Μιχαήλ Ροδάς
« Στας
δύο απ’ τα μεσάνυχτα »
διήγημα
δημοσίευση 1910 περ. « Νεότης », Σμύρνη
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«
Στας
δύο απ’ τα μεσάνυχτα »
Ο χορός του Βαριετέ ερεκλαμαρίσθη αρκετά.
Τα κορίτσια, και μάλιστα τα φτωχά,
λαχτάρισαν να χορέψουν και να διασκεδάσουν με την τσέπη του άλλου.
Είνε τόσο σκληρό πράμα για ένα κορίτσι
φτωχό να μην έχη να πάη καροτσάδα την Κυριακή, να φάη ένα γλυκό, να κάμη ένα
περίπατο στο Σύνταγμα, και τόσο ευχάριστο να τ’ αποκτήση όλα αυτά με το
θαυμασμό ενός τρελλού νέου ή ενός που θέλει να περάση την ώρα του θαυμάζοντας
και αγοράζοντας την ωμορφιά του με τα λεφτά που πέρνει αλύπητα κι’ ακούραστα
από τον πατέρα του. Γιατί τότε έμαθε τα γράμματα στο Αρσάκειο; γιατί ο πατέρας έκοβε απ’ το ψωμί της φαμίλιας
και την έμαθε χορό; γιατί της έμαθε ένα
κόσμο γοητευτικό, ελκυστικό που δεν μπορεί να τον χαρή και να τον αποκτήση;
Αυτά εσκέπτετο η Ευτέρπη και άρχισε να κλαίη
στο φτωχικό της δωμάτιο. Δίπλα η μάννα της έρραβε με τη μηχανή και ο πατέρας της
εστράγγιζε τη μισή οκά το ρετσινάτο. Απ’ το δρόμο περνούσαν διάφορες
μασκαράτες, λατέρνες, κόσμος τρελλός και μεθυσμένος απ’ την Αποκρηά, τη
διασκέδασι. Σκούπισε τα μάτια της η Ευτέρπη και άνοιξε την πόρτα να μπη στο
δωμάτιο που οι φτωχοί γέροι έμεναν. Η μικρή λάμπα μόλις έφεγγε. Της φάνηκε σαν να’μπαινε
μέσα σε κόλασι. Γύρισε πίσω στην κάμαρά της με μιά απελπισία απερίγραπτη. Της ήρθε
σαν τρέλλα. Να μή πάη στο χορό του Βαριετέ ; Να μή χορέψη την Αποκρηά ; Τότε
γιατί υπάρχει στον κόσμο και γιατί να είνε νέα κι’ ώμορφη ;
Μιά δίψα και λύσσα την έπιασε να χορέψη, να
γλεντήση, να χορτάσουν τ’ αυτιά της απ’ τη μουσική, να κουραστούν τα πόδια της,
να ανατριχιάση το αίμα της από το αγκάλιασμα του πρώτου νέου που θα την πάρη,
να ζήση μιά βραδυά μέσα στον Παράδεισο και στο μυστήριο της μάσκας.
Μέσα στο μικρό μπαούλο της από διάφορες
οικονομίες είχε χώση δέκα δραχμές. Ήσαν αρκετές για να μπη μέσα στο τρελλό
κόσμο, για να κορέση μιά επιθυμία που της γέννησαν τα χάδια των γονιών της και
τα παραπανίσια γράμματα που έμαθε. Με τα ιερά αυτά λεπτά, που θα’περνε ένα
κομμάτι πανί για την προίκα της, εσκέφθηκε να νοικιάση ένα ντόμινο, που θα’κρυβε
τόση υποκρισία.
Σ’ έργο το σχέδιο. Από την πίσω πόρτα έφυγε
και βρέθηκε σε λίγο στο νοικιαστήριο της οδού Αιόλου. Δεν έχασε το θάρρος της.
Είδε κι’ άλλες να νοικιάζουν, είδε όμως και τους καβαλλιέρους να πληρώνουν.
Μονάχα τώρα αυτός της έλειπε.
Δρόμο για το Βαριετέ. ’Στα τρυφερά πλάσματα,
αυτά που θα μάζεβαν τα κορόϊδα για να κεράσουν η πόρτες ήσαν διάπλατες. Ελευθέρα
είσοδος δια τας κυρίας, έλεγε η ρεκλάμα. Τί γαργαλιστική ρεκλάμα. Τί ωραία
σύναξι. Κάτω προλήψεις και νόμοι οικογενειακοί, ζήτω η αγορά της ωμορφιάς της νόστιμης
κοπέλλας και το κατακόκκινο μάγουλο.
Ο
καπνός είχε συγνεφιάσει μέσα ’στην αίθουσα. Η μουσική έπαιζε πεταχτά, οι κρότοι
του χορού μεθούσαν και τον πιο αναίσθητο γλετζέ, και τα παιδιά, οι φοιτηταί, οι
αξιωματικοί σκορπούσαν όχι μονάχα τα λεπτά αλλά και τη καρδιά των. Κοινά όλα,
όξω κακή καρδιά.
Η Ευτέρπη δεν άργησε να ψαρέψη τον εκλεκτό της.
Σιδερωμένο μουστάκι και πορτοφόλι φουσκωμένο, τί άλλο ήθελε. Εχόρεψε, τον
έσφιξε ’στην αγκαλιά της, ερούφιξε σαμπάνια, είπαν πολλά στο «ιδιαίτερο» με τον
εκλεκτό της, ο οποίος της υπεσχέθη αιωνίαν πίστιν !
Λόγια γλυκά, σαμπάνια, υποσχέσεις, την
ανάγκασαν να βγάλη τη μάσκα της. Πολλές φορές αυτή η μάσκα μας γλυτώνει. Μας κρατάει
λίγο στη ζωή. Όταν τη βγάλουμε ετελείωσε. Ήταν δική του. Σε δυό ώρες μέσα την
αγάπησε. και την θέλει γυναίκα του. Και το πιστεύει η Ευτέρπη, της φαίνεται
σα να βρίσκεται μέσα στην εκκλησιά και τα λόγια που λένε είνε αθώα. Όμως ο
σκοπός είναι ένας ! Χόρεψαν και
ξαναχόρεψαν, ερούφηξαν σαμπάνια ως που έχασαν κάθε λογικό. Μπήκαν σ’ ένα αμάξι
αγκαλιασμένοι, και του’παν να τους πάη όπου θέλει. Όλος ο κόσμος ήτανε δικός τους.
Ξημέρωσε και βρέθηκαν μέσα σε τέσσερους τοίχους μονάχοι, αγνώριστοι από το
μεθοκόπι. Η Ευτέρπη έκρυβε το πρόσωπό της και είπε δακρύζοντας :
– Αχ ! μάννα ! !
…. …. ….
Μιά νύχτα του Οκτώβριου, ’στας δύο απ’ τα
μεσάνυχτα που ο βορριάς επάγωνε και το φούρνο, η Ευτέρπη βγήκε σκεπασμένη από
το σπήτι της και τράβηξε βιαστική προς την οδό του Πειραιώς. Έβλεπε γύρω της σα
να την κυνηγούσαν. Λαχανιασμένη έφταξε στο βρεφοκομείο, εστάθηκε στην πόρτα
κοντά στη βρεφοδόχο που ρίχνουνε τα έκθετα, το φίλησε λαχταριστά, τ’ώριξε μέσα,
επάτησε το κουδούνι και του’πε σιγανά δακρύζοντας :
– Άμοιρο,
σε χάνω …
Ο φρουρός αστυφύλακας έκοβε βόλτες. Σε λίγο
η σφυρίχτρα του ακούστηκε και τα «άου, άου» του παιδιού εξάφνιασαν τους νυχτερινούς
διαβάτες.
Σμύρνη 1910 Μ. Ροδάς
[ Το διήγημα του Μιχαήλ Ροδά «Στας δύο απ’ τα μεσάνυχτα»
δημοσιεύθηκε στο περ. «Νεότης», Σμύρνη,
(δνταί: Θ. Έξαρχος, Κ. Φριλίγγος),
Έτος Α΄, αριθ. 29, Σάββατο
6 Νοεμβρίου 1910, σ. 225-226.
Το διήγημα φέρει τόπο και χρόνο γραφής: Σμύρνη 1910.
Υπογράφει ως: Μ. Ροδάς. ]
( το
πρωτότυπο σε πολυτονικό.
Ελλείψει πολυτονικής γραμματοσειράς:
μετασχηματισμός σε μονοτονικό.
Η ορθογραφία, εκτός του τονικού συστήματος,
ίδια με το πρωτότυπο. )
Λόγος Έμφρων
[ ανάρτηση 20 Νοεμβρίου 2022 :
Μιχαήλ Ροδάς,
«Στας δύο απ’ τα μεσάνυχτα»,
διήγημα,
δημοσίευση 1910,
περ. «Νεότης», Σμύρνη ]
αναπαραγωγή ανάρτησης
ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ
[ ανάρτηση 20 Νοεμβρίου 2022 :
Μιχαήλ Ροδάς
« Στας δύο απ’ τα μεσάνυχτα »
διήγημα 1910
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου