Αγαθονίκη Αντωνιάδου (1854-1928)
ΑΠΟ ΜΙΑΝ
ΔΙΑΛΕΞΙΝ: Η
ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΡΙΑ
Μέσα εις την
κομψήν
αίθουσαν του Λυκείου
των Ελληνίδων και ενώπιον μιάς εκλεκτής ομηγύρεως η κυρία
Νίκη Λ. Πέρδικα, μας απεκάλυψε μίαν άγνωστον
ποιήτριαν και το
έργον
της, το οποίον βέβαια
δεν πρέπει να μείνη
επίσης άγνωστον.
Η Αγαθονίκη Αντωνιάδου εγεννήθη εις την Σκύρον κατά το 1854.
Κόρη καλής και αρχοντικής της νήσου οικογενείας, εσπούδασεν
εις το εν Αθήναις Αρσάκειον, διακριθείσα πάντοτε μεταξύ των συμμαθητριών της και
λαβούσα και το Ράλλειον βραβείον.
Η ποιήτρια διέμενε εις το ωραίον της εξοχικόν κτήμα, εις εν δωμάτιον του οποίου είχε στήσει και την «αργαλειό» της. Πρό ετών μάλιστα επήρε και βραβείον, εις την
έκθεσιν των Ολυμπίων, δι’ ένα τάπητα που είχε υφάνει μόνη
της.
Μέσα εις αυτό το τόσο ποιητικόν περιβάλλον ευρισκομένη η Αγαθονίκη Αντωνιάδου,
αρχίζει ολίγον κατ’ ολίγον να αισθάνεται και εκείνη, ότι μπορεί και μόνη να
στιχουργή και δειλά — δειλά γράφει τα πρώτα της ποιήματα,
ύμνους προς την γύρω της Φύσιν.
Η Αγαθονίκη υπήρξε μία των τακτικωτέρων συνεργατριών της Εφημερίδος των Κυριών, του μοναδικού
τότε οργάνου της κ. Παρρέν διά τον αγώνα και την αφύπνισιν της γυναικός, γράφουσα διάφορα ποιήματα ή πεζά και
μελέτας παιδαγωγικάς. Επίσης διάφοροι ηθογραφικαί περί Σκύρου διατριβαί και
άλλα φιλολογικά άρθρα ευρίσκονται δημοσιευμένα εις τα πρώτα της εκδόσεως της Εφημερίδος
των Κυριών έτη.
Η
ποιήτρια σπουδαίον ρόλον έπαιξεν εις τας Σέρρας, όπου παρέμεινε επί αρκετά έτη ως διδασκάλισσα κατ’ αρχάς και ως διευθύντρια κατόπιν του εκεί
Παρθεναγωγείου. Παντού εις όλας της τας πράξεις, εις όλας της τας
σκέψεις, υπάρχει ριζωμένη η πεποίθησις καλλιτέρας, μιάς άλλης
ζωής. Θεωρεί τον εαυτόν της προνομιούχον, διότι πολύ εδοκιμάσθη
εις την ζωήν.
«Δυστυχής, γράφει κάπου, είναι εκείνος, του οποίου η ζωή προβαίνει άνευ δυσκολιών,
ώστε εις το πρώτον παρουσιασθέν εμπόδιον
καταλαμβάνεται υπό απελπισίας και του είναι αφόρητος η ζωή.»
Ο
Δάγκειος πέρυσι (:1928) μεταξύ των θυμάτων του συγκατηρίθμησε και την Αγαθονίκην
Αντωνιάδου. Και, όπως συμβαίνει πάντοτε, ο θάνατός της μας παρουσιάζει το έργον
της, το οποίον τόσον καιρόν έμεινε εις τα βάθη της αφανείας.
Κατά την διάρκειαν της διαλέξεως η δις Κεραμοπούλου, η γνωστή καλλιτέχνις της απαγγελίας, κατασυνεκίνησε τους παρισταμένους με δύο - τρία ποιήματα της Αντωνιάδου,
των οποίων παραθέτομεν και μερικούς στίχους:
Κουφός ο χρόνος κι’ άστοργος πετά με τα φτερά
του,
τυλίγει καθεμιάς ζωής αλύπητα το νήμα,
τη λήθη, την καταστροφή σκορπά στα βήματά του
μά την καρδιά μου και το νοΰ κρατεί εις ένα
μνήμα.
Ο Ήλιος βγαίνει, έρχεται η φωτεινή ημέρα,
βροχή και χιόνια κ’ άνεμοι και κύματα
περνούνε,
τη μέρα την ακολουθεί η σκοτεινή εσπέρα,
μά τα πικρά μου δάκρυα ποτέ δεν σταματούνε.
Και από την «Μυρτιά»:
Σιμά σε βρύσι
καθαρή σε
μιά μεριά δροσάτη
φυτεύθηκε και
ρίζωσε μυρτιά καμαρωμένη,
που πάντοτε
βρισκότανε από μορφιά γεμάτη
και πάντοτε
οι κλώνοι
της απ’ άνθη
χιονισμένοι.
το
άρθρο από το περ.
« Η
Εικονογραφημένη »
(διευθυντής: Δήμος Βρατσάνος)
Εν
Αθήναις,
Έτος
ΙΖ’, Περίοδος Β’,
αριθμός
198, Απρίλιος 1929, σ. 45.
[
έχουν αφαιρεθεί κάποια σημεία, και έχει γίνει μία μικρή αντιμετάθεση στη δομή
των παραγράφων.
Το πρωτότυπο σε πολυτονικό. ]
ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου