Μιχαήλ Μητσάκης
« Οιωνός »
διήγημα 1887
μεταγραφή, σχόλια: Δημήτρης Φιλελές
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Οιωνός
Σήμερα, ανέλπιστα,
ξύπνησε λίγο καλύτερα η άρρωστη.
Είναι η πρώτη μέρα,
μετά από τριάντα άλλες ολόκληρες, που η νεαρή κοπέλα είναι κατάκοιτη παλεύοντας
με τον θάνατο. Εδώ κι ένα μήνα ο πυρετός φλογίζει τη σάρκα της και ταλαιπωρεί
το σώμα της. Ωχρή, βαριανασαίνοντας εξαντλημένη, μόλις που έχει τη δύναμη να
μιλά ακόμα. Στις φλέβες της φαίνεται, μπλε, να ρέει μόλις το λιγοστό αίμα που
έχει απομείνει μέσα της και κάτω από την ολόλευκη επιδερμίδα της διακρίνονται
τα νεύρα να αυλακώνουν τους ισχνούς[1]της
βραχίονες[2]. Τα
μαλλιά της απλώνονται ατημέλητα πάνω στο προσκεφάλι και το πονεμένο στήθος της
το ανασηκώνει συνεχής και οδυνηρός στεναγμός. Ριγώντας, παρ’ όλη τη θερμότητα
του δωματίου και το πάχος των παπλωμάτων, τα κρατά σφιχτά γύρω της και αφήνει
να προβάλλει έξω μόνο το ξανθό κεφάλι, που η μυστική αρρώστια μάρανε τον ανθό
της νιότης και ρούφηξε τη δροσιά του. Εδώ κι ένα μήνα έρχεται και φεύγει ο
γιατρός, σκεπτικός και σκυθρωπός, κουνώντας το κεφάλι και λέγοντας λίγες
λέξεις, χωρίς να μπορεί να καταλάβει την αιτία του λαθραίου κακού, χωρίς να
γνωρίζει πώς να πολεμήσει τον ύπουλο εχθρό, χωρίς να αποκρίνεται στα ανήσυχα
ερωτήματα της οικογένειας.
Θα σωθεί; Δεν θα
σωθεί;
Κανείς δεν ξέρει.
Μόνο, μέρα τη μέρα,
η ζωή φεύγει φανερά από τα χείλη της και η ελπίδα εγκαταλείπει την ψυχή της.
Γι’ αυτή η σημερινή
μέρα είναι γιορτή για το σπίτι. Η μορφή της άρρωστης φαίνεται πιο ψυχωμένη παρά
ποτέ, από τότε που έπεσε στο μοιραίο της κρεβάτι. Η αναπνοή της είναι ελεύθερη
και η φωνή της καθαρή. Τώρα, πρώτη φορά μόνη της, ζήτησε να φάει και της έδωσαν
ένα ποτήρι γάλα, που το ήπιε λαίμαργα.
Και η μητέρα της
που την παραστέκει εδώ και τριάντα μέρες, συμπάσχοντας και ξαγρυπνώντας μέρα
και νύχτα με την αγωνία της, που δεν απομακρύνεται απ’ το κρεβάτι που
ταλαιπωρείται η φτωχή άρρωστη και την περιθάλπει[3] και
προλαβαίνει κάθε της επιθυμία και την φιλά και τη χαϊδεύει και τη βρέχει με τα
δάκρυά της - η μητέρα της, που ήδη είδε ένα άλλο της παιδί με τον ίδιο τρόπο,
όμοιο κι απαράλλαχτο, να πεθαίνει, την παρατηρεί αδιάκοπα με τα φλογερά της
μάτια και αισθάνεται την καρδιά της να ανοίγει πάλι στην ελπίδα και περιμένει
καρδιοχτυπώντας τι θα πει γι’ αυτή τη μεταβολή ο γιατρός και σκύβει από το
παράθυρο για να τον δει να έρχεται…
Το πρωινό, ανέφελο
αττικό πρωινό, είναι χαρωπό. Από τον Υμηττό ο ήλιος ανεβαίνει σιγά σιγά, αργός,
λαμπρός, μεγαλοπρεπής, σαν σε αποθέωση δόξας και θριάμβου. Η διάφανη ομίχλη που
περιβάλλει την κοιμισμένη πόλη διαλύεται σταδιακά - νυχτερινό κάλυμμα που το
τινάζει η πόλη που ξυπνά. Στο φως της καινούριας μέρας τα σπίτια διαγράφονται
λευκά και χαρωπά, όρθια, σε μακριά παράταξη, σε σειρές, αριστερά και δεξιά
στους δρόμους. Τα παράθυρα ανοίγονται, οι πόρτες ξεδιπλώνονται, η μακριά σιγή
των σκοτεινών ωρών φυγαδεύεται κάτω από τις λάμψεις της αυγής. Οι υπηρέτριες
εμφανίζονται στους εξώστες κρατώντας τις σκούπες τους, με ανασηκωμένα μανίκια
και βαριά από τον ύπνο μάτια. Στο καφενείο της γειτονιάς ήρθαν ήδη οι πρωινοί
πελάτες και κάθονται διαβάζοντας την εφημερίδα. Ο μπακάλης χύνει από το κατώφλι
του αλλεπάλληλους κουβάδες νερού στις πλάκες, καταβρέχοντας το πεζοδρόμιο
μπροστά από το κατάστημά του. Στου τσαγκάρη οι μαθητευόμενοι κόβουν σε κομμάτια
τα δέρματα και προετοιμάζουν την εργασία. Τα αετώματα[4] των
σπιτιών χρυσώνονται από το φως που ανατέλλει. Μια ακτίνα κομματιάζεται σε
μύριους σπινθήρες μέσα στο ρυπαρό ρυάκι του δρόμου που λάμπει καθώς ρίχνονται
τα νερά από τις γύρω αυλές. Πλημμύρα ακτινοβολίας και ζωής αντικαθιστούν τη
βαριά σκιά της νύχτας.
Και από τον
αφυπνισμένο δρόμο ανεβαίνει θόρυβος ανάμεικτος, βοή αμέτρητων φωνών, αλαλαγμός
και πάταγος[5]
πολύμορφος. Οι πρωινοί διαβάτες περνούν πηγαίνοντας για τις υποθέσεις τους. Τα
παιδιά των σχολείων περνούν πηδώντας με τα βιβλία κάτω από τη μασχάλη. Κάποια
γερόντισσα νοικοκυρά στρίβει τη γωνία και την ακολουθεί η υπηρέτριά της
κρατώντας ένα καλάθι στο δεξί χέρι, πηγαίνοντας βεβαίως στην αγορά. Ένα κάρο φορτωμένο
με πέτρες και δοκάρια κυλά με δυσκολία πολλή και κρότο περισσότερο, σαν
μεθύστακας, πάνω στους ξεχαρβαλωμένους τροχούς του. Και σιγά σιγά, καθώς η μέρα
προχωρεί, από το ένα μέρος στο άλλο, περνά κραυγάζοντας, με συναυλία
εκκωφαντική, που αντιπροσωπεύονται όλοι οι τόνοι της μουσικής κλίμακας, όλο το
πολύβουο πλήθος των μικροπωλητών, των μικρεμπόρων ή των παραγγελιοδόχων[6], που
αποτελούν τη ζωή των απομακρυσμένων συνοικιών. Πέρασε ήδη ο γαλατάς, ο ψηλός
και άγριος Λιδωρικιώτης[7], που
διαλαλεί το εμπόρευμά του με απαίσιο υπόκωφο μούγκρισμα. Πέρασε το κοπάδι με
τις κατσίκες που του κάνει αντίπραξη[8]
κροταλίζοντας τα κουδούνια και βελάζοντας, που τις αρμέγει ο οδηγός τους σε
κάθε πόρτα, για χάρη των κατοίκων που επιθυμούν φρέσκο γάλα. Πέρασαν δυο τρεις
πωλητές με βελόνες, καρφίτσες, δαχτυλήθρες και κλωστές. Ακούστηκε η χοντρή φωνή
του φούρναρη και η μελιστάλαχτη φλυαρία της γριάς που πουλάει βότανα και φύκια.
Και ακολουθώντας όλους αυτούς, περνούν μετά οι ψαράδες, οι πραματευτές[9], οι
μανάβηδες, όλα τα γένη και τα είδη των εμπορευόμενων, σκύβοντας τον σβέρκο από
το βάρος των προμηθειών τους ή φορτώνοντάς τις στη ράχη κάποιου ψωραλέου[10]
γαϊδάρου.
Αλλά, ξεπερνώντας
όλες τις άλλες, μια παράδοξη κραυγή ήχησε από μακριά:
- Τύχες, καλές
τύχες!
Είναι ένας από τους
γνωστούς εκείνους απατεώνες πωλητές τύχης, που τους συναντά κανείς πολύ συχνά
στα απόκεντρα δρομάκια και στις απομακρυσμένες γειτονιές. Περίεργο είδος αλητών
που κάνουν περίεργο επάγγελμα, προσφέροντας περίεργο εμπόρευμα προς πώληση -την
τύχη του αγοραστή- από την οποία ζητούν να κάνουν τη δική τους. Έχει πάνω στον
ένα ώμο του κάποιο είδος τρίποδου και στον άλλο ένα κλουβί που μέσα πηδάει ένα
φυλακισμένο πουλί, προχωρεί αργά στον δρόμο φωνάζοντας αδιάκοπα, κηρύττοντας
ότι γνωρίζει, χάρη στο θαυμάσιο πουλί του, τα μυστήρια του πεπρωμένου και τα
ανακοινώνει σε όποιον θέλει να τα μάθει -
πλανόδια Πυθία που μοιράζει για μια δεκάρα εκατομμύρια ή στέμματα,
στέφανα γάμων, δαχτυλίδια αρραβώνων, ανώτατα αξιώματα ή μακροζωία και
ευδαιμονία. Και βγαίνουν βιαστικά, περιμένοντας να περάσει, στις πόρτες ή στα
παράθυρα, κοπέλες που φλέγονται να μάθουν αν σύντομα θ’ ανάψουν οι λαμπάδες της
παντρειάς τους, γριές που έχουν όρεξη να πληροφορηθούν πόσος καιρός τους μένει
ακόμα μέχρι το τέλος της ζωής τους, νεαροί ερωτευμένοι ή παιδιά περίεργα που
θέλουν να γελάσουν. Και ο πρόθυμος χρησμοδότης κατεβάζει αμέσως από τους ώμους
του το τρίποδο, ανοίγει το κλουβί του πουλιού και του δείχνει κάποια πολύχρωμα
διπλωμένα χαρτιά σκορπισμένα σε μικρό σιδερένιο δίσκο, εκείνο ραμφίζει ένα, ο
ψευτοπροφήτης το παίρνει και το βάζει στο χέρι εκείνου που ζητά χρησμό. Και η
πορεία του, καθώς περνά, γίνεται σχεδόν θριαμβευτική και σε κάθε σταθμό που
κάνει, πυκνώνει γύρω του το πλήθος και τα αγιόπαιδα[11] τον
παρακολουθούν από πίσω σε σμήνη που αλαλάζουν και οι εξώστες γεμίζουν κεφάλια
στο πέρασμά του και οι κουρτίνες τραβιούνται και καραδοκούν τον ερχομό του
ανυπόμονες μορφές. Κι εκείνος προβάλλει αργά, σχεδόν περήφανα, σαν να βρισκόταν
πράγματι ανάμεσα σε λαό που είναι κύριος της τύχης του. Η φωνή του δυναμώνει,
γίνεται πιο διαπεραστική, πιο καθαρή, πιο ζωηρή. Από στιγμή σε στιγμή
πλησιάζει, ακούγεται πιο κοντά, αντηχεί σχεδόν κάτω από το παράθυρο της
άρρωστης. Η μητέρα είναι ακόμα εκεί περιμένοντας μήπως φανεί ο γιατρός. Και ο
πωλητής της τύχης υψώνει τη μύτη προς το ανοιχτό παράθυρο˙
- Θέλεις να δεις
την τύχη σου, κυρά;
Την τύχη της.
Της κόρης της την
τύχη θα ήθελε να δει, θα ευχόταν να ήξερε! Από την τύχη εκείνης κρέμεται και η
δική της.
Αλλά μπορεί κανείς
να της την πει; Ποιος ξέρει; Γελώντας και η ίδια με την αιφνιδιαστική επιθυμία
των προλήψεων[12]
που περνούν απ’ το μυαλό της, μπαίνει στον πειρασμό να δει τι θα μπορέσει άραγε
να προφητέψει αυτό το πουλί, το σοφό πουλί, που περιφέρει αυτός ο αγύρτης[13]. Σε
λίγο θα έρθει ο γιατρός και θα της πει τι πρέπει να πιστέψει και τι όχι, τι
πρέπει να ελπίζει και τι όχι. Ως τότε, από περιέργεια, ας ρωτήσει και αυτό το
αστείο μαντείο του δρόμου.
Και προσκαλεί τον
αλήτη και του ζητά να της πει την τύχη της κόρης της.
Ο απατεώνας ακουμπά
το τρίποδο καταγής, στηρίζει πάνω σ’ αυτό το κλουβί του, ανοίγει την πόρτα και
βγάζει το πουλί. Το εξημερωμένο πουλί περπατά με τα δυο του πόδια μέσα και έξω
από τον σιδερένιο δίσκο, παρατηρεί σαν να ψάχνει τα πολύχρωμα διπλωμένα χαρτιά
μπροστά του, τυχαία ραμφίζει ένα κίτρινο, που ο μάντης ρίχνει στην πελάτισσά
του. Εκείνη το πιάνει στον αέρα και το ξεδιπλώνει με χέρι που ασυναίσθητα
τρέμει.
Είναι ένας από τους
συνηθισμένους χρησμούς, μια ανόητη και ασυνάρτητη προφητεία, γραμμένη σε
σόλοικη[14]
ιδιόρρυθμη γλώσσα :
«Κυρία μου, τώρα
είσαι κακότυχη και δεν περνάς καλά. Θα υποφέρεις πολύ και θα κακοπεράσεις ακόμα
περισσότερο. Αλλά, με τη βοήθεια του Θεού, θα νικήσεις τις περιπέτειες και θα
προοδεύσεις. Και θα παντρευτείς ένα πλούσιο και θα κάνεις παιδιά πολλά και θα
σου ζήσουν όλα. Κι εσύ θα ζήσεις ογδόντα χρόνια και θα δεις εγγόνια και
δισέγγονα…».
Και η πρόχειρη αυτή
αποκάλυψη του μέλλοντος εξακολουθεί ακόμα, ακόμα, με τον ίδιο τόνο και με τις
ίδιες φράσεις. Η μητέρα διαβάζει αργά και μεγαλόφωνα χαμογελώντας στην αρχή˙
αλλά σιγά σιγά νιώθει μια αόριστη συγκίνηση χαράς και τρέμει περισσότερο το
χέρι της και χτυπά δυνατότερα η καρδιά της. Από το άψυχο και κακοτυπωμένο χαρτί
νομίζει ότι ακούγεται φωνή μυστηριακή αληθινού μάντη και νομίζει ότι πράγματι
κρατά ανάμεσα στα δάχτυλά της την τύχη της κόρης της. Και όσο ακούγονται στη
σιγή του δωματίου τέτοια ανορθόγραφα και ασύντακτα και μπερδεμένα αλλά
χαρμόσυνα λόγια, τόσο φαίνεται σαν να γεμίζει με φως και να λάμπει το πρόσωπο
της μητέρας και να χαμογελούν τα ωχρά χείλη της άρρωστης.
Μιχαήλ Μητσάκης (1887)
προσαρμογή κειμένου – επιμέλεια σχολίων : © Δημήτρης Φιλελές
[1] ισχνός = αδύναμος,
λιπόσαρκος.
[2]ο βραχίονας = το
μπράτσο.
[3]περιθάλπω = φροντίζω
κάποιον άρρωστο.
[4]το αέτωμα = το
τριγωνικό επιστέγασμα του σπιτιού για την αποστράγγιση των νερών της βροχής.
[5]ο πάταγος = ο δυνατός
κρότος.
[6]ο παραγγελιοδόχος = ο
μεταφορέας των εμπορικών παραγγελιών από πόλη σε πόλη.
[7]Λιδωρικιώτης = ο
καταγόμενος από το Λιδωρίκι, χωριό του νομού Φωκίδας, πρωτεύουσα του δήμου
Δωρίδας.
[8]η αντίπραξη = η
αντίδραση.
[9]ο πραματευτής = ο
πλανόδιος έμπορος υφασμάτων.
[10]ψωραλέος = άθλιος,
αξιοθρήνητος.
[11] τα αγιόπαιδα = τα
αλητάκια του δρόμου.
[12] οι προλήψεις = η
απόδοση υπερφυσικών ιδιοτήτων σε κάποια πράγματα, π.χ. σε έναν τυχερό αριθμό,
στο λαγοπόδαρο που φέρνει γούρι κλπ.
[13] ο αγύρτης = ο
απατεώνας.
[14]
σόλοικος = αυτός που περιέχει συντακτικά λάθη.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ
[ ανάρτηση 22 Μαρτίου 2023 :
Μιχαήλ Μητσάκης
« Οιωνός »
διήγημα 1887
μεταγραφή-σχόλια: Δημήτρης Φιλελές
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου