Κυριακή 13 Απριλίου 2025

Γεώργιος Φιλάρετος "Ασπασία η Μιλησία" (απόσπασμα από διάλεξη 1901) Αρχαιογνωσία

 


Γεώργιος Φιλάρετος

« Ασπασία η Μιλησία »

απόσπασμα από διάλεξη 1901

δημοσίευση περ. «Ποικίλη Στοά» 1912

Αρχαιογνωσία

 

 

 

Ασπασία η Μιλησία

 

   Ο Περικλής ήτο, κατά τον Θουκυδίδην, «ανήρ κατ’ εκείνον τόν χρόνον πρώτος ’Αθηναίων λέγειν τε καί πράσσειν δυνατώτατος».

 [ Θουκυδίδου α' 139. ]

 

    Της αφθίτου δόξης αυτού μέγα ελατήοιον υπήρξεν η πειστική ευγλωττία, δι’ ής ενίκα κατά κράτος τους αντιπάλους αυτού καί εγένετο το ίνδαλμα του αθηναϊκού λαού. Την ρητορικήν αυτού δεινότητα έν συναυλία συνομολογούσαν επιστήθιοι φίλοι και ασπονδότατοι εχθροί αυτού, εν οις καί ο ’Αριστοφάνης εις τους «Αχαρνής» του, όστις διά του Δικαιοπόλιδος λέγει;

«’Εντεύθεν οργή Περικλέης ουλύμπιος

ήστραπτεν, εβρόντα, ξυνεκύκα τήν Ελλάδα»

    [ Αριστοφάνους, Αχαρνής, στ. 500-501.]

 

 

    Οι εκ της αρχαιότητες υπέρ των γυναικών συλλέγοντες τίτλους υπηρεσιών βεβαίως δεν αγνοούσιν, ότι κατά τινας διαδόσεις ο γιγάντειος ανήρ τας αστραπάς καί τας βροντάς της ρητορείας του εσφυρηλάτησεν ή, ακριβέστερον, εδιδάχθη υπό γυναίκας, προικισθείσης μέν υπό του Διός δι’ εκτάκτων χαρισμάτων, ίνα χρησιμεύση αυτώ ως δεξιά χειρ εις τα ουράνια έργα του, ανηκούσης όμως εις τον ελαφρόν γνναικείον κόσρον.

    Η γυνή αυτή, διαδραματίσασα εν τη ιστορία της ανθρωπότητος πρόσωπον υπό τινα έποψιν ίσως σπουδαιότερον πολλών βασιλισσών, αναμφιβόλως δ’ υπέρτερον πολλών βασιλέων καί αυτοκρατόρων —χωρίς να θέση επί του μετώπου της στέμμα — είναι η περιλάλητος Ασπασία η Μιλησία.

   Είναι η γυνή εκείνη, περί ής εκ διαμέτρου αντίθετοι διετυπώθησαν κρίσεις.

   Κατά τους μέν ήτο έξοχος διδάσκαλος, παρ’ ής αυτός ο Περικλής εδιδάχθη την ρητορικήν, δημηγορίας δέ τινας αυτού καί παρεσκεύασεν ή επεθεώρησεν μεθ’ ής αυτός ο δαιμόνιος καί ηθικώτατος Σωκράτης λίαν

ευαρέστως συνδιελέγετο περί φιλοσοφίας· παρ’ ής ο ’Αλκιβιάδης, νεανίσκος ών, έλαβεν ουκ ολίγα διδάγματα· εκείνη εν τέλει, ήτις ενέπνευσε μεν τους καλλιτέχνας της Περικλείου εποχής εις δημιουργίαν των αθανάτων αριστουργημάτων, πρώτη δ’ εν τω αρχαίω ελληνικώ κόσμω υπήρξεν η σημαιοφόρος της γυναικείας χειραφετήσεως.

   Κατά τους δέ ήτο της ’Αφροδίτης ιέρεια, ευφυής καί εύγλωττος, χάριν της οποίας εκηρύχθησαν οι κατά των Σαμίων καί κατά των Πελοποννησίων πόλεμοι καί ήτις εισήγαγε την τρυφήν καί την ηδυπάθειαν εις την πόλιν της σεμνής θεάς. Κατ’ αυτούς ο Περικλής, δεινώς εκ των θελγήτρων της Μιλησίας τρωθείς, εγένετο πασών των ερωτοτροπιών της όργανον.

   Άβυσσος χωρίζει τας δύο κρίσεις ! Τίς η ιστορική αλήθεια ;

 

   Ο δαφνηφόρος εκείνος νικητής, όστις, στρατηγών καί ναυαρχών εννέα έστησε τρόπαια, επί τοσούτον άρα γε εγένετο αιχμάλωτος της καρδίας γυναικός, ώστε, καίπερ υπό δοξοκομπίας, κατά τους ποιητάς, πάσχων, ερριψοκινδύνευσε καί αυτήν την υστεροφημίαν του; Χάριν αστάτου γυναίου τοσούτον επιπολαίως πρόσφορον παρεσκεύασε διά τους συκοφάντας έδαφος καί προέταξε το ευγενές καί γενναίον στήθος του εις τα ιοβόλα των αντιπάλων βέλη; Οπόσην άρα γε είχε γοητείαν καί δύναμιν η Μιλησία ’Αφροδίτη, ήτις εύρε τοσούτον ευστόχως το τρωτόν μέρος της μεγάλης καρδίας του θύματός της ;

 

   Προδήλως δυσερεύνητος είναι ο πολυκύμαντος του Περικλέους καί της ’Ασπασίας βίος, μάλιστα δέ ο ιδιωτικός. Διότι οι αντίπαλοι του μεγάλου ’Αθηναίου καί αι αντίζηλοι της Μιλησίας εγκαίρως καί τεχνηέντως ειργάσθησαν, ίνα σκοτίσωσι τας πηγάς, εξ ών οι ιστορικοί ήντλησαν. Τινές δέ των μεταγενεστέρων μετά πολλής επιπολαιότητος έδωκαν ιστορικήν αξιοπιστίαν εις τους ποιητάς καί εις τους σατυρογράφους, οίτινες τω καιρώ εκείνω εξετέλουν καθήκοντα εφημεριδογράφων, φανατικώς υπέρ της επικρατήσεως του κόμματός των εργασθέντες. Πολλοί αυτών εκ πατριωτικού καθήκοντος διηρμήνευον το φρόνημα της κοινής γνώμης, αλλ’ ως ούτοι αντιλαμβάνοντο αυτό. προέτεινον τά τή πατρίδι συμφέροντα, αλλά πάντοτε ως ηρέσκοντο να θεωρώσιν αυτά.

   Δέν έλειψαν όμως καί οι λιβελλογράφοι, αναβιβάσαντες εν τη θεατρική σκηνή τας τερθρείας καί τας βωμολοχίας των τριόδων. Ότε δέ ο Περικλής ένεκα των παρεκτροπών ιδίως του Κρατίνου ηναγκάσθη χάριν της δημοσίας τάξεως να προτείνη την περιστολήν της ποιητικής ακολασίας, τότε δή τότε ούτοι, εκμανέντες, ουδέ το άσυλον του πρώτου πολίτου των ’Αθηναίων εσεβάσθησαν. Αλλ’ ο ψηφισθείς τω 440 π.Χ. νόμος, δι’ ού απηγορεύετο το ονομαστί κωμωδείν, κατηργήθη μετά τριετίαν.

 

    Τοσούτον εξέχουσα εγένετο η μορφή του Περικλέους, ώστε κατ’ αυτού καί των περί αυτόν φυσικώς εξετοξεύοντο τα βέλη του φθόνου και της συκοφαντίας. Η ασπίς της αρετής και της παροιμιώδους αφιλοκερδείας του διετήρησαν αυτόν άτρωτον.  Αλλ’ οι αμείλικτοι κατήγοροι μεγάλας έρριψαν αμφιβολίας περί των περιστοιχούντων αυτόν προσώπων. Πρωτίστως δ’ επί της συμπαθούς μέν καί ευφυούς, αλλ’ υπόπτου οπωσδήποτε φυσιογνωμίας της ερατεινής συντρόφου του έμειναν κηλίδες τινες, άς μάτην οι νεώτεροι αγωνίζονται να εξαλείψωσι καθολοκληρίαν.

   Ο Πλούταρχος ακριβώς εξήγησε τα πολλά καί ποικίλα προς ανεύρεσιν της ιστορικής αληθείας προσκόμματα. Διότι αύτη σκοτίζεται μέν ένεκα φθόνου καί δυσμενείας, παραμορφούται δ’ ένεκα χάριτος καί κολακείας.

 

   Καί όμως ανέφικτον δεν είναι να διαλυθώσι τα σκότη του ψεύδους υπό του ιστορικού φωτός διά ψυχροτέρας των συγχρόνων του Περικλέους ποιητών εξετάσεως, αφού κατά την ιδίαν εποχήν έζησαν καί άλλοι συγγραφείς κύρους αναμφισβητήτου.

   Αλλ’ αναφύονται καί άλλαι δυσχέρειαι. Πρό παντός λεπτομέρειαι τινες του βίου της ’Ασπασίας καί των συναδέλφων της, ουδέ κεκαλυμμέναι διά φύλλων συκής θα ηδύναντο εν ακριβεία να εκτεθώσιν (εκτός εάν ελαμβάνετο η κατά την παράστασιν των «Νεφελών» πρόνοια, όπως γείνη και διάλεξες εν παγερά ανδρωνίτιδι).

   Δεν είναι εν τούτοις ορθόν καί ν’ αποσιωπηθώσιν εντελώς τα κοινώς άλλως τε πασίγνωστα ιστορικά γεγονότα, βεβαίως εν μέτρω αναλόγω.

   Υπάρχει όμως σκόπελος κινδυνωδέστερος; Η άπειρος πληθύς των δυσκόλως συνοψιζομένων έργων περί των δύο ηρώων του Ε΄ αιώνος π.Χ., καίτοι εγώ κυρίως θέλω βασισθή εις την απ’ ευθείας των αρχαίων συγγραφέων ιδίαν μου μελέτην.

    Αλλά καιρός είναι να εισέλθωμεν εις τινας λεπτομέρειας του ιδιωτικού βίου του Περικλέους, μάλιστα δε του συζυγικού, και τι πλέον να ερευνήσωμεν κατ’ ανάγκην καί αυτούς τους έρωτάς του. Η μετ’ αδιακρισίας ακριτομυθία των συγχρόνων του μεγάλου ’Αθηναίου ποιητών διέρρηξε το παραπέτασμα του οικογενειακού αυτού ασύλου.

   Η πρώτη αξία λόγου παρατήρησις είναι, ότι ο Περικλής ήλθεν εις γάμον μετά γυναικός εξ ευγενούς γένους καί συγγενούς  του, μεθ’ ής απέκτησε δύο υιούς, τον Ξάνθιππον και τον Πάραλον.  Τα περί αυτής όμως πάντα εισίν άγνωστα εν τη ιστορία, ήτις δεν διετήρησεν «ουδέ το όνομα» της νομίμου συζύγου του Περικλεούς, ενώ όλως τουναντίον περί της ερωμένης αυτού αρχαιότεροι και νεώτεροι συγγραφείς πάμπολλα έγραψαν βιβλία σχεδόν εις όλας τας γλώσσας και καθ’ όλας τα εποχάς!

   Γνωρίζομεν μόνον, ότι η γυνή του Ιππονίκου, μεθ’ ής ούτος απέκτησεν υιόν, τον πολυτάλαντον Καλλίαν, συνεζεύχθη εις δεύτερον γάμον μετά του Περικλέους. Εκ του ονόματος του πρώτου συζύγου της φαίνεται παραπλανηθείς ο Baudry [Dictionnaire des antiquites grecques et romaines par Daremberg et Saglio λέξις Divortium] εσφαλμένω; ονομάζει αυτήν Ιππονίκην, ενώ ουδείς καί των υπ’ αυτού του ιδίου μνημονευομένων αρχαίων συγγραφέων βεβαιοί τούτο.

   Η μετά του Περικλέους συμβίωσις δεν ήτο πολύ ευχάριστος δι’ αμφοτέρους. Η ασυμφωνία του χαοακτήρος βεβαίως συνετέλεσεν εις τούτο. Αλλά πληγή βαθυτέρα επήνεγκε τελείαν ρήξιν των συζυγικών σχέσεων.

 

   Η πεζότης του συζυγικού βίου εν Αθήναις εγένετο αφορμή της αναπτύξεως του θεσμού των παλλακών μικρόν δέ κατά μικρόν εισήχθη καί ο συρμός, όπως οι σύζυγοι απροκαλύπτως έχωσι καί φίλας, συντρόφους, προς συμπλήρωσιν των ατελειών, αίτινες εφαίνοντο τότε υπάρχουσαι εις τον θεσμόν του γάμου, διότι αι τοιαύται γυναίκες είχον μείζονα μόρφωσιν καί διανοητικήν ανάπτυξιν.

   Εις τόν κοινωνικόν τούτον νεωτερισμόν το σύνθημα έδωκεν η Μίλητος, ένθα ο πλούτος είχεν εισαγάγει την τρυφήν καί την πολυτέλειαν, μετ’ αυτών δε —ώς συνήθως— καί την χαλάρωσιν των ηθών. Εν τοις Παρισίοις εκείνοις της Μικράς Ασίας η γυνή ανετρέφετο καί εξεπαιδεύετο, μόνον όπως θέλγη, προσελκύουσα θαυμαστός, ούχί δέ ως εν Άθήναις, ίνα φυλάττη τον οίκον οιονεί ως δούλη του συζύγου. Αλλά δεν έλειπον καί τότε αι εξαιρέσεις, καθ’ άς αύτη ήτο τύραννος του συζύγου, εάν κρίνωμεν από τα άθλα της Ξανθίππης, ήτις, κατά τον Αθήναιον, εν ταις  στιγμαίς της οργής της — αίτινες δεν ήσαν σπάνιαι — και νιπτήρας έχυνε κατά της σοφής κεφαλής του δυσμοίρου Σωκράτους. [Αθηναίου ε, 61]

   Είχεν ήδη καταστή διάσημος η εκ Μιλήτου μηδίζουσα Θαργηλία, δεκατέσσαρας τον αριθμόν διοικητάς πόλεων σαγηνεύσασα, πριν ή γένηται σύζυγος, εξ αριστεράς, ούτως ειπείν, χειρός καί του Αντιόχου βασιλέως των Θεσσαλών, όν επί τινα χρόνον, μετά τον θάνατόν του, διεδέχθη καί εις τον θρόνον.

   Εν έτει δέ 455 π.X. ενεφανίσθη εις την αθηναϊκήν κοινωνίαν νεάνις εικοσαέτις, Μιλησία επίσης. Αύτη, μιμηθείσα εκείνην εν πολλοϊς, επέπρωτο σπουδαίως να επιδράση επί του μέλλοντος των Ατθίδων, διότι πρώτη έλυσε τα δεσμά του ανδρικού ζυγού.

   Εκ Μιλήτου, ήτις εγέννησε καί ουκ ολίγους φιλοσόφους — ως τον Θάλητα, τον Αναξίμανδρον καί τον Άναξιμένην — μεγάλη τότε εγίγνετο εξαγωγή δι’ Αθήνας καί διά Κόρινθον γυναικών, πνευματικώς ανεπτυγμένων, αίτινες διά των θελγήτρων καί των χαρίτων, ιδίως όμως διά της μορφώσεώς των ηγωνίζοντο να κατακτήσωσι τους διά της ισχύος αυτών κρατούντας εν κτηνώδει υποδουλώσει τας συζύγους των.

   Άγνωστον αν η θυγάτηρ του Αξιόχου ήτο ωραία, μή υπαρχούσης περί τούτου ιστορικής τίνος μαρτυρίας. υποτίθεται θελκτική τους τρόπους καί εκ του βίου της αποδεικνύεται ευφυής καί φιλόδοξος. Βεβαιωμένον όμως είναι υπό άξιοπίστων μαρτύρων, ότι η Ασπασία είχε μεγάλην φυσικήν ευγλωττίαν, ήν καί εκαλλιέργησεν εν τή εκμαθήσει της ρητορικής καί εν τή ασκήσει της φιλοσοφίας.

   Ο Ξενοφών εν τω «Οικονομικώ» του τίθησιν εις το στόμα του Σωκράτους, διαλεγομένου μετά του Κριτοβούλου, περί του συζυγικού βίου υπό φιλοσοφικήν έποψιν τ’ ακόλουθα: «Συστήσω δέ σοι εγώ τήν ’Ασπασίαν, ή επιστημονέστερον εμού σοι ταύτα πάντα επιδείξει . . . .»

[ Ξενοφώντος, Οικονομικός γ’. ]

   ’Αλλά και ο θείος Πλάτων εν τω Μενεξένω, δευτεροτόκφ υιώ του Σωκράτους εκ της δευτέρας συζύγου του Μυρτούς, διαλεγομένω μετά του πατρός του, παριστά ημίν ούδέν πλέον ούδ’ έλαττον ή αυτόν τον δαιμόνιον Σωκράτη ως μαθητήν της γοήσσης εις το μάθημα της ρητορικής, λέγοντα προς τον υιόν του: «. . . ήπερ καί άλλους πολλούς και αγαθούς πεποίηκε ρήτορας, ένα δέ καί διαφέροντα των Ελλήνων, Περικλέα τον Ξανθίππου. . .»

   Καί αυτός όμως ο μισογύνης Ευριπίδης υπήρξε θαυμαστής της, αυτήν υπαινισσόμενος εις τινας στίχους της «Μηδείας» του.

[ Ευριπίδου, «Μήδεια», στ. 1071-9. ]

   Ο δέ Ηρόδικος, συγγραφεύς κατά τρεις αιώνας μεταγενέστερος της ’Ασπασίας, παριστά αυτήν καί ποιήτριαν, αναφέρων καί τινας στίχους, ως υπ’ αυτής ποιηθέντας, αλλ’ ουδείς εκ των συγχρόνων συγγραφέων βεβαιοί τούτο, οι δέ νεώτεροι κριτικοί καί το αμφισβητούσιν.

   Η επαγωγός γυνή δεν εδίδαξε φαίνεται τον επιφανέστατον μαθητήν, πρεσβύτερον αυτής κατά δύο δεκαετηρίδας, μόνον πώς να κεραυνοβολή εκ της Πνυκός τους αντιπάλους του. Η ψυχολογική κατάστασις του μαθητευομένου ήτο τοιαύτη ένεκα του ανουσίου συζυγικού βίου, ώστε λίαν ευκόλως ανέλαβεν αύτη να διδάξη αυτόν καί την τέχνην του έρωτος. Ούτε ο νούς ούτε η καρδία του Περικλέους ηδύναντο να εύρωσιν ευχαρίστησιν εις τας συμπολίτιδάς του, αίτινες οσάκις δεν ησχολούντο εις την οικοκυροσύνην των, κατέτριβον τον χρόνον αυτών εις τον σωματικόν καλλωπισμόν. Ή ερωτοδιδάσκαλος — ως την αποκαλεί ο Αθήναιος — εθριάμβευσε, κατακτήσασα την καρδίαν του μαθητού, όστις εθαμβώθη υπό των διανοητικών προτερημάτων της νεήλυδος. Έκτοτε η Ασπασία, φαιδρύνουσα το πολυμέριμνον πνεύμα του, συμμετέσχε μέχρι του θανάτου του πάσης χαράς και πάσης λύπης αυτού.

 

   Ο Πλούταρχος, θέλων ν’ αποδείξη τον βαθμόν του ερωτικού πάθους, υφ’ ού εφλέγετο ο Περικλής, διετήρησε μέχρις ημών καί την φήμην, ότι καθ’ ημέραν, οσάκις εξήρχετο εις την αγοράν, καί οσάκις επανήρχετο εις τον οίκον, ησπάζετο την Ασπασίαν.  [Πλουτάρχου, Περικλής, 24]

   Αλλ’ η Μιλησία από των πρώτων ημερών μεγάλας προσήνεγκεν αυτώ υπηρεσίας — βεβαίως ουχί τόσον ως διδάσκαλος της ρητορικής — τούτο οι πολλοί ορθώς αμφισβητούσιν — όσον διότι ρχρησίμευσεν ως αφορμή συνδέσμου όλων των διασήμων ανδρών της συγχρόνου εποχής. Αναμφισβήτητον είναι, ότι ο οίκος αυτής εγένετο το εντευκτήριον του εν Αθήναις πνευματικού καί καλλιτεχνικού βίου. Ως εν λέσχη συνηντώντο εν αυτώ πάντες οι εν τοις γράμμασιν ή εν ταις τέχναις έξοχοι Αθηναίοι. Ωσεί εν συλλόγω των φιλοτέχνων, εκεί συνεζητούντο τα σχέδια του εξωραισμού των ’Αθηνών καί του Πειραιώς. Εις την πολιτικήν αίθουσαν αυτής κατά πρώτον εκομίζοντο αι νεώτεραι εσωτερικαί καί αι εξωτερικαί ειδήσεις. Εκεί δέ καί εγίγνοντο ημιεπισήμως τρόπον τινά γνωστά τα νέα της ημέρας. Εκεί συνήρχοντο οι επίλεκτοι του κόμματος του Περικλέους, ελευθέρως συζητούντες τα πολιτικά καί πολλάκις τα κοινωνικά ζητήματα. Ο οίκος αυτής ταχέως μετεμορφώθη εις Όλυμπον.

    Ο Αναξαγόρας, ο Ζήνων, ο Πρωταγόρας καί αυτός έτι ο τότε νεαρός Σωκράτης ήντλουν σοφίαν εκ των διδαγμάτων της. Ο Ηρόδοτος εις τας αιθούσας αυτής συνέλεγε την ιστορικήν ύλην προς συγγραφήν των περσικών πολέμων. Ο Σοφοκλής καί ο Ευριπίδης εκ των εν τω οίκω της ’Ασπασίας διαλέξεων ενεπνέοντο προς παρασκευήν των αριστουργημάτων των.

   Εκεί προσήρχοντο προς αναψυχήν καί διδασκαλίαν, ανταλλάσσοντες τας ιδέας των, ο συμπολίτης αυτής Ιππόδαμος, οι μουσικοδιδάσκαλοι Δάμων καί Πυθοκλείδης, οι ζωγράφοι Πολύγνωτος, Μίκων καί Πάναινος, αρχιτέκτονες οίοι ο ’Ικτίνος, ο Καλλικράτης καί ο Μνησικλής, οι γλύπται ’Αλκαμένης, ’Αγοράκριτος. Εκεί ο πάντων των καλλιτεχνών επιφανέστατος Φειδίας. Το κέντρον εκείνο ήτο το πολιτικόν εντευκτήριον του κόμματος των φιλελευθέρων.

    Εν τω πανθέω εκείνω είς μόνον προίστατο πάντων: ο υπό φίλων καί αντιπάλων επονομασθείς «’Ολύμπιος», είτε διά το ύψος του πνεύματός του. είτε ένεκα των ουρανίων μνημείων, δι’ ών εκαλλώπισε την Ακρόπολιν. είτε ένεκα των πολιτικών καί των στρατιωτικών θριάμβων του, πιθανώτερον δ’ ένεκα πάντων τούτων ομού.

   Η προσωνυμία αύτη πολλήν εχορήγησε τοις κωμικοίς ποιηταίς ύλην. Ο Κρατίνος, διακωμφδών αυτήν, ωνόμασε τον Περικλή «κεφαληγερέτην», άλλοι δε τον ωνόμασαν «Δία τών ’Αθηνών».

   Διεκρίνετο όμως ο μέγας ανήρ καί δι’ άλλων προσωνυμιών, εκδηλουσών το επιφανές αυτού, ών αι πλείσται ουδενί άλλω απεδόθησαν.

   Ο Ξενοφών προς διάκρισιν από πάντα άλλον ομώνυμον ονομάζει αυτόν Περικλέα «τόν πάνυ» ήτοι τον γνωστότατον, τόν περίφημον  [Ξενοφώντος, Απομνημονεύματα, ΙΙΙ, Ε, 1]· ο Πλάτων τον αποκαλει «φιλόσοφον». ο Λουκιανός «Ολύμπιον θαυμασιώτατον»· ο Ερμογένης τον εχαρακτήριζε «περιφανώς δεινότατον». ο ’Ισοκράτης τον εθεώρει «δημαγωγόν και ρήτορα άριστον». ο ’Αριστοτέλης τώ έδωκε καί αυτήν την επωνυμίαν του δικαίου Αριστείδου.

    Της δέ ’Ασπασίας επικρατέστερα επωνυμία είναι η υπό των σατυρικών δοθείσα, η της «Ήρας», καίτοι προσωνομάζετο ενίοτε «Δηϊάνειρα» καί άλλοτε  «’Ομφάλη», ως κρατούσα, υπό τα νεύματά της τον Ηρακλή αυτής, περιβεβλημένον γυναικείαν εσθήτα.

 

   Το σκάνδαλον στενών ερωτικών σχέσεων επιφανούς εγγάμου πολίτου — απροκαλύπτως εκδηλουμένων εν κοινωνία, εις ήν, προ της αφίξεως της Μιλησίας, αυστηραί εκράτουν περί οικογενείας αρχαί — φυσικόν ήτο να εξεγείρη την δημοσίαν συνείδησιν, δεξιώς εκμεταλλευθείσαν υπό των πολιτικών του αντιπάλων.

   Συναινέσει κοινή, μετά ενδεκαετή συμβίωσιν, ο Περικλής διεζεύχθη την σύζυγόν του, ήν διά συνεννοήσεως καί των συγγενών της συνέζευξε μετ’ άλλου ανδρός, ούτινος όμως το όνομα είναι άγνωστον εν τη ιστορία καί μεθ’ ού αύτη, το τριακοστόν τρίτον της ηλικίας της έτος άγουσα, ευχαρίστως ήλθεν εις τρίτον γάμον. 

[Δημοσθένους, Κατά Αφόβου, α, 5 / Δημοσθένους, Υπέρ Φορμίωνος, 8].  


   Ο Περικλής είχεν ήδη αποκτήση μετά της ’Ασπασίας υιόν, τον ομώνυμόν του Περικλή. Μετά την λύσιν του νομίμου γάμου του κατά τινας μέν συνεζεύχθη εν δευτέρω γάμω την ’Ασπασίαν. κατ’ άλλους δε συνεβίωσε μετ’ αυτής εν σχέσει παλλακείας, καθόσον κατά ρητάς του Αττικού δικαίου διατάξεις επί ποιναίς αυστηραίς απηγορεύετο ο γάμος μετ’ αλλοδαπής. εν πάση περιπτώσει ο γάμος πολίτου προς ξένην δεν ανεγνωρίζετο έγκυρος, νόθα δ’ ελογίζοντο τα εξ αυτού τέκνα. 

[Δημοσθένους, Κατά Νεαίρας, § 16. — ’Αριστοφάνους, 'Ορνεις στ. 1652. — ’Αριστοτέλους, Πολιτ. γ', § 3.5. — ’Αθηναίου ιγ', § 38. — Τίτου Λιβίου § 38. — Γαίου α', § 67. — Ουλπιανού, ε', § 4— 9. —Παύλου β, §  9].

     Το σκάνδαλον εμετριάσθη μέν κατά τον βαθμόν, δεν έξέλιπεν όμως, εχρησίμευσε δέ πάντοτε ως πηγή ανεξάντλητος σκωμμάτων καί επιθέσεων.

   Αλλά τσ μεγάλα έργα αυτού, πολιτικά καί καλλιτεχνικά, καί ο κατά τα λοιπά άμεμπτος βίος του εκάλυπτον εν μέρει την ομολογουμένως σπουδαίαν παρεκτροπήν του.

 

 Ο Σαμιακός πόλεμος

(αποστασία των Σαμίων)

  Απασών των επαναστάσεων κατά της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας σπουδαιότερα ήτο η των Σαμίων, αναφυείσα (τω 444 π.X.) ένεκα έριδος αυτών κατά των Μιλησίων χάριν της Πριήνης. Διότι οι Σάμιοι, κληθέντες υπό τής μητροπόλεως, ηρνήθησαν να υποβάλωσι, κατά τα νενομισμένα, την διαφοράν των ενώπιον των εν ’Αθήναις αρχών. Αλλά, μετά εννεάμηνον πολιορκίαν υπό την αυτοπρόσωπον του νεφεληγερέτου ναυαρχίαν, οι στασιασταί υπετάγησαν. Η πάλη υπήρξε τοσούτο πεισματώδης, ώστε τους αιχμαλώτους οι μέν Σάμιοι εσφράγιζον είς τό μέτωπον διά γλαυκός, οι δε ’Αθηναίοι τούς Σαμίους διά σαμαίνης, ήτις ήτο είδος πλοίου σαμιακού. Η ήττα των Σαμίων υπήρξεν επονείδιστος καί άγαν ολεθρία.

   Οι ηττηθέντες, υποκινούμενοι υπό των ζηλοτυπούντων την αθηναϊκήν δόξαν επίστευσαν, ότι διά ψευδών διαδόσεων ήθελον σμικρύνη την αξίαν των νικητών. Δέν έδίστασαν νά διαφημίσωσιν, ότι ο Αθηναϊκοσαμιακός αγών δέν εγένετο χάριν των γενικών της πολιτείας συμφερόντων, αλλ’ ένεκα προστασίας, ήν η ’Ασπασία ηθέλησε να χορηγήση εις τους συμπατριώτας αυτής Μιλησίους. Ως  ’Ομφάλη, δέσμιον έχουσα τόν Ηρακλή τών ’Αθηνών, έλεγον, ότι παρέσυρε τον στόλον αυτών εις χρηματοφάγον εμφύλιον πόλεμον.

   Το μίσος καί ο φθόνος ώθησαν τους σπερμολόγους εις τοσαύτην υπερβολήν, ώστε ούτοι διέσπειραν και την φήμην, ότι αυτοπροσώπως παρηκολούθησε τον αθηναϊκόν στόλον η Ασπασία μετά θιάσου αξιέραστων φίλων της — ελαφρών, εννοείται, ηθών — χάριν διασκεδάσεως των αγωνιζομένων υπέρ της ιδιαιτέρας πατρίδος της ! Τας πλείστας των φληναφιών τούτων, χαλκευθεισών υπό των δυσηρεστημένων κυρίως κατά του μη κολακεύοντος τον λαόν, ηξίωσαν δι’ αναγραφής εν τοις έργοις των οι μεταγενέστεροι Σάμιοι Δούρις και Άλεξις. Αλλ’ ούδείς συγγραφεύς, σεβόμενος εαυτόν, ύπεστήριξε ποτέ σπουδαίως τα τοιαύτα. Ουδαμώς δε ο Θουκυδίδης καί ο Διόδωρος. Τουναντίον και οι μεταγενέστεροι, μάλιστα οι νεώτεροι κριτικοί, αποδεικνύουσιν, ότι λόγοι πολιτικοί υψίστων της πολιτείας συμφερόντων, και ιδίως οι της ηγεμονίας των ’Αθηναίων εν τω συμμαχικώ συνδέσμω, επέβαλον την διά των όπλων προστασίαν υπέρ των Μιλησίων, μεθ’ ών υπήρχον καί αρχαίοι δεσμοί, καθόσον οι ’Αθηναίοι καί εις δύο άλλας προγενεστέρας εποχάς είχον παράσχη υπέρ αυτών την βοήθειάν των.

 

   Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Περικλέους, τα πάντα εκμεταλλευόμενοι, προσεταιρίζοντο τοιούτους αγύρτας, οίτινες συνέπραττον μετά δημοκόπων καί συκοφαντών. Έν τη πρωτοπορεία πάντων τούτων έβάδιζον οι κωμικοί σατυρογράφοι Κρατίνος, Έρμιππος, Τηλεκλείδης καί Εύπολις.

   Εν τη επιθέσει, θρασύτερος πάντων ήτο ο Κρατίνος, προσωπικός φίλος του εξοστρακισθέντος Θουκυδίδου (πολιτικού αντιπάλου του Περικλέους). ’Ιδού καί δείγμα της βωμολοχίας του :

«Ο Κρόνος ο πρεσβυγενής καί η στάσις, αλλήλοις μιγέντες,

τύραννον μέγαν έτεκον, όν κεφαληγερέτην επικαλοϋσιν οί θεοί» .

Καί αλλαχοϋ :

«Τήν Ήραν ’Ασπασίαν τώ εγέννησε,

Τήν αναιδή εταίραν την αναίσχυντον» .

   Αι κυριώτεραι κατά του Περικλέους κατηγορίαι ήσαν, ότι ρμερολήπτει δήθεν ύπέρ των φίλων του Πυριλάμπους, Χαρίνου και Μενίππου· ότι μάλιστα ένεκα τρυφερωτάτων σχέσεων αυτού μετά της συζύγου του στρατηγού Μενίππου επετράπη, παρά τα νενομισμένα, να συγκεντρώση ούτος εν τώ προσώπω του καί άλλα 4 ή 5 αξιώματα· ότι ο Περικλής τοσούτον υπεδουλώθη εις τήν Ασπασίαν, ώστε δεν εδυσκολεύετο χάριν αυτής να θυσιάση την δόξαν των Αθηνών υπηνίσσοντο προσέτι, ότι παρωρμάτο υπ’ αυτής να γείνη διά πραξικοπήματος καί τύραννος.

 

 

 

Η γραφή ασεβείας κατά της Ασπασίας  

   Ήλθεν η σειρά της ’Ασπασίας του. Από της εν τη πόλει του Κέκροπος εμφανίσεως της γυναικός ταύτης εις δύο διηρέθησαν στρατόπεδα αι Αθηναίαι. Εις τό έν κρατερώς ημύνοντο υπέρ των πατρίων ηθών αι τυφλώς εις τα ρπιχώρια έθιμα εμμένουσαι. Εις το αντίθετον στρατόπεδον αραιώς πως εστρατολογούντο όσαι δεν απέστεργον να οδηγώνται υπό των συζύγων των εις τον οίκον της επαναστησάσης τον γυναικόκοσμον, διαλεγομένης περί των όρων της συζυγικής ευδαιμονίας. Μεταξύ των φιλοπροόδων ατθίδων βεβαίως εις την πρώτην γραμμήν εφαίνετο καί η σύζυγος του στρατηγού Μενίππου.

   Ταύτα πάντα καί αι εν τη αιθούση της πολυθελγήτρου ’Ασπασίας γενόμεναι συζητήσεις έδωκαν αφορμήν εις τους ωρυόμενους κατά του Περικλέους να καταγγείλωσι την περιπαθώς παρ’ αυτού αγαπωμένην διά του ποιητού Ερμίππου επί ασεβεία. Πλήν τούτου, τινές των περί αυτήν γυναικών εχρησίμευον καί ως υποδείγματα εις τους ζωγράφους καί εις τους σγαλματοποιούς. Καί τούτο έδωκε την ευκαιρίαν εις τον κατήγορον, όπως επαναλάβη καί κατ’ αυτής επίσης βδελυράς κατηγορίας, οίαι ήσαν αι κατά του Φειδίου.

   Εν τη δεινοτάτη ταύτη θέσει ευρεθείς ό Περικλής, ο ηγέτης του δημοκρατικού κόμματος, δεν εφυγάδευσεν, ως ευκόλως ηδύνατο, την υπόδικον εκ σεβασμού προς τους νόμους, καίτοι οι πολέμιοι εξήγησαν, ότι καί τούτο έπραξεν, ίνα μή χωρισθή αυτής. Ωδήγησε την Ασπασίαν εις το εδώλιον της κατηγορουμένης καί παρ’ αυτή, λαβών την θέσιν του συνηγόρου, εχρησιμοποίησε την κεραυνοβόλον ευγλωττίαν του, όπως πατάξη τους συκοφάντας καί απαλλάξη την κατηγορουμένην εκ της καταδίκης. Επεθύμει, φαίνεται, εν δημοσία συνεδριάσει να καθάρη το μέτωπον της φίλης του εκ του στυγερού στίγματος, όπερ επειράθησαν να τή προσάψωσιν οι αμείλικτοι αντίπαλοί του.

    Ο κίνδυνος ήτο μέγας, διότι η καταδίκη εκείνης, επί τοιούτω μάλιστα βδελυρώ εγκλήματι, βεβαίως ήθελεν είσθαι καί η ηθική καταδίκη του ιδίου.

   Απαραλλάκτως μετά ένα περίπου αιώνα ο μακεοονίζων Αισχίνης έν τή κατά του Κτησιφώντος δίκη έμμέσως κατεδίωκεν αύτόν τόν Δημοσθένη, αυτοπροσώπως αναγκασθέντα, τω 330 π.X., να συνηγορήση υπέρ του αθωωθέντος κατηγορουμένου, διά του «περί στεφάνου», κρατίστου πάντων των λόγων του.

   Οι λόγοι του Περικλεούς, οι πείθοντες καί συγκινούντες καί αυτούς τους λίθους, δεν ήρκεσαν. Προ του εσχάτου κινδύνου καί ικεσίας προς τους δικαστάς πολλάς απηύθυνεν ού μήν αλλά καί δάκρυα ουκ ολίγα έχυσεν — ως λέγει ο Αισχίνης — καίτοι δεν εσυνείθιζεν ούτε να μειδιή ούτε να κλαίη. Πρώτον ήδη εθεάθη δακρύων αναξίως εαυτού καί εξηυτελίσθη ένεκα της προς την ’Ασπασίαν λατρείας του, μετά τοσαύτης υπερβολής φανερώσας τό άλλως τόσω φυσικόν καί τόσω ανθρώπινον τής καρδίας πάθος. Τούτο σφόδρα εσχολιάσθη, διότι πάντοτε ήτο κύριος του χαρακτήρος του.

   Η ’Ασπασία ηθωώθη. ούχ ήττον πλήγματα τοιαύτα αλλεπάλληλα σπουδαίως εσάλευσαν την υψικάρηνον δρυν. Δεν την κατέρριψαν όμως.

 

 

 

   Τα αίτια του Πελοποννησιακού πολέμου είναι επαρκώς γνωστά, ιστορικώς εξηκριβωμένα καί αναμφισβήτητα, ιδίως έκ της αριστοτεχνικής συγγραφής του Θουκυδίδου, του υιού του Ολόρου.

   Καί όμως ουκ ολίγαι κακαί γλώσσαι των συγχρόνων διέδωκαν αναιδώς, ότι ζωηροί ’Αθηναίοι απήγον εις το άστυ ωραίαν Μεγαρίτιδα. οι δέ Μεγαρείς, αντεκδικούμενοι, ήρπασαν εκ του οίκου του Περικλέους δύο φίλας καί συνοίκους της ’Ασπασίας! Κατ’ αυτούς η αρπαγή δύο ιερειών της ’Αφροδίτης υπήρξεν η μόνη casus belli μεταξύ ’Αθηναίων καί Λακεδαιμονίων, προστατών των Μεγαρέων.

   Υπάρχει όμως καί άλλη διάδοσις, ής η ακρίβεια πάντοτε ημφισβητήθη, ότι τή προτάσει του Δρακοντίδου εξεδόθη ψήφισμα, δι’ ου ο Περικλής υπεχρεώθη να δώση λόγον της χρηματικής διαχειρίσεώς του.  Προς αποφυγήν δέ τούτου παρώξυνε τας ήδη τεταμένας σχέσεις μετά των αντιπάλων, καί έντεϋθεν επεταχύνθη ο Πελοποννησιακός πόλεμος.

   Τας φλυαρίας ταύτας των τότε αθηναϊκών καταγωγίων οι ποιηταί υιοθέτησαν. Ο δ’ Εύπολις διά τούτο αποκαλεί ειρωνικώς τήν ’Ασπασίαν καί Ελένην. Ατυχώς καί αυτός ο αληθώς επιφανής ’Αριστοφάνης εις τούς «Αχαρνής» του διά του Δικαιοπόλιδος, εξηγών τα αίτια του Πελοποννησιακού πολέμου λέγει :

«Σιμαίθαν τήν εταίραν εις τά Μέγαρα

κρασοπατέρες νέοι ήλθαν κ’ έκλεψαν

κ’ οί Μεγαρείς πονέσαντες, αντέκλεψαν

της ’Ασπασίας δύο εταιρίδια» .

 

 

 

 

   Τούς οφθαλμούς του μεγάλου ’Αθηναίου, άγοντος τότε, τω 429 π.X., το εξηκοστόν τέταρτον έτος της ήλικίας του, έκλεισε διά παντός η Μιλησία μετά του νομιμοποιηθέντος υιού των, Περικλέους του νεωτέρου.

   Αλλ’  η  ’Ασπασία τί εγένετο ;

  Η ’Ασπασία βραχύν χρόνον διετέλεσεν εν χηρεία, συζευχθείσα ολίγον χρόνον μετά τον θάνατον του Περικλέους μετ’ αγενούς μέν, πλουσίου δέ προβατοκαπήλου, του Λυσικλέους  [Πλουτάρχου, Περικλής, 24].

    Αλλ’ η  ’Ασπασία δεινώς ετιμωρήθη. Από της στιγμής του ταπεινού διαβήματός της πίπτει αύθις εις τοιαύτην αφάνειαν, ώστε η ιστορία δεν γνωρίζει πλέον ούτε πότε ούτε που απέθανεν εκείνη, ήτις άλλοτέ ποτε ήτο απανταχού σχεδόν το θέμα συζητήσεων και θαυμασμών.

 

 

  Γεώργιος Ν. Φιλάρετος

 

 

 

[ το κείμενο είναι επιλεγέν απόσπασμα από διάλεξη στον «Παρνασσό» στα 1901.

 Ο τίτλος της διάλεξης «Απασία η Ήρα του Ολυμπίου Περικλέους»

  Ολόκληρη η μελέτη δημοσιεύθηκε στην ετήσια περιοδική έκδοση «Ποικίλη Στοά» 1912.  ]

 

 

 

 

 

 

 

ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ

eleftherografos.blogspot.com

[ ανάρτηση 13 Απριλίου 2025 :  

Γεώργιος Φιλάρετος

« Ασπασία η Μιλησία »

απόσπασμα από διάλεξη 1901

δημοσίευση περ. «Ποικίλη Στοά» 1912

Αρχαιογνωσία ]

 

 

 

 

 

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ενδεικτική ξένη δισκογραφία της pop μουσικής του έτους 1969 ΜΟΥΣΙΚΗ

  Ενδεικτική ξένη δισκογραφία της pop μουσικής του έτους 1969 ΜΟΥΣΙΚΗ         discography 1969       1969 - δισκογ...