ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ
« Κόλαση »
Δεν έχουν οι πολιτείες όνομα παρά
μονάχα ένα χρώμα μαύρο, όπως η κόλαση. Δρόμοι νεκροί ανάμεσα σε πεθαμένα
σπίτια. Ολόγυμνες πλατείες χωρίς φυτά, δίχως κανένα άγαλμα, κύκλοι θανάτου. Άνθρωποι
μισόγυμνοι διορθώνουν ένα κομμάτι δρόμου και σηκώνουν ιδρωμένοι μεγάλες πλάκες
που ξεκολλάν δύσκολα. Ένας ποταμός, θολός και βρώμικος, ξεχειλάει σε πολλές
μεριές και φτάνει ως το δρόμο. Στις γυμνές όχθες του δεν υπάρχει κανένα φώς. Ο
ποταμός κυλάει βουβός, πεθαμένος, όπως οι άνθρωποι που κινούνται στους δρόμους
για να πεθάνουν μέσα στο νεκρό σώμα τους. Κάποιες γέφυρες παλιές κι’ ένα φανάρι
που δεν ανάβει στην άκρη της κάθε γέφυρας. Η λάσπη στις όχθες φτάνει ως το γόνατο.
Μερικοί απ’ τους ανθρώπους που δουλεύουν πέφτουν κατά γης μέσα στη λάσπη και
πεθαίνουν σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Δεν ακούγεται καμμιά φωνή, μονάχα οι
βαρειές αναπνοές κι’ ο κρότος που κάνουν τα πόδια όπως βυθίζονται στο λασπωμένο
έδαφος. Ο αέρας βαρύς, μουχλιασμένος σέρνεται αργά, χωρίς ν’ αγγίξη τίποτα,
ένας αέρας νεκρός που περνάει απάνω σε νεκρά πρόσωπα. Τα νερά ανάμεσα στους
πέτρινους τοίχους φαίνονται σαν ένα πτώμα πεταμένο μέσα σ' ένα σάπιο φέρετρο,
που δεν το πλησιάζουν ούτε τα σκουλήκια. Οι άνθρωποι δουλεύουν χωρίς διακοπή, πνιγμένοι
στην κατάμαυρη πίσσα της νύχτας, χωρίς όνομα, ετοιμοθάνατα τα χέρια, το κορμί
μιά σκιά που τρέμει στην όχθη της σκοτεινής λίμνης του θανάτου. Πουθενά δεν
υπάρχει ο άνθρωπος, μοναχά οι άνθρωποι που έχασαν το πρόσωπό τους και διατηρούν
τα πόδια και τα χέρια που δεν έχουν πεθάνει ολόκληρα.
Έξω από κάποιο παράθυρο ένα
φανάρι ανοίγει το μάτι και κοιτάζει μακρυά χωρίς να το κατορθώνει. Το πρόσωπο
του πεθαμένου μόλις φωτίζεται από το φανάρι που κρυώνει. Τα μάτια ανοιχτά, άγρια,
κίτρινα τα δόντια που σάπισαν, τα χείλη σχεδόν μαύρα. Όλες οι ενέργειές μας
γράφουν ένα ορισμένο κύκλο. Έτσι το μάτι θολαίνει. Ένας άνθρωπος βηματίζει στο πεζοδρόμιο
με μεγάλα βήματα γιατί κρυώνει. Στο σακκάκι του έχει χρυσά κουμπιά κι’ όπως
πέφτει απάνω τους το φώς γυαλίζουν σαν άστρα. Φαίνεται νευρικός. Νομίζει πως ακόμα
τον καταδιώκουν. Ο άνθρωπος αυτός κινιέται περίτρομος μέσα στο περίγραμμα του
ανθρώπου που περιμένει να τον συλλάβει. Όμως δεν περιμένει ακόμα παρά να
πεθάνουν τα πόδια του. Όλοι περιμένουμε το θάνατο ή μια ζωή καλύτερη.
Περιμένεις το Θεό, περιμένεις το θάνατο, περιμένεις ν’ αλλάξει ο κόσμος. Κι’ ο
πεθαμένος με τα κίτρινα δόντια περιμένει ίσως την κηδεία του, την ανάστασί του,
τη δευτέρα παρουσία να παρουσιαστεί έτσι όπως είναι μπροστά στον Κύριο. Πόσοι
σκοτωμένοι περιμένουν μέσα στην κάθε νύχτα! Πολλοί έχουν χρυσά δόντια που τα
πλήρωσαν ακριβά. Νά και μια φορά που το χρυσάφι πεθαίνει χωρίς να το προσέξει
κανείς.
Γλύφουν τα βρώμικα νερά του
ποταμού τα σπίτια κι’ απ’ τους τοίχους τρέχει πράσινη μούχλα. Κοντά στον
πεθαμένο με τα κίτρινα δόντια ένας άνθρωπος ζωντανός νευρώνεται, μεθυσμένος απ’
τον αιθέρα ότι ταξιδεύει σε μιά πράσινη θάλασσα και η ηδονή του παραλύει το
σώμα. Το μάτι του φαναριού δακρύζει. Ο άνθρωπος που νευρώνεται δεν έχει παλτό,
είναι σχισμένα τα ρούχα του, τα παπούτσια του τρύπια, έμεινε μόνος νηστικός και
δεν μπορεί να κάνει ένα βήμα μακρυά απ’ τον πεθαμένο με τα κίτρινα δόντια.
Προσπαθεί να μιλήσει μαζί του, να του διηγηθεί τής παράξενες ιστορίες που
δημιουργεί η φαντασία του, όπως είναι ζαλισμένος απ’ τον αιθέρα.
Η μυρωδιά του θανάτου, της
μούχλας, του αιθέρα όλο και γίνεται πιό ανυπόφορη. Το πρόσωπο του πεθαμένου
είναι μέσα στο δακρυσμένο μάτι του φαναριού, μέσα στα γαλανά μάτια του ανθρώπου
που νευρώνεται. Οι άνθρωποι δουλεύουν πνιγμένοι στη λάσπη στις γυμνές όχθες του
ποταμού και δεν ανοίγουν το στόμα να μιλήσουν, σα να ξεχάσαν να μιλούν. Ο
τρόμος σε κάνει να χάνεις την ομιλία σου. Κοντά στον πεθαμένο έρχεται το κρύο
κι’ όλα παγώνουν, μονάχα η φωνή του ανθρώπου που του μιλάει είναι θερμή όπως
ένα άστρο και φτάνει ως την ακοή του Θεού. Μά το στόμα του βρωμάει από την
πείνα και τα πόδια του ξύλιασαν απ’ το κρύο. Ο πεθαμένος είναι ντυμένος σαν τα
παιδιά, φοράει μιά μπλε φορεσιά με χρυσά κουμπιά που δεν γυαλίζουν. Ντρέπεται να
παρουσιαστεί γυμνός μπροστά στο Θεό. Ένας πεθαμένος έχει πάντα ακουμπισμένο το
κεφάλι του στα πόδια του Θεού και φοράει επίσημα ρούχα. Είναι μόνος και
βρίσκεται ακίνητος στο κέντρο του κόσμου. Έχει στα μάτια του τον ουρανό και
μέσα στην ψυχή του βηματίζει ένας άγγελος. Ο πεθαμένος περπατάει κοντά στους
αγγέλους. Άδειο είναι το κρανίο του χωρίς ιδέες, γιατί κάθε ιδέα του είναι
άχρηστη. Κοιτάζει το Θεό, κοιτάζει στο πρόσωπό του το Θεό. Κι’ όταν κυττάζεις
μέσα στο πρόσωπό σου τον Θεό, μπορείς ν’ ανοίξεις μιά τρύπα στο κρανίο σου και
να χυθούν όλες οι ιδέες στο δρόμο, για να πατήσουν απάνου τα τρύπια παπούτσια
των ανθρώπων, τα χοντρά παπούτσια των ανθρώπων. Βλέπεις τότε το δράμα του
κόσμου, ταξιδεύεις μέσα στον άπειρο κύκλο τ’ ουρανού.
Ο ποταμός ανάμεσα στις οικοδομές
σέρνεται σαν ένας πληγωμένος. Δεν υπάρχει κανένα σταμάτημα για τον άνθρωπο. Κι’
όταν ακόμα είναι νεκρός τον περνούν ανάμεσα από δρόμους με μεγάλη επισημότητα,
αλλά του κρύβουν το πρόσωπο για να μη το βλέπουν οι άλλοι, σαν ένα πράγμα που
δεν επιτρέπεται να το κοιτάξουμε. Σκεπάζουν καλά το σώμα των πεθαμένων, γιατί όλοι
τρέμουν τον θάνατο, όπως τα παιδιά τα φαντάσματα, που νομίζουν ότι κυκλοφορούν
τις νύχτες στα κοιμισμένα σπίτια και κάνουν ένα θόρυβο παράξενο. Όπως κρατάν
ανοιχτά τα μάτια, γιατί δεν μπορούν να τα κλείσουν, είναι σαν να τα βλέπουν τα
φαντάσματα.
Αφίνουν τότε μιά κραυγή κι’ όλοι
ξυπνούν τρομαγμένοι . . .
ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ
[ το πεζό, πρόζα, [εφιαλτική πρόζα,
λυρικό πεζογράφημα]
του Στέλιου Ξεφλούδα «Κόλαση»
δημοσιεύθηκε στο περ. «Φιλολογικά Χρονικά»,
Έτος Α’, τεύχος 1, Αθήνα 1 Μαρτίου 1944. ]
( το πρωτότυπο κείμενο σε
πολυτονικό)
ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ
[ ανάρτηση 8 Μαρτίου 2023 :
Στέλιος Ξεφλούδας
« Κόλαση »
πεζογράφημα 1944
περ. «Φιλολογικά Χρονικά»
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου