Ίρις Σκαραβαίου
« Είσαι το πεπρωμένο μου!... »
διήγημα
δημοσίευση 1932
ετήσιο Λεύκωμα
« Φιλολογική Πρωτοχρονιά 1932 », Πόλη
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Είσαι το πεπρωμένο μου !...
Στο
καπνιστήριο του Καζίνου, αντίκρυ στο Μπαρ, μιλούσανε για σένα. Και σε
κακολογούσαν πολύ. Σε περιγράφανε γυναίκα επικίνδυνη, σκληρή, από κείνες που
δεν έχουνε όσιο κι’ ιερό στον έρωτα.
Απ’ τη μισανοιγμένη πόρτα του μπαρ,
φαινότανε μονάχα η άκρη του ποδιού σου, τη στιγμή που περνούσα. Το κουνούσες
αδιάκοπα, ενώ κατέβαζες το ένα ύστερα απ’ τ’ άλλο τα περίφημα «παραντί κοκτέϊλ»
του άσσου των μπάρμαν της Ντωβίλ.
Δεν είχα ακόμ’ αντικρύσει ποτέ τη μορφή σου.
Ωστόσο, τα λόγια των τριγυρνών μου και το κομψό κείνο πόδι σου, με προκαλούσανε
ανυπόφορα. Κι’ ήρθα μέσ’ στο μπαρ. Ήρθα να σε κυττάξω βιαστικά φευγαλέα, όπως και
τόσες άλλες προτήτερα από σένα. Ήρθα εγωϊστικώτατος, βέβαιος όπως πάντα για τον
εαυτό μου, κι’ εσκαρφάλωσα στο διπλανό σου σκαμνί, στο Μπαρ του Καζίνου.
Μ’ εκύτταξες, ίσως πιότερο από συνήθεια παρά
απ’ ενδιαφέρον. Θυμάμαι πως ο μπάρμαν κατά λάθος μού’δωκε το ποτήρι σου. Αυτό γίνηκε αφορμή να γνωριστούμε. Το ίδιο
κείνο βράδυ κάναμε ένα περίπατο στην ακτή. Δέ θα τον ελησμόνησες βέβαια…
Φυσούσε λιγάκι, κι’ η μουσελίνα του φουστανιού
σου, διάγραφε προκλητικό τον καρπό των στηθιών σου, ενώ το τσάκισμα της μέσης
σου, υποσχότανε ένα θάμμα υπακοής στην αντρική μου επιθυμία.
Τα μάτια σου αχτινοβολούσανε στο σκοτάδι της
νύχτας που μας ετύλιγε βαθύ, γεμάτους ανατριχίλες στο μουντό του μαντύα, και το
μύρο της σάρκας σου, είτανε ο αφρός του πιότερο κολασμένου ποτού, που μ’ είχε
μεθύσει προτού ακόμη τον γνωρίσουνε τα διψασμένα χείλη μου…
Και
τότε, σέρνοντάς με απ’ το χέρι, μού’πες «Έλα!». Σε υπάκουσα στη στιγμή.
Μά όχι γιατί η φωνή σου είτανε προσταχτική. Όχι γι’ αυτό ! Χίλιες άλλες μου είχανε απευθύνει, προτήτερα
από σένα τη μεγάλη αυτή λέξη, σ’ απαράλλαχτο τόνο. Αλλά γώ, ποτέ δεν εκάμφθηκα.
Και τις επήρα, μονάχα όταν το θέλησα. Κι’ όμως, ίσως να τώπαθα μαζύ σου κείνο
το βράδυ. Μά όπως κι’ αν είχε το πράμμα, αυτό γίνηκε συνειδητά μου.
Γονάτισα τότε στα πόδια σου, κι’ εφίλησα την
άκρη του αραχνοϋφαντου φουστανιού σου. Το κύμα που έγλυφε κείνη την ώρα την
άμμο, δεν είχε λιγότερη ορμή απ’ αυτή με την οποία σε πήρα σε λίγο…
Μά προτού σε πάρω, σε λάτρεψα σιωπηλά,
αγαπημένη γυναίκα. Γώ, που δεν πίστεψα ποτέ μου στον έρωτά σας ! Λοιπόν γιατί
τώκανα ; Θες να το μάθης ; Δέ θα στο κρύψω…
Εδιάβασα στα μάτια σου, κάτι τρομερό, όπως είναι
τις πιότερες φορές η αλήθεια… Ναί, μέσ’ στην άβυσσο των σκοτεινών ματιών σου με
τ’ άπειρα βάθη της, όπου βύθισα ανήσυχα το ερευνητικό μου βλέμμα, είδα να
καθρεφτίζωνται μύριες οπτασίες, αλληλοδιάδοχα. Είδα όλη την κόλαση του έρωτά
σου, τη θύελλα που κυριαρχούσε αδιάκοπα στην ανάστατη ψυχή σου. Είδα ακόμη το
θάνατο να με σαρκάζη, ναυαγό της ζωής, στον έρημο βράχο της γρήγορής σου
εγκατάλειψης…
Όταν οι διψασμένες μου αιστήσεις ζητήσανε
τον κορεσμό τους, επήραμε ο ένας μας τον άλλο. Σου λέω, «επήραμε», γιατί συ δεν
είσαι από τις γυναίκες που δίνονται αλλά και που πέρνουνε ταυτόχρονα.
Κι’ ενωθήκαμε σαν δυό ζώα, με την πιο
θηριώδικη εκδήλωση της νεανικής ορμής. Πάνω στη χλυαρή άμμο που έγλυφε το
μανιασμένο κύμα. Άκουσα τότε απ’ τα χείλη σου λόγια αμαρτωλά, που θά’πρεπε να
γραφτούνε με αίμα. Μά ωστόσο, δεν θυμάμαι ν’άκουσα καμμιά λέξη αγάπης ! Καμμιά… Αυτό είτανε κείνο που με ξανάφερε
κοντά σου, ένα συννεφιασμένο σούρουπο. Δέ ξέρω πως μού’ρθε τότε να σε ρωτήσω !
– Αγάπησες ποτέ σου ;
– Όχι !
Αγάπησα τον εαυτό μου μονάχα, γιατί δεν πιστεύω στην αγάπη των άλλων, μ’
αποκρίθηκες.
– Κι’ αν σού’λεγα πως εγώ σ’ αγαπώ ; επέμεινα.
– Τότε θα σ’ έστελνα μιά ώρ’ αρχήτερα κοντά στους
άλλους.
– Για ποιους
μιλάς ;
– Για όλους εκείνους που δίχως άλλο θα με
κακολογούσανε στο καπνιστήριο του Καζίνου. Αυτούς που γινήκανε αφορμή να με
πλησιάσης, τη στιγμή που σ’ είδα να με περιεργάζεσαι, μέσα από μιά γωνιά του
αντικρυνού μου καθρέφτη, του μπαρ.
Δέ θυμάμαι τί ακριβώς σ’ αποκρίθηκα. Ήμουν
τόσο λίγο αφέντης του εαυτού μου, κείνες τις στιγμές…
Σε ξανάδα αρκετές φορές από τότε. Μά ήσουνα
πάντα τριγυρισμένη από κόσμο. Δυό νύχτες μονάχα ήσουνα μόνη. Και με δέχτηκες μέσα στην απέραντη γαλήνη της νύχτας,
ενώ οι στερνές δοξαριές κάποιου παθητικού τσιγγάνικου βιολιού ξεψυχούσαν, μαζύ
με τη δική μας έκσταση.
Θυμάμαι πως σ’ είπα σφίγγα ανεξερεύνητη. Στ’ώπα
γιατί δεν έμοιαζες σε καμμιά γυναίκα στον κόσμο, γιατί καμμιά τους δέ θα
κατορθώση ποτέ να σου μοιάση, εσένα…
Μ’ αποκρίθηκες τότε, ότι η ζωή όλων των
αντρών που σε πλησιάσανε δε θά’φτανε για να λύση το αίνιγμά σου. Κι’ εγώ το
παραδέχτηκα.
Δε σε ξανάδα πιά παρά στο εξπρές της Ντωβίλ-Παρισιού,
σαν έφευγες. Είτανε η στερνή φορά. Εκύτταξες τα χέρια μου, σαν κάτι να
περίμενες από μένα. Τί άλλο από λουλούδια ;
Και πραγματικά βαστούσα κάτι στα χέρια μου.
Ένα χαρτονένιο κουτί. Θυμάμαι πως μ’ ερώτησες, αν είχε μέσα τ’ ομοίωμά μου σε
μαριονέττα, για να πλουτίσης με δαύτο τη συλλογή των πάνινων νευροσπάστων των
θαυμαστών σου. Γι’ απάντηση τότε, σού’δωκα το κουτί, και τ’ άνοιξες. Είχε μέσα
μαύρα τριαντάφυλλα. Είναι ένα μοιραίο γιαπωνέζικο λουλούδι. Κάτι που φέρνει τις
πιότερες φορές ατυχία, - ή -, μεγάλη
ευτυχία κάποτε. Κάτι παρόμοιο με το γερμανικό Μαντραγόρα.
Το σφύριγμα του σταθμάρχη αντήχησε. Στ’
άκουσμά του, άρπαξα το χέρι σου για να το φιλήσω. Μά εφορούσες μακρυά γάντια. Κ’
είτανε κουμπωμένα ως απάνω. Μόλις επρόφτασα. Κι’ επήδηξα όταν πιά το εξπρές
είχε ξεκινήσει.
Το ίδιο βράδυ της φυγής σου, κάποιος
αυτοκτόνησε. Ψιθυρίστηκε πως σύ εστάθηκες η αιτία. Περάσανε όμως από τότε
κάμποσες βδομάδες και το πράγμα
ξεχάστηκε. Στο μεταξύ και το δικό μου καράβι έφυγε απ’ τη Μασσαλία. Η άδειά μου
είχε τελειώσει. Μά δέ μπόρεσα να τ’ ακολουθήσω. Και βρίσκομαι πάντα δω, στη
Ντωβίλ, όπου σ’ εγνώρισε σ’ ένα σκαμνάκι του μπαρ του Καζίνου, κάποιο δειλινό
λιγώτερο θλιβερό απ’ το αποψινό… Και σου γράφω, απ’ τον έρημο βράχο της εγκατάλειψής
σου, όπου θα ξεπροβάλλη ίσως σε λίγο, το
φάντασμα του θανάτου να με σαρκάση… Θά’ναι η τιμωρία μου ! Μά γιατί τάχα σου
γράφω ; Δεν το κάνω βέβαια για να εκλιπαρήσω τον οίχτο σου. Κάθε άνθρωπος,
σκλάβος στα δεσμά του πεπρωμένου του… Και το δικό μου πεπρωμένο είσαι συ. Το
διάβασα μέσα στα μάτια σου με τ’ άπειρα βάθη τους, όταν τα χείλη σου, άλυτο
αίνιγμα της ζωής, που θα προκαλή ώσπου να ξεψυχήσης τους λύτες του, μου
προσφέρανε το ποτήρι της πιο μοιραίας ηδονής που γνώρισα στη ζωή μου, για να το
τρυγήσω…
Όμως όλα αυτά είναι μάταια, αφού σε
ακολουθείς το ξέχωρο πεπρωμένο σου. Αλλά μή τάχα η ζωή μου δεν ανήκει σ’ εσένα,
αφού συ εστάθηκες το δικό μου ; Είχα κουραστή
πιά να μ’ αγαπάνε όλες οι γυναίκες, ενώ γώ, ως τη μέρα που σε γνώρισα, δεν είχα
ακόμη αγαπήσει καμμιά απ’ όσες μ’ εζύγωσαν. Κι’ η ψυχή μου είτανε ξεχειλισμένη
απ’ αγάπη. Αγάπη για χάρισμα ! Μά σύ,
που μονάχα σ’ εσένα θα ταίριαζε να τη χαρίσω, ήσουνα κι’ εσύ κουρασμένη απ’ την
αγάπη των ομοίων μου. Και γι’ αυτό, δεν σου την έδωκα ! Για να μην την ποδοπατήσης σα μύριες άλλες… Αλλά
τί μπορώ τάχα να κάνω ο φτωχός, αφού είσαι το πεπρωμένο μου ; Δεμένος χειροπόδαρα στον τροχό του, με την
ψυχή μου βαρειά απ’ ανησυχία και ξεχειλισμένη πάντα απ’ αγάπη, που δεν έχω πού
να τη δώσω, τί περιμένω τάχα απ’ τη ζωή ;
Τί άλλο από κείνο, που το πεπρωμένο μου γράφει ; Αποφάσισε λοιπόν για
την τύχη μου. Εγώ ο νικημένος, προσμένω γονατιστός το θέλημά σου, όποιο κι’ αν
είναι !...
( Παρίσι 1931)
Ίρις
Σκαραβαίου
[ Το
διήγημα της Ίριδας Σκαραβαίου «Είσαι το πεπρωμένο μου!...» δημοσιεύθηκε στην
ετήσια περιοδική έκδοση «Φιλολογική Πρωτοχρονιά 1932», Έτος Γ΄, (επιμ: Αβραάμ
Ν. Παπάζογλου), Πόλη, 1932, σ. 66-71.
Η αφήγηση σε α’ πρόσωπο. Ο αφηγητής-κύριος
ήρωας είναι άνδρας. Πρόκειται για επιστολογραφικό διήγημα.
Η πεζογράφος είναι γυναίκα.
Το διήγημα φέρει τόπο και χρόνο γραφής: Παρίσι, 1931. ]
( το πρωτότυπο σε πολυτονικό. )
( εκτός του υποχρεωτικού αποτονισμού, ελλείψει
πολυτονικής γραμματοσειράς, η υπόλοιπη ορθογραφία σύμφωνα με το πρωτότυπο. )
(απόδοση στα Αγγλικά):
"You
Are My Destiny!"
Short Story by Iris
Scaravaios
Published: 1932,
Annual Almanac
"Philological New Year 1932", Constantinople
"You
Are My Destiny!"
At the smoking room of the Casino, across
from the bar, they were talking about you. And they spoke ill of you. They
described you as a dangerous, cold woman, one of those who have no sacredness
or purity in love.
From the half-open door of the bar, only the
tip of your foot could be seen as I passed by. You were shaking it incessantly
while downing one after another the famous “parandi cocktails” of the master
barman of Deauville.
I had never yet seen your face. However, the
words of those around me and that elegant foot of yours provoked me unbearably.
So, I entered the bar. I came to glance at you quickly, fleetingly, as so many
others had done before me. I entered, full of selfishness, sure of myself as
always, and I climbed onto the stool next to yours, at the Casino bar.
You looked at me, perhaps more out of habit than
out of interest. I remember that the barman, by mistake, gave me your glass.
This led to our acquaintance. That same evening, we went for a walk along the
shore. You surely haven't forgotten that, have you?
A light breeze was blowing, and the muslin
of your dress provocatively revealed the curve of your breasts, while the
tightening of your waist promised obedience to my male desire.
Your eyes radiated in the darkness of the
night that enveloped us, filled with shivers in the gloom of your cloak. The
scent of your flesh was like the foam of the most sinful drink, which had
intoxicated me before my thirsty lips had even touched it.
And then, pulling me by the hand, you said,
"Come!" I obeyed immediately. Not because your voice was commanding.
Not for that! A thousand others had addressed me before you with that same
word, in the same tone. But I never relented. I took them only when I wanted
to. And yet, perhaps I did the same with you that evening. But however it
happened, I knew it consciously.
I knelt at your
feet and kissed the edge of your gossamer dress. The wave that was licking the
sand at that moment was no less forceful than the way I took you shortly after.
But before I took you, I silently adored
you, beloved woman. I, who never believed in love like yours! So why did I do
it? Do you want to know? I won't hide it from you…
I read something terrible in your eyes, as
the truth often is... Yes, within the abyss of your dark eyes, with their
infinite depths, where I restlessly sank my investigative gaze, I saw countless
illusions reflected, one after another. I saw the entire hell of your love, the
storm that continuously dominated your restless soul. I even saw death mock me,
a shipwrecked soul on the deserted rock of your swift abandonment...
When my thirsty desires asked for their
fulfillment, we took each other. I say "we took each other" because
you are not one of those women who give but also take at the same time.
And we united like two animals, with the
most brutal expression of youthful impulse. On the warm sand, kissed by the
raging waves, I heard from your lips sinful words that should have been written
in blood. Yet, I don't remember hearing a single word of love! Not one… That
was what brought me back to you, one cloudy evening. I don't know why, but then
I asked you!
— "Have you
ever loved?"
— "No! I loved
only myself, because I don't believe in the love of others," you answered.
— "And if I
told you that I love you?" I persisted.
— "Then I
would have sent you an hour earlier to the others."
— "Who are you
talking about?"
— "About all
those who would undoubtedly speak ill of me in the smoking room of the Casino.
Those who made you approach me when I saw you watching me from a corner of my
opposite mirror in the bar."
I
don’t remember exactly what I answered you. I was so little the master of
myself in those moments...
I saw you several times after that. But you
were always surrounded by people. Only two nights were you alone. And you
welcomed me into the vast calm of the night, while the final notes of some
passive gypsy violin were dying, along with our ecstasy.
I remember telling you that you were an
unexplored sphinx. I told you that because you resembled no other woman in the
world, and no other woman would ever manage to resemble you...
You replied that
the life of all the men who approached you would not be enough to solve your
riddle. And I admitted it.
I didn’t see you again until the express
train from Deauville to Paris, when you were leaving. It was the last time. You
looked at my hands as if you expected something from me. What else but flowers?
And indeed, I held something in my hands. A
cardboard box. I remember you asking me if it contained a likeness of me in a
puppet form, to add to your collection of rag dolls from your admirers. In
response, I gave you the box, and you opened it. It contained black roses. It’s
a fateful Japanese flower, something that often brings misfortune—or,
occasionally, great happiness. Something similar to the German Mandragora.
The stationmaster's whistle echoed. At its
sound, I grabbed your hand to kiss it. But you were wearing long gloves, and
they were fastened all the way up. I barely managed. And I leaped as soon as
the express had started.
That same evening of your departure,
someone committed suicide. It was whispered that you were the cause. However,
several weeks passed since then, and it was forgotten. In the meantime, my ship
also left from Marseille. My leave was over. But I couldn’t follow it. And I
remain here, in Deauville, where I first met you on a barstool at the Casino,
one less sad evening than this one... And I write to you from the desolate rock
of your abandonment, where soon the ghost of death may mock me... It will be my
punishment! But why am I writing to you? I’m not doing it to beg for your pity.
Every man is a slave to his destiny... And my destiny is you. I read it in your
eyes, with their infinite depths, when your lips—an unsolved riddle of life,
which will provoke its solvers until they die—offered me the cup of the most
fateful pleasure I have ever known, for me to drink…
But all of this is in vain, as you follow
your separate destiny. But doesn’t my life belong to you, since you are mine? I
was tired of being loved by all the women, while, until the day I met you, I
had never loved any of those who came near me. And my soul was overflowing with
love. A love to give! But you, who only you deserved it, were tired of the love
of my kind. And that’s why I didn’t give it to you! So you wouldn’t trample it
like so many others… But what can I, the poor man, do, since you are my
destiny? Bound hand and foot to its wheel, with my soul heavy with anxiety and
always overflowing with love I have no place to give, what am I waiting for from
life? What else but what my destiny has written for me? Decide then for my
fate. I, the defeated one, wait on my knees for your will, whatever it may be!
[ The short story
by Iris Skaravaiou titled “You Are My Destiny!...” was published in the
annual periodical Philological New Year 1932, Year III (ed. Avraam N.
Papazoglou), in Polis, 1932, on pages 66–71. The narration is in the first
person. The narrator–main character is a man. It is an epistolary short story.
The prose writer is a woman. The story includes a place and date of writing:
Paris, 1931. ]
Λόγος Έμφρων
[ ανάρτηση 15 Δεκεμβρίου 2022 :
Ίρις Σκαραβαίου
«Είσαι το πεπρωμένο μου!...»
διήγημα ]
αναπαραγωγή ανάρτησης
ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ
[ ανάρτηση 15 Δεκεμβρίου 2022 :
Ίρις Σκαραβαίου
« Είσαι το πεπρωμένο μου!... »
διήγημα 1932
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου