθηση διαύγειας.
2. Κατασκευή και Χορδές
Λαούτο:
Χορδές: Οι χορδές του λαούτου, σε πολλές περιπτώσεις, είναι διπλές
(ή και τριπλές), πράγμα που του επιτρέπει να έχει πιο πλούσιο και γεμάτο
ήχο. Επίσης, οι χορδές του είναι πιο σφιχτές και μακρύτερες
σε σχέση με τις χορδές της κιθάρας.
Σώμα: Το σώμα του λαούτου είναι συνήθως μεγαλύτερο
και πιο βαθύ, πράγμα που του επιτρέπει να παράγει περισσότερο
«γεμάτο» ήχο, ιδιαίτερα στα μπάσα.
Μπάσα: Το λαούτο έχει την ικανότητα να παράγει πολύ
πιο γεμάτο μπάσο από την κιθάρα, λόγω του μεγαλύτερου μεγέθους του
σκάφους και του πιο βαθιού και ευρύτερου σώματός του.
Σύγχρονη Ακουστική Κιθάρα:
Χορδές: Η σύγχρονη ακουστική κιθάρα χρησιμοποιεί ναϊλον
ή χάλυβα χορδές (ανάλογα με τον τύπο κιθάρας), οι οποίες παράγουν πιο
φωτεινό ήχο από τις χορδές του λαούτου.
Σώμα: Το σώμα της σύγχρονης κιθάρας είναι πιο μικρό
και πιο σφιχτό σε σχέση με το σώμα του λαούτου. Η κιθάρα είναι
πιο ευέλικτη και έχει τη δυνατότητα να παράγει πολύ
καθαρές νότες στις μεσαίες και υψηλές περιοχές.
Μπάσα: Ενώ τα μπάσα της κιθάρας είναι αρκετά γεμάτα
και ισχυρά, δεν έχουν την ίδια ευρύτητα και βάθος που
προσφέρει το λαούτο στα χαμηλότερα διαστήματα.
3. Αντιπαραβολή της Πολυφωνίας και της
Εκτέλεσης:
Λαούτο:
Το λαούτο ήταν παραδοσιακά
πολύ πιο συνδεδεμένο με την πολυφωνία, καθώς οι διπλές χορδές
του και η εκτενής χρήση των πολύφωνων γραμμών το καθιστούν
κατάλληλο για σύνθετα έργα και πολυφωνικές μελωδίες.
Η πολυφωνία
στο λαούτο εκδηλώνεται μέσω της δυνατότητάς του να παίζει σύνθετες
συγχορδίες και παράλληλες φωνές, δημιουργώντας ένα γεμάτο
ηχητικό τοπίο.
Σύγχρονη Ακουστική Κιθάρα:
Η σύγχρονη κιθάρα, αν και μπορεί να παιχτεί
πολυφωνικά, είναι πιο γνωστή για το μονόφωνο παίξιμο
της, ειδικά σε έργα για σολίστ. Η κιθάρα συνήθως
επικεντρώνεται σε μελωδίες και ακόρντα, αλλά με πιο διάφανο
ήχο και λιγότερη έκταση στις χαμηλές περιοχές.
Παρά το γεγονός ότι μπορεί να εκτελεί
πολυφωνικά έργα, η κιθάρα δεν έχει την ίδια μεγάλη πολυφωνική
δυνατότητα του λαούτου σε όλες τις περιοχές της έκτασης της.
Το λαούτο διαθέτει
μεγαλύτερη εύρος ήχου σε σχέση με τη σύγχρονη ακουστική
κιθάρα, ειδικά στις χαμηλές περιοχές και την πολυφωνία,
ενώ η κιθάρα υπερτερεί στις υψηλές νότες με καθαρότητα και φωτεινότητα.
Όσον αφορά την έκταση ήχου, το λαούτο έχει την ικανότητα να καλύψει
μεγαλύτερη περιοχή από μπάσα μέχρι ψιλά, ενώ η κιθάρα είναι πιο
περιορισμένη στα χαμηλά και τις βαθιές περιοχές.
Αν και και τα δύο όργανα προσφέρουν πολύ
διαφορετικές ηχητικές εμπειρίες, το λαούτο φαίνεται να έχει
ένα πιο ευρύ και πολυφωνικό ηχητικό πεδίο, ενώ η κιθάρα
επικεντρώνεται περισσότερο στη διαύγεια των υψηλών και μεσαίων
τόνων, καθώς και στη δυνατότητα εκτέλεσης συγχορδιών και
μελωδιών με έντονη ηχητική καθαρότητα.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ
[ ανάρτηση 19 Ιουνίου 2025 :
από το λαούτο
στην κιθάρα
και το τετράχορδο μπουζούκι του Χιώτη
ΜΟΥΣΙΚΗ ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου