Κυριακή 20 Μαρτίου 2022

Αργύρης Εφταλιώτης "Η Αγγέλικα" διήγημα 1911 [ μεταγραφή σε μονοτονικό-σχόλια: Δημήτρης Φιλελές ] ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

 


Αργύρης Εφταλιώτης

« Η Αγγέλικα »                   

διήγημα (1911)

μεταγραφή σε μονοτονικό,

μετά σχολίων και βιογραφικών στοιχείων:

Δημήτρης Φιλελές 

 

 

 

 

Η Αγγέλικα

 

Ἔγινε μεγάλη ταραχὴ σὰν πρωτοφάνηκε στὸ χωριὸ ἡ Αγγέλικα. Συνηθισμένος ὁ κόσμος ἀπὸ τὶς ντροπαλὲς καὶ συμμαζεμένες χωριατοποῦλες, βλέπει ἄξαφνα μέσα στὸ χωριὸ μιὰ κοπέλλα, ποῦ τοὺς φάνηκε σὰ θεά. Πρῶτο, ποῦ εἶταν κάτασπρη σὰ νὰ μὴν τὴν εἶδε ἥλιος ποτές, δεύτερο, πρόσχαρη, γελαζούμενη καὶ ζωηρή, ποῦ τοὺς τρέλλαινε σὰ γελοῦσε καὶ τοὺς ἔδειχτε τὰ μεγάλα της τὰ δόντια. Τρίτο, ποῦ δὲ φοροῦσε χωριάτικα, μόνο τῆς χώρας φορέματα. Μὰ τί πρῶτο, καὶ τί δεύτερο, καὶ τί δέκατο. Εἴτανε νὰ τηνε βλέπῃς καὶ νὰ μὴ χορταίνῃς.

Ἐπανάσταση ἔφερε στὸ χωριὸ ἡ Ἀγγέλικα. Οἱ καλοὶ χωριανοὶ δὲν τὸ λογάριαζαν τέτοιο κακό. Ὁ σκοπός τους εἶταν ἀθῶος. Αὐτοὶ ζητούσανε μιὰ καλὴ δασκάλισσα, νὰ μάθῃ τὰ κορίτσια τους γράμματα. Γράφουνε λοιπὸ στὴ χώρα, καὶ σὲ λιγάκι ἔρχεται ἡ Ἀγγέλικα.

Σκολειὸ χτισμένο δὲν εἶχαν ἀκόμα. Τῆς νοικιάζουν ἕνα σπιτάκι, καὶ μέσα σ' αὐτὸ τὸ σπιτάκι ἄρχισε ἡ Ἀγγέλικα νὰ πολιτίζῃ τοῦ χωριοῦ τὰ κορίτσια. Ὡς ἐδῶ ἡ δουλειὰ πήγαινε καλά. Τὰ κορίτσια μάθαιναν πῶς τὸ ψωμὶ δὲν τρώγεται μέσα στὸ βιβλίο ἄ δὲ γίνῃ ἄρτος, καὶ σὰν τέλειωναν τὰ μαθήματα ἄρχιζε τἀργόχειρο. Καὶ τὸ βράδυ, σὰν πηγαίνανε στὰ σπίτια τους, ἄλλη ἔδειχτε στὸν πατέρα της μπιμπίλες, ἄλλη παντοῦφλες, κι ἄλλη κεντημένες καπνοσακοῦλες. Κι ὁ πατέρας τἄβλεπε αὐτὰ καὶ καμάρωνε ποῦ τέλος πάντων εἶδαν ἀνθρωπισμὸ τὰ κορίτσια.

Ἡ δουλειὰ ὅμως δὲ σταμάτησε ὡς ἐδῶ. Οἱ μεγάλες οἱ κοπέλλες, ποῦ δὲν μποροῦσαν πιὰ νὰ πᾶνε σκολειό, δὲν ἔπρεπε νὰ μείνουν κι αὐτὲς πίσω. Πῶς νὰ βγοῦν οἱ μικρότερες ἀδερφάδες πιὸ ἄξιες καὶ πιὸ χαριτωμένες στὸν κόσμο! Ρίχτουνται λοιπὸν τῆς Ἀγγέλικας κ' ἡσυχία δὲν τῆς ἀφίνουν. Νυχτέρι δὲ γίνουνταν, ποῦ νὰ μὴν τὴν ἔχουνε στὴ μέση νὰ λέῃ ἱστορίες, νὰ ξηγᾶ συνήθειες τῆς χώρας, νὰ τραγουδάῃ τραγούδια τῆς χώρας, νὰ κόβῃ καὶ νὰ ράβῃ, κι αὐτὲς νὰ λησμονοῦν κάθε χωριάτικο παιχνίδι, τραγούδι καὶ παραμύθι, καὶ νὰ κάθουνται σὰ μαγεμένες ν' ἀκοῦν τὴν Ἀγγέλικα.

Εἶναι ἀλήθεια πῶς σὰν ἔφευγε ἡ δασκάλισσα στὸ σπιτάκι της οἱ χωριατοποῦλες, −πῶς νὰ τὴν ξεχάσουν τὴν τέχνη!− τῆς κάνανε χίλια περιγέλοια τῆς κακόμοιρης! Ἄλλη νὰ μιμᾶται τὴ φωνή της, ἄλλη τἀσυνήθιστα τὰ λόγια της, ἄλλη τὴ μαριόλική της ματιά. Ἀθῶα περιγέλοια, δίχως ζούλια καὶ δίχως κακία, ἔτσι νὰ τῆς βροῦν κατιτὶς νὰ γελάσουν. Καὶ σὰ σκάνανε στὸ γέλοιο, ἄρχιζαν πάλι νὰ τῆς θαμάζουν τὰ κόκκινα χείλη, τὰ κάτασπρα δόντια, τὸ μικρὸ ποδαράκι, τὴν περπατηξιά της, τὰ στολιδάκια της, τὶς φορεσιές της, ὅλη της τὴ χάρη καὶ τὴν ὀμορφιά.

Καὶ μὲ τὸ βλέπε καὶ θάμαζε, ἄρχισαν οἱ χωριατοποῦλες ν' ἀλλάζουνε συνήθειες. Ἡ ἀλλαγὴ αὐτὴ εἴτανε βέβαια σιγανὴ κι ἀπ' ἔξω μοναχά. Τὸ φυσικό της δὲν μποροῦσε νὰ τ' ἀλλάξ' ἡ χωριατοποῦλα. Ἄλλαζε τὸ λοιπὸ μερικὰ λόγια, μερικὰ φερσίματα, μερικὰ φορέματα καὶ στολίδια. Κι αὐτὸ ἴσια ἴσια εἶταν ποῦ τοὺς ἔκαμε τοὺς χωριανοὺς νὰ μὴν τὴν καλοβλέπουν τὴ λουσάτη ἐκείνη τὴ μάγισσα. Δὲν ἔσωναν πιὰ τώρα τὰ σπιτήσια τὰ τούλια καὶ τὰ λινομέταξα, ἔπρεπε νὰ φέρνουν κι ἀπὸ τὸ μαγαζὶ λογῆς λογῆς κορδέλλες, κουμπιὰ καὶ κουρέλλια. Καὶ τὸ χειρότερο, ποῦ ἡ μίμηση δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι σωστή, κ' ἔβλεπες ἄξαφνα καπελλῖνο καὶ γερντάνι μαζί, ἤ φράγκικο φαρμπαλᾶ καὶ κοντογούνι, ἤ κάτι τέτοιο. Ὁ πατέρας φυσικὰ δὲν τὰ κοίταζ' αὐτά. Ὁ πατέρας μέσα του τὰ καμάρωνε ἴσως. Ἐκεῖνο ποῦ τὸν πονοῦσε τὸν πατέρα εἶταν ἡ τσέπη, τὸ ἔξοδο, αὐτὴ εἶταν ἡ ἐπανάσταση ποῦ ἔβλεπε ὁ νοικοκύρης καὶ τὸν ἔπιανε τρομάρα. Κι ὅσο στολίζουνταν ἡ κόρη του, τόσο τὴ φύλαγε αὐτὸς τὴ λιγδωμένη του γούνα, ἤ το μπαλωμένο του πόδημα.

Μήτε δῶ δὲ σταμάτησε τὸ κακό. Ἡ Ἀγγέλικα, καθὼς εἴπαμε, εἴτανε ζωηρὴ καὶ μιλητικιά. Ἄρχισε λοιπὸ σιγὰ σιγὰ νὰ ψαλιδίζῃ καὶ τῆς χωριατοπούλας ἡ γλώσσα, κι ἄς εἶταν καὶ κανένας ξένος μπροστά της. Καμιὰ φορὰ ἔλεγε καὶ κατιτὶς ἀδιάντροπο τοῦ πατέρα της. Οἱ προεστοὶ κ' οἱ ἐφόροι εἶταν καλοὶ πατριῶτες κ' ἤθελαν τὴν πρόοδο τοῦ χωριοῦ. Ἡ νοικοκυρωσύνη τους ὅμως εἶταν κι ἀπὸ τὸν πατριωτισμὸ μεγαλήτερη, καὶ κάθε φορὰ ποῦ ἔπαιζαν τὰ κομπολόγια τους στὸ καφενεδάκι τους συλλογιοῦνταν πῶς νὰ τὴ συμμαζέψουνε λιγάκι αὐτὴν τὴ δασκάλισσα. Νὰ τὴ διώξουνε δὲν ταίριαζε. Μιὰ δασκάλισσα ἔπρεπε νἄχουν. Ποιός ξέρει ἄ δὲν τοὺς ἤρχουνταν καὶ χειρότερη.

− Ἐγὼ τονε βρῆκα τὸν τρόπο, τοὺς λέει μιὰ μέρα ἕνας τους−Σπανὸ τὸν ἔλεγαν, ἄν καὶ δὲν εἴτανε σπανός. Νὰ τὴν παντρέψουμε τὴ δασκάλισσα. Θὰ νοικοκυρευτῇ καὶ θὰ συχάσῃ κι αὐτὴ καὶ μεῖς.

− Ποῦ νὰ τὴν παντρέψῃς! Δὲν ἄκουσες τί ἔλεγε τὶς προάλλες, τῆς κόρης μου, πῶς εἶναι ντροπῆς νὰ τὴν παντρεύουν οἱ γονιοί της καὶ νὰ μὴ διαλέγῃ ἀπατή της τὸ παλικάρι της!

− Αἴ, τὴν ἀφίνουμε λοιπὸν καὶ τονε διαλέγῃ ἀπατή της. Λίγο τερτίπι κ' ἔγινε ἡ δουλειά.

Καλή τους τύχη ποῦ εἶχαν ἕναν ἀνοικονόμητο χουβαρντᾶ, τὸν πρωτομάστορα τὸ Μυζήθρα. Πηγαίνει ὁ Σπανὸς μιὰ βραδιὰ στὴν ταβέρνα, τοῦ ρίχτεται τοῦ Μυζήθρα, καὶ μὲ λίγα λόγια τὸν ἑτοιμάζει γιὰ τὸ τερτίπι.

− Τί κάθεσαι καὶ χάνεις τὴ νιότη σου καὶ τὴν ὀμορφιά σου; τοῦ λέει· ποῦ θὰ τὴν ξαναβρῇς τέτοια Νεράϊδα, τέτοιον ἀφρό, τέτοιον κρῖνο; Τί καλλίτερο θὲς ἀπὸ μιὰ τέτοια γυναίκα; Τὸ δικό σου τὄχεις, τί πειράζει ἄ δὲν ἔχῃ καὶ προῖκα; Τρέχα σκάρωσέ της μιὰ πατινάδα. Ἄν τὴ φοβᾶσαι τὴν πατινάδα, ἕνα λουλούδι, μιὰ πρόφαση, καὶ τέλειωσε ἡ δουλειά. Τί χάνουμε τὰ λόγια μας; Πήγαινε σπίτι της ἀπόψε νὰ κοιτάξῃς μὴν τύχῃ κι ἄρχισε νὰ καθίζῃ ὁ καινούριος ὁ τοῖχος. Πὲς πῶς σ' ἔστειλα γώ. Μὴ φοβᾶσαι· κάμε σὺ τὴν ἀρχή, κι ὅσο γιὰ τὰ στερνά, ἔννοια σου, καὶ γὼ εἶμαι δῶ.

Ὁ Μυζήθρας στὴν ἀρχὴ τὰ πῆρε ὅλ' αὐτὰ γιὰ κοροϊδέματα τοῦ κὺρ Σπανοῦ. Τὸν ἤξερε πῶς ἀγαποῦσε νὰ πειράζῃ τὸν κόσμο, καὶ δὲν πολυπρόσεξε. Σὰν πήγαινε ὅμως σπίτι του τὴ βραδιὰ ἐκείνη, ὁ Μυζήθρας δὲν τραγουδοῦσε καθὼς ποῦ συνήθιζε. Εἴτανε βυθισμένος σὲ παράξενες συλλογές. Ἡσυχία δὲν εἶχε. Γιατί τάχα νὰ κάμῃ τέτοιο χωρατὸ ὁ Σπανός; Γιατί νὰ μὴν εἶναι κι ἀλήθεια; Τί χάνει νὰ δοκιμάσῃ; Ἄν πιτύχῃ ποιός ἄλλος μὲς στὸ χωριὸ θὰ ἔχῃ τέτοιο θησαυρὸ γιὰ γυναίκα; Ἄ δὲν πιτύχῃ καὶ τὸ μάθῃ ὁ κόσμος, καὶ τῆς βγάλουν τραγούδι, ἄς ὄψεται ὁ Σπανός, ποῦ στάθηκε ἡ αἰτία.

Ἀνέβαινε τὸν ἀνήφορο καὶ πήγαινε πρὸς τὸ σκολειό. Στάθηκε μιὰ στιγμὴ νὰ πάρῃ τὴν ἀναπνοή του. Ἔρριξε μιὰ ματιὰ πρὸς τὰ παράθυρα τῆς Ἀγγέλικας, καὶ τοῦ ἦρθε νὰ ξεσπάσῃ στὸ τραγούδι ποῦ νὰ πάῃ καπνός. Κρατήθηκε ὅμως καὶ πῆγε μπρός. Φτάνει στὴν πόρτα. Ἡ καρδιά του ἔτρεμε τώρα, ὁ λαιμός του στέγνωνε, ἵδρος ψιλὸς τὸν περεχοῦσε. Σκύβει καὶ βλέπει ἀπὸ τὴν κλειδότρυπα πρὶ νὰ χτυπήσῃ. Μέσα στὸ χαγιάτι ἡ παρακόρη, ἡ θύρα ὅμως τῆς κάμαρας ἀνοιχτή, κ' ἡ Ἀγγέλικα μπρὸς σ' ἕνα τραπεζάκι καὶ κεντοῦσε.

− Καλὰ λέει ὁ Σπανὸς πῶς εἶναι Νεράϊδα ἡ διαόλισσα, εἶπε. Ὡς τόσο τί νὰ τῆς πρωτοπῶ σὰν ἔμπω! Αἴ, ἄς τῆς πῶ καλησπέρα, κ' ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ τἄλλα.

Χτυπάει τὴν πόρτα. Ἀνοίγει ἡ παρακόρη, καὶ μπαίνει μέσα ὁ πρωτομάστορας.

Ἡ Ἀγγέλικα σηκώνεται μισοτρομασμένη. Στάθηκε σὰ λαμπάδα, μὲ τὰ μαῦρα της μάτια ὀρθάνοιχτα, σὰ νὰ τοῦ ἔλεγαν τί θέλει ἐκεῖ τέτοια ὥρα!

− Καλησπέρα σας, κ' ἕνα λυχνάρι, τῆς λέει, νὰ ρίξω μιὰ ματιὰ στὸ κατώγι, γιατὶ ὁ καινούριος ὁ τοῖχος λὲν πῶς καθίζει, καὶ μ' ἔστειλε ὁ κὺρ Σπανὸς νὰ κοιτάξω.

− Μαροῦλα, φωνάζει ἡ Ἀγγέλικα, ἄναψ' ἕνα φῶς καὶ δός το τοῦ Μάστορα νὰ κοιτάξῃ. Ἐλπίζω πῶς δὲν εἶναι τίποτε.

− Ἐγὼ κοίταξα καλὰ ἀπ' ἔξω καὶ νὰ σᾶς πῶ δὲν παρετήρησα τίποτις. Ὡς τόσο ἄς δοῦμε κι ἀπὸ μέσα.

Κατεβαίνει στὸ κατώγι, καὶ σὲ λιγάκι ξανανεβαίνει καὶ λέει πῶς δὲν ἔχει φόβο ὁ τοῖχος, καὶ νὰ μὴν τὸ κάμῃ μήτε λόγο, νὰ μὴν τρομάξῃ ὁ κόσμος τοῦ κάκου, καὶ δὲ στέλνει σκολειὸ τὰ κορίτσια του.

Ἐδῶ στάθηκε μιὰ στιγμὴ ὁ Μυζήθρας μπροστά της. Ὁ Μυζήθρας δὲν εἶταν ἄσκημο παλικάρι. Εἶταν ἀψηλός, μεγάλα καστανὰ μάτια καὶ μικρὸ μουστάκι λεβέντικο, εἶταν καὶ γλυκομίλητος. Ἔλα ὅμως ποῦ δέθηκε ἡ γλώσσα του τώρα! Τί νὰ τῆς πῇ, ποῦ εἶταν κ' ἡ παρακόρη παρέξω!

− Ἄς δοῦμε μιὰ καὶ στὸ Σκολειὸ μέσα, λέει ἄξαφνα, ἐκεῖ ποῦ κοίταζε γύρω τοὺς τοίχους.

− Καὶ παίρνει τὸ λυχνάρι, καὶ πηγαίνει μοναχός του στὴν κάμαρα τοῦ Σκολειοῦ νὰ συλλογιστῇ πῶς ν' ἀρχίσῃ τὴν ὁμιλία.

− Λᾶτε νὰ δῆτε, τῆς φωνάζει ἀπὸ μέσα.

Ἡ Ἀγγέλικα πηγαίνει στὴν κάμαρα τοῦ Σκολειοῦ.

Ἔφεγγε δὲν ἔφεγγε μέσα στὴ μεγάλη ἐκείνη τὴν κάμαρα μὲ τὸ μικρὸ τὸ λυχνάρι. Ἡ Ἀγγέλικα περπάτηξε λαφριὰ λαφριὰ καὶ πῆγε καὶ στάθηκε μπροστά του σὰν ἄγαλμα, μὲ τὸ ἀμελημένο της φόρεμα, μὲ τὰ μαῦρα της μάτια, μὲ τὸν ἄσπρο τὸ λαιμό της, καὶ μὲ τὰ δυό της χεράκια σφιγμένα κοντὰ στὰ στήθια σὰ νὰ μισοκρύωνε.

− Αὐτὴ τὴ χαραμάδα πρέπει νὰ εἶδε ὁ κὺρ Σπανὸς καὶ φοβήθηκε. Λίγο σουβᾶ θέλει καὶ τίποτις ἄλλο. Τὸ σπίτι εἶναι γερό, μᾶς βγῆκε καὶ καλορρίζικο. Ὅλες μας οἱ κοπέλλες ἀθρωπεύουν ἐδῶ μέσα.

− Καλωσύνη σας νὰ τὸ λέτε αυτό· καὶ τοῦ χαμογέλασε ἡ Ἀγγέλικα.

− Δασκάλισσά μου, ἐμεῖς οἱ χωριανοὶ τὰ λέμε ἴσια τὰ πράματα. Θὰ σᾶς ἔλεγα καὶ μιὰ ἄλλη ἀλήθεια, ἄ δὲ φοβούμουν πῶς ἴσως τὸ πάρετε ἄσκημα.

− Σὰν τί ἀλήθεια; τοῦ κάνει ἡ Ἀγγέλικα, καὶ πάει ἕνα βῆμα κοντήτερά του.

− Πῶς εἶναι μιὰ ψυχὴ στὸ χωριὸ ποῦ πάει νὰ τρελλαθῇ μὲ τασᾶς.

− Καλὲ τί μοῦ λές! Καὶ ποιά νὰ εἶναι, νὰ σὲ χαρῶ, αὐτὴ ἡ ψυχή; πές μου το τώρα ποῦ δὲ μᾶς ἀκοὺ καὶ κανένας.

− Κι ἄ θυμώσετε;

− Σοῦ τὸ τάζω πῶς δὲ θυμώνω, ὅποιος κι ἄν εἶναι. Γιατί νὰ θυμώσω;

− Καλὰ, νὰ σᾶς τὸ πῶ τὸ λοιπόν. Εἶναι ἕνας, ποῦ δὲν εἶναι γέρος, δὲν εἶναι καὶ φτωχός. Δὲν ξέρει πολλὰ γράμματα, εἶδε ὅμως στὸν καιρό του λιγάκι κόσμο. Ἔξω τὴν ἔμαθε τὴν τέχνη του. Εἶναι λοιπὸν καὶ τεχνίτης. Δὲν ξέρει νὰ λέῃ τὸν πόνο του σὰ βιβλίο, ξέρει ὅμως νὰ τὸν τραγουδάῃ σὰν τὸ πουλὶ μὲς στὰ δάση. Δὲν ξέρει νὰ χαιρετάῃ φράγκικα, μὰ ξέρει ν' ἀγαπᾶ καὶ νὰ χαδεύῃ ρωμαίικα.

− Καὶ τὄνομά του; ρωτάει ἡ Ἀγγέλικα χτυπώντας τὸ ποδαράκι της.

− Δὲν μπορῶ νὰ τὸ πῶ τὄνομά του· δὲν ἀποκοτῶ. Καὶ σταμάτησε ὁ Μυζήθρας.

− Νὰ εἶναι ἔτσι ἀψηλός, νόστιμος, παλικαρᾶς, γλυκομίλητος; ρωτάει πάλι ἡ Ἀγγέλικα γελώντας.

− Δὲν μπορῶ, δὲν μπορῶ νὰ σᾶς πῶ. Πάει νὰ σβύσῃ ὁ νοῦς μου σὰν αὐτὸ τὸ λυχνάρι. Καὶ βάζει τὸ λυχνάρι σ' ἕνα θρανὶ, καὶ κοιτάζει χάμω συλλογισμένος.

− Τί ἔπαθες, παλικάρι μου; τί ἔχει ὁ καημένος!

Γυρίζει τότες ὁ Μυζήθρας καὶ τὴν καλοκοιτάζει καὶ τῆς λέει:

Δὲν εἶναι πρᾶμα ν' ἀρρωστᾶ, πρᾶμα νὰ θανατώνῃ, Σὰν τὴν ἀγάπη τὴν κρυφὴ ποῦ δὲν ξεφανερώνει.

Ἡ δασκάλισσα, ἄν καὶ φυσικὰ κάτι ἔννοιωσε, ἤ ὅμως ἤθελε νὰ παίξῃ καὶ νὰ περάσῃ τὴν ὥρα της, ἤ εἶχε ὄρεξη ν' ἀκούσῃ κι ἄλλα, κ' ἔκανε τὴν ἀνήξερη ἀκόμα.

− Ἔχεις ἀγάπη μὲς στὴν καρδιά σου, καθὼς βλέπω, τοῦ λέει. Καὶ ποιά νὰ εἶναι ἡ ἄτυχη αὐτὴ ἀγαπητικιά, ποῦ δὲν τὸ ξέρει τί πόνο τὴν ἔχεις;

Καὶ τῆς ρίχτει τώρα φλογερὴ ματιὰ ὁ Μυζήθρας, καὶ τῆς μουρμουρίζει:

Ἀγγελικοῦλα ζάχαρη, κι Ἀγγελικοῦλα μέλι, Κι Ἀγγελικοῦλα κρυὸ νερὸ ποῦ πίνουν οἱ Ἀγγέλοι.

Δὲν μποροῦσε πιὰ ἡ Ἀγγέλικα νὰ καμωθῇ πῶς δὲν ἔννοιωθε. Ἀρχίσανε νὰ τῆς ἔρχουνται σύγκρυα. Δὲν εἴτανε φρόνιμο νὰ μείνῃ κοντά του. Μποροῦσε νὰ σκύψῃ κιόλας νὰ τηνε φιλήσῃ. Τραβήχτηκε λοιπὸ δυὸ βήματα, πῆρε τὸ συνηθισμένο τὸν ἀέρα της σὰν ἔβλεπε ξένο, καὶ,

− Λοιπὸ δὲν ἔχει τίποτις ὁ τοῖχος, τοῦ κάνει. Ἄς εἶσαι καλὰ γιὰ τὸν κόπο σου. Καὶ πῆγε μέσα.

Ὁ Μυζήθρας τὰ εἶχε χαμένα. Τὸν ἔδερνε ἡ ἀγάπη κ' ἡ ντροπή. Κοιτάζει γύρω του νὰ δῇ πῶς νὰ φύγῃ χωρὶς νὰ τὸν ξαναδῇ ἡ περήφανη ἡ Ἀγγέλικα. Βλέπει τὴν πόρτα ποῦ ἔβγαιναν τὰ κορίτσια σὰ σκόλαζαν, τὴν ἀνοίγει, κ' ἴσια ἔξω, χωρὶς μήτε ν' ἀκουστῇ τὸ περπάτημά του.

Σὰ βγῆκ' ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλή, καὶ κατέβαινε τὸν κατήφορο, καὶ τονε χτύπησε τ' ἀγέρι, καὶ συνέφερε, χάθηκε ἡ ντροπὴ καὶ τοῦ ἔμεινε ἡ ἀγάπη. Καὶ σὰν τράβηξε ἀκόμα παρακάτω, κ' εἶδε μπροστά του τὸν κάμπο, καὶ τὸ φεγγάρι νὰ παίζῃ στὰ κύματα, ξύπνησε τὸ χουβαρνταλίκι μὲς στὴν καρδιά του, καὶ διαλάληξε ἀμέσως ὁ κόσμος μὲ τὸ τραγούδι του:

Καλονυχτίζω μιὰ ψυχὴ καὶ τὄνομα δὲ λέγω. Κι ἄ μελετήσω τὄνομα βουρκώνουμαι καὶ κλαίγω.

− Πῆτε μου, πῆτε μου κι ἄλλα, νὰ σᾶς χαρῶ, ἀπ' αὐτὰ τὰ δαιμονισμένα σας λιανοτράγουδα, −ἔλεγε μιὰ βραδινὴ στὶς κοπέλλες ἡ Ἀγγέλικα, ἐκεῖ ποῦ ἔραβαν καὶ κεντούσανε γύρω στοῦ νυχτεριοῦ τὸ λυχνάρι. − Εἶναι γλυκὰ γλυκὰ καὶ νόστιμα, εἶναι μυρωδᾶτα σὰν τὸ βασιλικό, πῆτε μου κι ἄλλα, πεθαίνω γιὰ τὰ χωριάτικά σας αὐτὰ τὰ ζουμπουλάκια, ποῦ τὰ καταφρονεῖτε, καημένες, μὰ δὲν ξέρετε τί θησαυρὸ ἔχετε! Ἄχ, χωριὸ καὶ πάλι χωριό! Ποῦ νὰ βρῇ κανένας τέτοιο νυχτέρι στὴ χώρα! Ποῦ ν' ἀκούσῃ τέτοια μοσκομυρισμένα τραγούδια! Θὰ τὰ μάθω, θὰ τὰ μάθω καὶ γὼ αὐτὰ τὰ τραγούδια. Δὲν μπορῶ πιὰ νὰ ζήσω δίχως αὐτὰ.

Κι ἄρχισε ἀμέσως νὰ ψιλοτραγουδάῃ σ' ἕνα σκοπὸ τοῦ χωριοῦ:

Κυπαρισσάκι μου ψηλό, σκύψε νὰ σοῦ λαλήσω, Ἔχω δυὸ λόγια νὰ σοῦ πῶ, κι ἀπὲ νὰ ξεψυχήσω.

Καὶ δός του γέλοια οἱ κοπέλλες, ποῦ πήγανε νὰ λωλαθοῦνε μαζί της.

− Τί ὄμορφα τὰ τραγουδάει, σὰ νὰ γεννήθηκε στὸ χωριὸ ἡ μαριολεμένη! φωνάζανε.

− Μπά! καὶ μήγαρη δὲ γεννήθηκα σὲ χωριό; Τὴν καημένη μὲ φέρανε στὴ χώρα μικρὴ μικρή, −μήτε μάννα εἶχα μήτε πατέρα. Ὁ καημένος ὁ θειός μου ὁ Παπᾶ Φέστας μὲ πῆρε στὴ χώρα καὶ μὲ πρόκοψε. Τὴ θυμοῦμαι τὴ δύστυχη τὴ μάννα μου σὰ νὰ εἴτανε χτές. Νά! ἔτσι φαίνουνταν. Ὅλοι μοῦ ἔλεγαν πῶς τῆς ἔμοιαζα.

Καὶ παίρνει μιὰ μαγουλίκα, καὶ τὴν τριγυρίζει στὸ κεφάλι της, καὶ τὶς κοιτάζει μὲ ἥμερη καὶ συλλογισμένη ματιά. Εἶταν ἀληθινὴ ζουγραφιὰ τώρα.

Οἱ χωριατοποῦλες κάθουνται καὶ τὴ βλέπουν ἀμίλητες καὶ συγκινημένες· δυὸ τρεῖς δάκρισαν κιόλας.

− Εἶσαι δική μας, Ἀγγέλικα, καὶ βγάλτ' ἀπὸ τὸ νοῦ σου πῶς θὰ μᾶς φραγκέψῃς, τῆς λέει ἡ μιά τους, ἡ μεγαλήτερη.

− Ἐγὼ νὰ σᾶς φραγκέψω, ἀγάπη μου; Θεὸς νὰ φυλάξῃ! Κοιτάξετε νὰ μὴ μὲ φραγκέψετε σεῖς τώρα ποῦ ξανάγινα πάλι χωριατοποῦλα. Μιὰ βδομάδα καὶ θὰ μοῦ τραγουδᾶς τὸ τραγούδι τῆς νύφης.

Ἔμειναν ὅλες ξερές. Βάζουν τἀργόχειρα χάμω, βλέπουν ἡ μιὰ τὴν ἄλλη, ἀρχινοῦν ἕνα τσιριχτὸ σὰ λωλές, πηδοῦν ὄρθιες, καὶ τριγυρνοῦν τὴν Ἀγγέλικα, νὰ μάθουν τί τρέχει.

− Ἀφῆστε με νὰ σᾶς τὰ πῶ. Νά! ἁπλὸ πρᾶμα· ἀγάπησα ἕνα παλικάρι, καὶ θὰ τὸ πάρω. Μὴ ζουλέψετε. Δὲν εἶναι καμιανῆς ἀρραβωνιαστικός. Εἶναι ἀπὸ τὸν ἄλλο τὸ μαχαλά. Δὲν εἶναι γέρος, δὲν εἶναι καὶ φτωχός. Δὲν ξέρει πολλὰ γράμματα, ξέρει ὅμως τὴν τέχνη του. Δὲν μπορεῖ νὰ μοῦ τὴν πῇ τὴν ἀγάπη του σὰ βιβλίο, ξέρει ὅμως καὶ τραγουδᾶ σὰν τὸ πουλὶ μὲς στὰ δάση.

− Καὶ τὄνομά του; φωνάζουν ὅλες.

− Τὄνομά του; Ἕνα πρᾶμα ποῦ γίνεται νόστιμο μὲ τὸ μέλι.

− Ὁ Μυζήθρας! φωνάζει ἡ μεγαλήτερη.

− Λοιπὸν ἐσὺ ποῦ τὸν ἔννοιωσες, θἄρθῃς νὰ στολίσῃς τὴ νύφη. Ὁ γάμος γίνεται στὸ σπίτι τοῦ κὺρ Σπανοῦ.

Κ' ἔτσι ἔγινε. Ὁ Σπανὸς πῆρε ὅλη τὴ δουλειὰ ἀπάνω του, σὰν πατέρας της ὁ καημένος.

Ἡ Ἀγγέλικα, καὶ καλὰ νὰ γίνῃ νύφη σωστὴ τοῦ χωριοῦ. Μήτε οἱ τρέμουσες λείπανε, μήτε τὰ χίλια ἄλλα τὰ στολίδια καὶ τὰ γλέντια, ποῦ κάνουν τοὺς χωριανοὺς νὰ λὲν τὸ γάμο χαρά.

Ὅσο γιὰ τὸ γαμπρό, αὐτὸς πιὰ συμμαζεμὸ δὲν εἶχε. Ὡς καὶ στὴ στεφάνωση ἀπάνω ἔσκυψε κ' εἶπε τοῦ κὺρ Σπανοῦ:

− Εἶμαι Βασιλιάς, ἡ Ἀγγέλικα εἶναι κορόνα μου, καὶ τοῦ λόγου σου ὁ Βεζίρης μου.

Καὶ δὲν ἔλεγε ψέματα. Σὰ Βεζίρης τὴ βόλεψε τὴ δουλειὰ ὁ κὺρ Σπανός. Αὐτὸς εἶταν ποῦ πῆγε καὶ τῆς φύσηξε τὴ φωτιὰ τῆς Ἀγγέλικας ὕστερ' ἀπὸ κείνη τὴ βραδινή. Αὐτὸς ἔκαμε καὶ τὴν προξενιὰ τῆς Μυζήθραινας· καὶ σὲ δυὸ βδομάδες εἶταν ὅλα τελειωμένα, κ' ἡ Μυζήθραινα κατασταλαγμένη μὲ τὸ γιόκα της καὶ μὲ τὴ νύφη της, κι ἀποφασισμένη νὰ ζήσῃ μαζί τους, νὰ κοιτάζῃ, ἔλεγε, τὰ ἐγγονάκια της, σὰν πήγαινε ἡ Ἀγγέλικα στὸ Σκολειό.

Κ' ἔτσι νοικοκυρεύτηκε ἡ δασκάλισσα, ντύνουνταν καὶ μιλοῦσε καὶ φερνότανε σὰν ὅλον τὸν κόσμο, γλύτωσαν καὶ τοῦ χωριοῦ οἱ κοπέλλες ἀπὸ τὴν τρέλλα νὰ θέλουν καὶ καλὰ νὰ φαίνουνται Φράγκισσες.

 

Αργύρης Εφταλιώτης, Νησιώτικες Ιστορίες,

Αθήνα, Εκδοτικός Οίκος Φέξη, 1911, σ.σ. 59−66

 

 

 

 

 

 

 

( μεταγραφή σε μονοτονικό )  

 

 

 

 


Η Αγγέλικα

 

Έγινε μεγάλη ταραχή όταν φάνηκε για πρώτη φορά στο χωριό η Αγγέλικα. Συνηθισμένος ο κόσμος από τις ντροπαλές και συμμαζεμένες χωριατοπούλες, βλέπει ξαφνικά μέσα  στο χωριό μια κοπέλα που του φάνηκε σαν θεά. Πρώτο, επειδή ήταν κάτασπρη σαν να μην την είδε ήλιος ποτέ. Δεύτερο, πρόσχαρη, γελαστή και ζωηρή, που τους τρέλαινε όταν γελούσε και τους έδειχνε τα μεγάλα της τα δόντια. Τρίτο, επειδή δεν φορούσε χωριάτικα, μόνο της χώρας φορέματα. Μα τι πρώτο και τι δεύτερο και τι δέκατο! Ήταν να τη βλέπεις και να μη χορταίνεις.

Επανάσταση έφερε στο χωριό η Αγγέλικα. Οι καλοί χωριανοί δεν το λογάριαζαν τέτοιο κακό. Ο σκοπός τους ήταν αθώος. Αυτοί ζητούσαν μια καλή δασκάλα να μάθει τα κορίτσια τους γράμματα. Γράφουν, λοιπόν, στη χώρα και σε λιγάκι έρχεται η Αγγέλικα.

Σχολείο χτισμένο δεν είχαν ακόμα. Της νοικιάζουν ένα σπιτάκι και μέσα σ’ αυτό το σπιτάκι άρχισε η Αγγέλικα να εκπολιτίζει του χωριού τα κορίτσια. Ως εδώ η δουλειά πήγαινε καλά. Τα κορίτσια μάθαιναν πως το ψωμί δεν τρώγεται, μέσα στο βιβλίο, αν δεν γίνει άρτος και, όταν τέλειωναν τα μαθήματα, άρχιζε το εργόχειρο. Και το βράδυ, όταν πήγαιναν στα σπίτια τους, άλλη έδειχνε στον πατέρα της μπιμπίλες[1], άλλη παντόφλες κι άλλη κεντημένες καπνοσακούλες. Κι ο πατέρας τα έβλεπε αυτά και καμάρωνε που τέλος πάντων είδαν ανθρωπισμό τα κορίτσια.

Η δουλειά όμως δεν σταμάτησε ως εδώ. Οι μεγάλες οι κοπέλες, που δεν μπορούσαν πια να πάνε σχολείο, δεν έπρεπε να μείνουν κι αυτές πίσω. Πώς να βγουν οι μικρότερες αδερφάδες πιο άξιες και πιο χαριτωμένες στον κόσμο! Ρίχνονται λοιπόν της Αγγέλικας και δεν την αφήνουν σε ησυχία. Νυχτέρι[2] δεν γινόταν που να μην την έχουν στη μέση να λέει ιστορίες, να εξηγεί τις συνήθειες της χώρας, να τραγουδάει τραγούδια της χώρας, να κόβει και να ράβει˙ κι αυτές να λησμονούν κάθε χωριάτικο παιχνίδι, τραγούδι και παραμύθι και να κάθονται σαν μαγεμένες ν’ ακούνε την Αγγέλικα.

Είναι αλήθεια πως όταν έφευγε η δασκάλα στο σπιτάκι της, οι χωριατοπούλες –πώς να ξεχάσουν την τέχνη!- της έκαναν χίλιες κοροϊδίες της κακόμοιρης! Άλλη να μιμείται τη φωνή της, άλλη τα ασυνήθιστα λόγια της, άλλη τη μαργιόλικη[3] ματιά της. Αθώες κοροϊδίες, δίχως ζήλια και κακία, έτσι να της βρουν κατιτί να γελάσουν. Και όταν έσκαγαν στα γέλια, άρχιζαν πάλι να της θαυμάζουν τα κόκκινα χείλια, τα κάτασπρα δόντια, το μικρό ποδαράκι, την περπατησιά της, τα στολιδάκια της, τις φορεσιές της, όλη της τη χάρη και την ομορφιά.

Και με το βλέπε και θαύμαζε, άρχισαν οι χωριατοπούλες ν’ αλλάζουν συνήθειες. Η αλλαγή αυτή ήταν βέβαια σιγανή κι απ’ έξω μονάχα. Το φυσικό της δεν μπορούσε να τ’ αλλάξει η χωριατοπούλα. Άλλαζε, λοιπόν, μερικά λόγια, μερικά φερσίματα, μερικά φορέματα και στολίδια. Κι αυτό ίσα ίσα ήταν που έκανε τους χωριανούς να μην καλοβλέπουν εκείνη τη λουσάτη μάγισσα. Δεν αρκούσαν τώρα πια τα σπιτίσια τούλια και τα λινομέταξα, έπρεπε να φέρνουν κι από το μαγαζί λογής λογής κορδέλες, κουμπιά και κουρέλια. Και το χειρότερο ήταν που η μίμηση δεν μπορούσε να είναι σωστή˙ κι έβλεπες ξαφνικά καπελίνο και γιορντάνι[4] μαζί ή φράγκικο φραμπαλά[5] και κοντογούνι[6] ή κάτι τέτοιο. Ο πατέρας φυσικά δεν τα κοίταζε αυτά. Ο πατέρας μέσα του τα καμάρωνε ίσως. Εκείνο που  πονούσε τον πατέρα ήταν η τσέπη, το έξοδο. Αυτή ήταν η επανάσταση που έβλεπε ο νοικοκύρης και τον έπιανε τρομάρα. Κι όσο στολιζόταν η κόρη του, τόσο φύλαγε αυτός τη λιγδωμένη του γούνα ή το μπαλωμένου του παπούτσι.

Μήτε εδώ δεν σταμάτησε το κακό. Η Αγγέλικα, καθώς είπαμε, ήταν ζωηρή και ομιλητική. Άρχισε λοιπόν να ψαλιδίζει της χωριατοπούλας η γλώσσα, κι ας ήταν και κανένας ξένος μπροστά της. Καμιά φορά έλεγε και κατιτί αδιάντροπο του πατέρα της. Οι προεστοί κι οι έφοροι ήταν καλοί πατριώτες και ήθελαν την πρόοδο του χωριού. Η νοικοκυροσύνη τους όμως ήταν κι από τον πατριωτισμό τους μεγαλύτερη και κάθε φορά που έπαιζαν τα κομπολόγια τους στο καφενεδάκι τους, συλλογίζονταν πώς να συμμαζέψουν λιγάκι αυτή τη δασκάλα. Να τη διώξουν δεν ταίριαζε. Μια δασκάλα έπρεπε να έχουν. Ποιος ξέρει αν δεν τους ερχόταν και χειρότερη.

- Εγώ τον βρήκα τον τρόπο, τους λέει μια μέρα ένας τους - Σπανό τον έλεγαν, αν και δεν ήταν σπανός. Να την παντρέψουμε τη δασκάλα. Θα νοικοκυρευτεί και θα ησυχάσει κι αυτή κι εμείς.

- Πού να την παντρέψεις! Δεν άκουσες τι έλεγε τις προάλλες της κόρης μου, πως είναι ντροπή να την παντρεύουν οι γονείς της και να μη διαλέγει μόνη της το παλληκάρι της!

-Άιντε, την αφήνουμε λοιπόν και τον διαλέγει μόνη της. Λίγο τερτίπι[7] κι έγινε η δουλειά.

Καλή τους τύχη που είχαν έναν ανοικονόμητο χουβαρντά[8], τον πρωτομάστορα τον Μυζηθρά. Πηγαίνει ο Σπανός μια βραδιά στην ταβέρνα, του ρίχνεται του Μυζηθρά, και με λίγα λόγια τον ετοιμάζει για το τερτίπι.

- Τι κάθεσαι και χάνεις τη νιότη σου και την ομορφιά σου; του λέει. Πού θα την ξαναβρείς τέτοια νεράιδα, τέτοιον αφρό, τέτοιο κρίνο; Τι καλύτερο θες από μια τέτοια γυναίκα; Το δικό σου το έχεις, τι πειράζει αν δεν έχει προίκα; Τρέχα σκάρωσέ της μια πατινάδα[9]. Αν τη φοβάσαι την πατινάδα, ένα λουλούδι, μια πρόφαση και τέλειωσε η δουλειά. Τι χάνουμε τα λόγια μας; Πήγαινε σπίτι της απόψε, να κοιτάξεις μήπως άρχισε να καθίζει ο καινούριος τοίχος. Πες πως σ' έστειλα εγώ. Μη φοβάσαι˙ κάνε εσύ την αρχή κι όσο για τα υπόλοιπα, έννοια σου κι εγώ είμαι εδώ.

Ο Μυζηθράς στην αρχή τα πήρε όλα αυτά για κοροϊδίες του κυρ Σπανού. Τον ήξερε πως αγαπούσε να πειράζει τον κόσμο και δεν έδωσε πολλή σημασία. Όταν πήγαινε όμως σπίτι του τη βραδιά εκείνη, ο Μυζηθράς δεν τραγουδούσε όπως συνήθιζε. Ήταν βυθισμένος σε παράξενους συλλογισμούς. Ησυχία δεν είχε. Γιατί τάχα να κάνει τέτοιο χωρατό ο Σπανός; Γιατί να μην είναι αλήθεια; Τι χάνει να δοκιμάσει; Αν πετύχει, ποιος άλλος μες στο χωριό θα έχει τέτοιο θησαυρό για γυναίκα; Αν δεν πετύχει και το μάθει ο κόσμος και της βγάλουν τραγούδι, ας όψεται ο Σπανός που στάθηκε η αιτία.

Ανέβαινε τον ανήφορο και πήγαινε προς το σχολείο. Στάθηκε μια στιγμή να πάρει μια ανάσα. Έριξε μια ματιά προς τα παράθυρα της Αγγέλικας και του ήρθε να ξεσπάσει στο τραγούδι που να πάει καπνός. Κρατήθηκε όμως και πήγε μπρος. Φτάνει στην πόρτα. Η καρδιά του έτρεμε τώρα, ο λαιμός του στέγνωνε, κρύος ιδρώτας τον έκοψε. Σκύβει και βλέπει από την κλειδαρότρυπα πριν χτυπήσει. Μέσα στο χαγιάτι[10] η υπηρέτρια, η πόρτα όμως της κάμαρας ανοιχτή και η Αγγέλικα μπροστά σ’ ένα τραπεζάκι και κεντούσε.

- Καλά λέει ο Σπανός πως είναι νεράιδα η διαόλισσα. Ωστόσο, τι να της πρωτοπώ όταν μπω; Άιντε, ας της πω καλησπέρα κι έχει ο Θεός για τ’ άλλα.

Χτυπάει την πόρτα. Ανοίγει η υπηρέτρια και μπαίνει μέσα ο πρωτομάστορας.

Η Αγγέλικα σηκώνεται μισοτρομαγμένη. Στάθηκε σαν λαμπάδα, με τα μαύρα της μάτια ορθάνοιχτα, σαν να του έλεγαν τι θέλει εκεί τέτοια ώρα!

- Καλησπέρα σας, κι ένα λυχνάρι, της λέει, να ρίξω μια ματιά στο κατώγι, γιατί ο καινούριος τοίχος λένε πως καθίζει και μ’ έστειλε ο κυρ Σπανός να κοιτάξω.

- Μαρούλα, φωνάζει η Αγγέλικα, άναψε ένα φως και δώσ’ το του μάστορα να κοιτάξει. Ελπίζω πως δεν είναι τίποτα.

- Εγώ κοίταξα καλά απ’ έξω και να σας πω, δεν παρατήρησα τίποτε. Ωστόσο, ας δούμε κι από μέσα.

Κατεβαίνει στο κατώγι και σε λιγάκι ξανανεβαίνει και λέει πως δεν έχει φόβο ο τοίχος και να μην το κάνει λόγο, να μην τρομάξει ο κόσμος άδικα και δεν στέλνει σχολείο τα κορίτσια του.

Εδώ στάθηκε μια στιγμή ο Μυζηθράς μπροστά της. Ο Μυζηθράς δεν ήταν άσχημο παλληκάρι. Ήταν ψηλός, με μεγάλα καστανά μάτια και μικρό μουστάκι λεβέντικο, ήταν και γλυκομίλητος. Έλα όμως που δέθηκε η γλώσσα του τώρα! Τι να της πει που ήταν κι η υπηρέτρια παρακεί!

- Ας δούμε μια και στο σχολείο μέσα, λέει ξαφνικά, εκεί που κοίταζε γύρω τους τοίχους.

Και παίρνει το λυχνάρι και πηγαίνει μοναχός του στην κάμαρα του σχολείου να συλλογιστεί πώς ν’ αρχίσει την κουβέντα.

- Ελάτε να δείτε, της φωνάζει από μέσα.

Η Αγγέλικα πηγαίνει στην κάμαρα του σχολείου.

Μισόφεγγε μέσα στη μεγάλη εκείνη κάμαρα με το μικρό λυχνάρι. Η Αγγέλικα περπάτησε ελαφριά και πήγε και στάθηκε μπροστά του σαν άγαλμα, με το ατημέλητο φόρεμά της, με τα μαύρα μάτια της, με τον άσπρο λαιμό της και με τα δυο χεράκια της σφιγμένα κοντά στα στήθη σαν να κρύωνε λιγάκι.

- Αυτή τη χαραμάδα πρέπει να είδε ο κυρ Σπανός και φοβήθηκε. Λίγο σοβά θέλει και τίποτ’ άλλο. Το σπίτι είναι γερό, μας βγήκε και καλορίζικο. Όλες μας οι κοπέλες ανθρωπεύουν[11] εδώ μέσα.

- Καλοσύνη σας να το λέτε αυτό˙ και του χαμογέλασε η Αγγέλικα.

- Δασκάλα μου, εμείς οι χωριανοί τα λέμε στα ίσα τα πράγματα. Θα σας έλεγα και μια άλλη αλήθεια αν δεν φοβόμουν πως ίσως το πάρετε άσχημα.

- Σαν τι αλήθεια; του κάνει η Αγγέλικα και πάει ένα βήμα πιο κοντά του.

- Πως είναι μια ψυχή στο χωριού που πάει να τρελαθεί με σας.

- Καλέ, τι μου λες! Και ποια να είναι, να σε χαρώ, αυτή η ψυχή; Πες το μου τώρα που δεν μας ακούει και κανένας.

- Κι αν θυμώσετε;

- Σου υπόσχομαι πως δεν θυμώνω, όποιος κι αν είναι. Γιατί να θυμώσω;

- Καλά, να σας το πω το λοιπόν. Είναι ένας που δεν είναι γέρος, δεν είναι και φτωχός. Δεν ξέρει πολλά γράμματα, είδε όμως στον καιρό του λιγάκι κόσμο. Έξω την έμαθε την τέχνη του. Είναι λοιπόν και τεχνίτης. Δεν ξέρει να λέει τον πόνο του σαν βιβλίο, ξέρει όμως να τον τραγουδάει σαν το πουλί μες στα δάση. Δεν ξέρει να χαιρετάει φράγκικα[12], μα ξέρει ν’ αγαπά και χαϊδεύει ρωμαίικα.

- Και τ’ όνομά του; ρωτάει η Αγγέλικα χτυπώντας το ποδαράκι της.

- Δεν μπορώ να το πω τ’ όνομά του˙ δεν βρίσκω το θάρρος. Και σταμάτησε ο Μυζηθράς.

- Να είναι έτσι ψηλός, νόστιμος, παλληκαράς, γλυκομίλητος; ρωτάει πάλι η Αγγέλικα γελώντας.

- Δεν μπορώ, δεν μπορώ να σας πω. Πάει να σβήσει ο νους μου σαν κι αυτό το λυχνάρι.

Και βάζει το λυχνάρι σ’ ένα θρανίο και κοιτάζει χάμω συλλογισμένος.

- Τι έπαθες, παλληκάρι μου; Τι έχει ο καημένος!

Γυρίζει τότε ο Μυζηθράς και την καλοκοιτάζει και της λέει:

Δεν είναι πράμα ν’ αρρωστά, πράμα να θανατώνει

σαν την αγάπη την κρυφή που δεν ξεφανερώνει.

Η δασκάλα, αν και φυσικά κάτι ένιωσε, ή όμως ήθελε να παίξει και να περάσει την ώρα της ή είχε όρεξη ν’ ακούσει κι άλλα κι έκανε την ανήξερη ακόμα.

- Έχεις αγάπη μες στην καρδιά σου καθώς βλέπω, του λέει. Και ποια να είναι η άτυχη αυτή αγαπητικιά που δεν ξέρει τι πόνο την έχεις;

Και της ρίχνει τώρα μια φλογερή ματιά και της μουρμουρίζει :

Αγγελικούλα ζάχαρη κι Αγγελικούλα μέλι

κι Αγγελικούλα κρύο νερό και πίνουν οι αγγέλοι.

Δεν μπορούσε πια η Αγγέλικα να κάνει πως δεν καταλάβαινε. Αρχίσανε να της έρχονται ρίγη. Δεν ήταν φρόνιμο να μείνει κοντά του. Μπορούσε να σκύψει κιόλας να τη φιλήσει. Τραβήχτηκε λοιπόν δυο βήματα, πήρε τον συνηθισμένο αέρα της όπως όταν έβλεπε ξένο και...

- Λοιπόν, δεν έχει τίποτα ο τοίχος, του κάνει. Ας είσαι καλά για τον κόπο σου. Και πήγε μέσα.

Ο Μυζηθράς τα είχε χαμένα. Τον έδερνε η αγάπη και η ντροπή. Κοιτάζει γύρω του να δει πώς θα φύγει χωρίς να τον ξαναδεί η περήφανη η Αγγέλικα. Βλέπει την πόρτα που έβγαιναν τα κορίτσια όταν σχολούσαν, την ανοίγει και βγαίνει έξω, χωρίς ν’ ακουστεί ούτε το περπάτημά του.

Όταν βγήκε έξω από την αυλή και κατέβαινε τον κατήφορο, και τον χτύπησε τ' αγέρι και συνήλθε, χάθηκε η ντροπή και του έμεινε η αγάπη. Κι όταν τράβηξε ακόμα παρακάτω και είδε μπροστά του τον κάμπο και το φεγγάρι να παίζει στα κύματα, ξύπνησε το χουβαρνταλίκι μες στην καρδιά του και αντιλάλησε αμέσως ο τόπος με το τραγούδι του:

Καλονυχτίζω μια ψυχή και τ’ όνομα δε λέω

Κι αν μελετήσω[13] τ’ όνομα, βουρκώνομαι και κλαίω.

- Πείτε μου, πείτε μου κι άλλα, να σας χαρώ, απ’ αυτά τα δαιμονισμένα σας λιανοτράγουδα, έλεγε μια βραδιά στις κοπέλες η Αγγέλικα, εκεί που έραβαν και κεντούσαν γύρω στου νυχτεριού το λυχνάρι.

- Είναι γλυκά γλυκά και νόστιμα, είναι μυρωδάτα σαν τον βασιλικό, πείτε μου κι άλλα, πεθαίνω γι’ αυτά τα χωριάτικα ζουμπουλάκια σας, που τα περιφρονείτε, καημένες, μα δεν ξέρετε τι θησαυρό έχετε! Αχ, χωριό και πάλι χωριό! Πού να βρει κανένας τέτοιο νυχτέρι στη χώρα! Πού ν’ ακούσει τέτοια μοσχομυρισμένα τραγούδια! Θα τα μάθω, θα τα μάθω κι εγώ αυτά τα τραγούδια. Δεν μπορώ πια να ζήσω δίχως αυτά!

Κι άρχισε αμέσως να ψιλοτραγουδάει σ' ένα σκοπό του χωριού :

Κυπαρισσάκι μου ψηλό, σκύψε να σου λαλήσω.

Έχω δυο λόγια να σου πω κι απέ να ξεψυχήσω.

Και δώσ’ του γέλια οι κοπέλες, που πήγαιναν να τρελαθούν μαζί της.

- Τι όμορφα τα τραγουδάει! Σαν να γεννήθηκε στο χωριό η μαργιολεμένη! φώναζαν.

- Μπα! Και μήπως δεν γεννήθηκα σε χωριό; Την καημένη με φέρανε στη χώρα μικρή - μήτε μάνα είχα, μήτε πατέρα. Ο καημένος ο θείος μου, ο παπα-Φέστας, με πήρε στη χώρα και με πρόκοψε. Τη θυμάμαι τη δύστυχη τη μάνα μου σαν να ήταν χτες. Να! Έτσι φαινόταν. Όλοι μου έλεγαν πως της έμοιαζα.

Και παίρνει μια μαγουλίκα[14] και την τριγυρίζει στο κεφάλι της και τις κοιτάζει με ήμερη και συλλογισμένη ματιά. Ήταν αληθινή ζωγραφιά τώρα.

Οι χωριατοπούλες κάθονται και τη βλέπουν αμίλητες και συγκινημένες˙ δυο τρεις δάκρυσαν κιόλας.

- Είσαι δική μας, Αγγέλικα, και βγάλ’ το από τον νου σου πως θα μας φραγκέψεις[15], της λέει η μια τους, η μεγαλύτερη.

- Εγώ να σας φραγκέψω, αγάπη μου; Θεός να φυλάξει! Κοιτάξτε να μη με φραγκέψετε εσείς τώρα που ξανάγινα πάλι χωριατοπούλα. Μια βδομάδα και θα μου τραγουδάς το τραγούδι της νύφης.

Έμειναν όλες ξερές. Βάζουν τα εργόχειρα χάμω, βλέπουν η μια την άλλη, αρχινούν ένα τσιριχτό σαν λωλές, πηδούν όρθιες και τριγυρνούν την Αγγέλικα, να μάθουν τι τρέχει.

- Αφήστε με να σας τα πω. Να! απλό πράγμα˙ αγάπησα ένα παλληκάρι και θα το πάρω. Μη ζηλέψετε. Δεν είναι καμιάς αρραβωνιαστικός. Είναι από τον άλλο μαχαλά[16]. Δεν είναι γέρος, δεν είναι και φτωχός. Δεν ξέρει πολλά γράμματα, ξέρει όμως την τέχνη του. Δεν μπορεί να μου πει την αγάπη σου σαν βιβλίο, ξέρει όμως να τραγουδά σαν το πουλί μες στα δάση.

- Και το όνομά του; φωνάζουν όλες.

- Τ’ όνομά του; Ένα πράγμα που γίνεται νόστιμο με το μέλι.

- Ο Μυζηθράς! φωνάζει η μεγαλύτερη.

- Λοιπόν, εσύ που τον κατάλαβες, θα ‘ρθεις να στολίσεις τη νύφη. Ο γάμος γίνεται στο σπίτι του κυρ Σπανού.

Έτσι κι έγινε. Ο Σπανός πήρε όλη τη δουλειά πάνω του, σαν πατέρας της ο καημένος.

Η Αγγέλικα και καλά να γίνει νύφη σωστή του χωριού. Μήτε οι τρέμουσες λείπανε μήτε τα χίλια άλλα τα στολίδια και τα γλέντια, που κάνουν τους χωριανούς να λένε τον γάμο χαρά.

Όσο για τον γαμπρό, αυτός πια συμμαζεμό δεν είχε. Ως και στη στεφάνωση πάνω έσκυψε κι είπε του κυρ Σπανού:

- Είμαι βασιλιάς, η Αγγέλικα είναι κορόνα μου και του λόγου σου ο βεζίρης[17] μου.

Και δεν έλεγε ψέματα. Σαν βεζίρης τη βόλεψε τη δουλειά ο κυρ Σπανός. Αυτός ήταν που πήγε και της φύσηξε τη φωτιά της Αγγέλικας μετά από κείνο το νυχτέρι. Αυτός έκανε και τα προξενιά της Μυζήθραινας˙ και σε δυο βδομάδες ήταν όλα τελειωμένα κι η Μυζήθραινα κατασταλαγμένη με τον γιόκα της και με τη νύφη της κι αποφασισμένη να ζήσει μαζί τους˙ να κοιτάζει, έλεγε, τα εγγονάκια της όταν πήγαινε η Αγγέλικα στο σχολείο.

Κι έτσι νοικοκυρεύτηκε η δασκάλα, ντυνόταν και μιλούσε και φερόταν όπως όλος ο κόσμο, γλίτωσαν και του χωριού οι κοπέλες από την τρέλα να θέλουν και καλά να φαίνονται Φράγκισσες.


                                                     Αργύρης Εφταλιώτης (1911)

 

 

 

 

 

Προσαρμογή κειμένου – Επιμέλεια σχολίων:

                            © Δημήτρης Φιλελές

 

 

 

 

 

Αργύρης Εφταλιώτης (1849-1923), φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητή και πεζογράφου Κλεάνθη Μιχαηλίδη. Γεννήθηκε στον Μόλυβο της Λέσβου την 1η Ιουλίου 1849, όπου σε ηλικία 17 ετών ξεκίνησε να εργάζεται ως δάσκαλος στο σχολείο που είχε ιδρύσει ο πατέρας του. Αργότερα ασχολήθηκε με το εμπόριο και βρέθηκε σε διάφορες πόλεις του κόσμου˙ στην Κωνσταντινούπολη, στο Μάντσεστερ της Αγγλίας και στη Βομβάη της Ινδίας. Στα ταξίδια του αυτά ήρθε σε επαφή με τον Αλέξανδρο Πάλλη και με τον Γιάννη Ψυχάρη και έγινε μαζί τους υπέρμαχος του δημοτικισμού.

Η πρώτη του ποιητική συλλογή «Τραγούδια του ξενητεμένου» απέσπασε έπαινο στον Φιλαδέλφειο διαγωνισμό του 1889. Ακολούθησαν οι «Παλιοί σκοποί» (1909), όπου ενσωματώθηκε και η προηγούμενη ποιητική συλλογή. Μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησε το «Τραγούδι της ζωής» από τον Μ(ίμη) Βάλσα (1929) και τα σονέτα «Αγάπης λόγια» με επιμέλεια του Γ(ιώργου) Βαλέτα.

Στην πεζογραφία εμφανίζεται με τη συλλογή διηγημάτων «Νησιώτικες ιστορίες» (1894), τις «Φυλλάδες του Γεροδήμου» (1897), το μυθιστόρημα «Μανώλης ο Ντελμπεντέρης» (1899), το διήγημα «Μαζώχτρα» (1900), το θεατρικό έργο «Βουρκόλακας» (1900) και την «Ιστορία της Ρωμιοσύνης» (1901) που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει.

Ασχολήθηκε επίσης με μεταφράσεις ποιημάτων της Σαπφούς και του Αλκαίου, αλλά και με τη μετάφραση της Οδύσσειας, από την οποία δεν πρόλαβε να μεταφράσει τις τρεις τελευταίες ραψωδίες. Μετέφρασε επίσης ξένους ποιητές, όπως ο Σέλλεϋ, ο Μπάυρον κλπ.

Έφυγε από τη ζωή στις 25 Ιουλίου του 1923 στην πόλη Αντίμπ της Γαλλίας.




   

 ΠΗΓΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ:

     ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΝ

          Δημήτρης Φιλελές

      Ας ταξιδέψουμε, λοιπόν…

   http://dimitrisfileles.blogspot.com

 



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: 

[1] οι μπιμπίλες = δαντέλες που γίνονται με βελονάκι για τον στολισμό μαντηλιών, μεταξωτών πουκαμίσων κλπ.

[2] το νυχτέρι = βραδινή συγκέντρωση για εργασίες όπως κέντημα, πλέξιμο κλπ. με παράλληλη συζήτηση κοινωνικών θεμάτων ή αφήγηση λαϊκών ιστοριών.

[3] μαργιόλικος = τσαχπίνικος, ελκυστικός.

[4] το γιορντάνι (τουρκικά yordan) = το στολίδι του λαιμού, περιδέραιο.

[5] φραμπαλάς (γαλλικά falbala) = πρόσθετο κομμάτι υφάσματος στον λαιμό, στις άκρες των μανικιών ή στον ποδόγυρο του φορέματος, ώστε να γίνει πιο εντυπωσιακό. Η μόδα αυτή προέρχεται από τη Δυτική Ευρώπη (τους Φράγκους).

[6] το κοντογούνι = κοντό γυναικείο ρούχο με γούνα.

[7] το τερτίπι (τουρκικά tertip) = το κόλπο.

[8] ο χουβαρντάς (τουρκικά hovarda) = ο ανοιχτοχέρης.

[9] η πατινάδα = ερωτικό τραγούδι.

[10] το χαγιάτι (τουρκικά hayat) = το μπαλκόνι, ο εξώστης.

[11] ανθρωπεύω = παντρεύομαι.

[12] φράγκικα = με κομψό τρόπο που αντιγράφει τις δυτικοευρωπαϊκές συνήθειες.

[13] μελετώ = αναφέρω.

[14]η μαγουλίκα = μαντήλι που δένεται στο κεφάλι και καλύπτει τα μάγουλα, τα αυτιά και το σαγόνι.

[15] φραγκεύω = αντιγράφω τους δυτικοευρωπαϊκούς τρόπους.

[16] ο μαχαλάς (τουρκικά mahalle) = η γειτονιά.

[17] Βεζίρης (τουρκικά vezir) = κρατικό αξίωμα στην Οθωμανική αυτοκρατορία.












ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ

eleftherografos.blogspot.com

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"The Good Soup" by Felicien Marceau θεατρική παράσταση Μάρτιος 1960 Νέα Υόρκη Time magazine February 1960 Θεατρογραφικά

  The Good Soup by Felicien Marceau Θεατρική παράσταση Μάρτιος 1960 Plymouth Theatre, New York City Time magazine February 1960 ...