Κωνσταντίνος Χατζόπουλος
« Το όνειρο της Κλάρας »
διήγημα
δημοσίευση 1913
Εθνικόν Ημερολόγιον Κ. Σκόκου 1913
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Τόνειρο της Κλάρας
ΤΗΝ Κλάρα δεν την αγάπησε ποτέ κανείς. Πώς
είτανε τόσο άσκημη δεν ήθελε να τό πιστέψει κι’ ας τό φοβότανε. Ωστόσο δεν την
αγάπησε ποτέ κανείς και στις συντρόφισσές της, που φλυαρούσανε καθεμιά τούς
έρωτές της, έπρεπε να κάθεται να πλάθει καί να διηγάται κι’ αυτή φανταστικές
ιστορίες γιά νέους, πού την αγαπήσανε μιά φορά, καί γι’ άλλους, πού την
κυνηγούνε ακόμα. Πότε διηγότανε ρομαντικούς περίπατους μέσα στα δάση με τον
έναν, πότε ταξίδια με τις βάρκες καί τα βαποράκια στο ποτάμι καί στις λίμνες με
τον άλλον. Αυτά όλα γινόντανε τις Κυριακές, που η Κλάρα έμενε στο σπίτι καί
συντρόφεβε την άρρωστη μητέρα της ή έβγαινε το αποβραδίς στ’ απόμερα γιά ν’ ανασάνει
καί να πλάσει καλήτερα όξω στον αέρα τόνειρο, πού θα ιστορούσε την άλλη μέρα
στις συντρόφισσές της. Ο φίλος, που είχε τώρα, είταν ένας ξένος με μελαψή
θωριά, με μαύρα μάτια καί μαλλιά. Είτανε από μακρισμένον τόπο, από μιά χώρα,
όπου δεν πέφτει χιόνι ποτέ, όπου οι κάμποι χάνουνται στο άπειρο μάκρος σε πυρή
άχνα, τα δέντρα κρεμούνε προς τα κάτω τα κλαδιά, μέσα στα δάση ζούνε πουλιά
παράξενα καί τα λευκά, τα σιωπηλά παλάτια καθρεφτίζουνε τις κολώνες τους καί
τις κορφές στ’ ακίνητα κίτρινα νερά των ποταμιών. Οι συντρόφισσές της τεντώνανε
τα μάτια όταν η Κλάρα έλεγε πώς έχει κι’ ο φίλος της ένα παλάτι καί θα την
πάρει να πάνε κεί να ζήσουνε μαζί.
Κ’ η Κλάρα τόν περίμενε να’ ρθεί, όπως είχε
περιμείνει καί τους άλλους, πού δεν ήρθανε. Κ’ ένα βράδι, εκεί πού γύριζε στο
σπίτι της κ’ ένοιωσε ξαφνικά να την ακολουθούνε σιγά κι’ αργά σαν τα δικά της κάποια
πατήματα, υποψιάστηκε μην είναι κείνος αληθινά. Μά σά να της σταμάτησε άξαφνα το
αίμα, η καρδιά της χτυπούσε τόσο, πού δεν μπόρεσε να στρίψει πίσω να τονέ δει.
Μόνο σαν έφτασε στην πόρτα της και μπήκε μέσα, γύρισε κ’ έρριξε πίσω γλήγορη
ματιά και είδε αντίκρυ τα μάτια του, που λάμπανε κάτω από το φως του φαναριού.
Ανέβηκε βιαστικά τη σκάλα κ’ έτρεξε στο παράθυρο. Εκείνος στεκότανε ακίνητος
κοντά στο στύλο του φαναριού κ’ είχε τα μάτια καρφωμένα στο παράθυρό της.
Η Κλάρα δεν κοιμήθηκε ούτε κείνη τη νύχτα
ούτε την άλλη. Γιατί τα βήματα του αγνώστου την ξαναπήρανε κοντά καί το άλλο
βράδι· κι’ όταν ανέβηκε στο σπίτι, εκείνος ξαναστήθηκε σα στύλος αντίκρι στο
παράθυρο με τα μάτια γυρισμένα εκεί. Το τρίτο βράδι δέ βαστούσε άλλο η Κλάρα.
Φόρεσε πάλι το καπέλο της καί ξανακατέβηκε στο δρόμο. Κατέβηκε αποφασισμένη να
πάει ίσια στον άγνωστο, αθέλητα όμως τράβηξε ίσια στο δρόμο χωρίς να ξέρει πού
τραβά. Ο ένας δρόμος έβγαζε στον άλλον καί κείνος όξω στο μεγάλο πάρκο. Η Κλάρα
πέρασε το μέρος που είτανε γεμάτο φως καί κόσμο καί μπήκε σ’ έν’ από τα στενά
μονοπάτια, πού φιδωτά καί μισοφωτισμένα χανόντανε κάτω από τους μαύρους θόλους
των κλαριών. Χώθηκε μέσα σ’ αυτούς καί προχωρούσε. Πίσω της ένοιωθε να την
ακολουθούνε τα πατήματα του αγνώστου, αργά, σιγά σαν τα δικά της πάντα. Καί
προχωρούσε όσο πού έφτασε στο μέρος, όπου μιά λίμνη μισοκρυμένη κάτω από τα
δέντρα έκοβε το πάρκο. Άμα σταμάτησε, σταματήσανε καί τα βήματα κοντά της κι’ όταν
κάθησε στο κάθισμα, πού είτανε κεί στην άκρη του νερού, βρέθηκε καθισμένος σιμά
της κι’ ο άγνωστος. Ένα φανάρι, κρεμασμένο ανάμεσα στα δέντρα, της έφεξε καί κεί
να ξαναδεί την όψη του. Είτανε μελαψή, με μαύρα μάτια καί με μαύρα μακριά
μαλλιά. Είτανε κείνος.
Η Κλάρα τον κοίταζε αμίλητη κι’ ασάλευτη, σά
βυθισμένη σε όραμα. Δέντρα ψηλά, δέντρα κοντά, λιγνά, σκυφτά, γυρτόκλωνα,
δέντρα με φύλλ’ αριά, μακριά, λεπιδωτά, πολύχρωμα, παράξενα χρυσοφεγγίζανε σά
γνώριμα, σαν άγνωρα στη ρόδινη αντηλιά, η έκσταση των πλατιών κάμπων, πού
χάνουνται πέρα μακριά σε πυρά βάθη, ανοιγότανε γλαυκόλαμπη μπροστά της. Είχε
διαβάσει στα βιβλία γιά τα μέσαθε τα μάτια, πού κάποτε βλέπουνε πρωτήτερ’ από τα
πραματικά τα μάτια καί κοίταζε πάντα τον άγνωστο καί περίμενε να της μιλήσει
κι’ ονειρεβότανε καί λαχτάριζε να της μιλήσει γιά το μακρινόν τόν τόπο του, γιά
τα παράξενα πουλιά, που ζούνε στα δάση, γιά τα κίτρινα, τ’ ακίνητα νερά, που
καθρεφτίζουνε τα λευκά παλάτια. Μά ο άγνωστος δεν άνοιγε τα χείλη, παρά την
κοίταζε καί κείνος σιωπηλός κι’ ασάλευτος. Έτσι σιωπηλός όλο το βράδι εκείνο,
έτσι ασάλευτος καί τ’ άλλα βράδια στη σειρά, όταν η Κλάρα τον έσερνε κατόπι της
καί ρχόντανε καί καθίζανε κοντά κοντά στο ίδιο κάθισμα εκεί στην άκρη του
νερού.
Η Κλάρα τώρα δέ μιλούσε λόγο στις
συντρόφισσές της γιά την ιστορία αυτή. Έμενε σιωπηλή, συλλογισμένη όλη την
ήμέρα, σά να ονειρεβότανε καί να περίμενε μόνο να ’ρθεί το βράδι.
Τέλος, ένα βράδι σκοτινό καί σιωπηλό σαν όλα
τ’ άλλα, ένα βράδι πού σαν πάντα το φως του φαναριού έπεφτε στο πρόσωπο του αγνώστου
καί σερνότανε στα πόδια του και τρεμόπαιζε κιτρινωπό εκεί στην άκρη του νερού, η
Κλάρα σίμωσε πιό κοντά τον άγνωστο καί του έπιασε το χέρι.
Εκείνος δεν κουνήθηκε· την άφησε να το
κρατά, την κοίταξε στα μάτια καί τη ρώτησε :
«Πώς σέ λένε ; »
Η Κλάρα είπε τ’ όνομά της.
Κι’ ο άγνωστος κοιτάζοντάς την πάντα τής είπε
:
«Δέν είσαι σύ».
Η Κλάρα τέντωσε τα μάτια.
«Δέν είσαι σύ, τής μοιάζεις μόνο. Τής μοιάζεις
στην ασκημιά— »
Η Κλάρα έκαμε να τραβήξει το χέρι της, μά
εκείνος τό κράτησε.
« — Τα ίδια κρεμασμένα χείλη, τα ίδια τ’ αχαμνά,
τα κοκαλιάρικα τα μάγουλα, τα πεταμένα όξω. τα ίδια τα μικρά, τ’ άχρωμα,
τ’ άλαμπα τα μάτια, το ίδιο το καμπουριασμένο το κορμί. Είτανε η πιό άσκημη καί
κείνη απ’ όλες. Κανείς δεν την κοίταζε, κανείς δεν της μιλούσε, κανείς δεν την αγάπησε.
Οι άνθρωποι δεν μπορούνε να δούνε την ψυχή. Καί κείνη είχε καλή ψυχή. Δέ μίλησε
ποτέ, δέ γέλασε ποτέ με μένα εκείνη. Καθότανε μοναχή στην άκρη, μαζεμένη, καί
κοίταζε βουβή, σαν πάρδαλη από το κλουβί, τις άλλες, πού γελούσανε με μένα.
Εκείνη δεν έμοιαζε με αυτές, δεν ταίριαζε με αυτές, δεν ταίριαζε στον κόσμο.
Γι’ αύτό τή σκότωσα».
Η Κλάρα τινάχτηκε, μά ο άγνωστος δεν της
άφησε το χέρι.
«Την αγαπούσα καί τη σκότωσα», ξακολούθησε,
«μά μή φοβάσαι, εσέ δέ σ’ αγαπώ. Εσύ δεν είσαι κείνη, όπως φαντάστηκα σά σε είδα
πρώτη φορά. Νόμισα πώς πέρασε η ψυχή της σε σένα, πως αναστήθηκε σε σένα, πως
ξαναήρθε στη ζωή με σένα. Μά όχι, εσύ δεν είσαι κείνη. Εσύ τρέμεις. Εκείνη δεν
έτρεμε. Ξέπλεξε μόνη τα μαλλιά καί μου τά’δωσε στο χέρι. Μου τά’δωσε καί της τα
πέρασα γύρω στο λαιμό θηλιά, τράβηξα, έσφιξα τη θηλιά γερά καί τα μάτια της, τα
μικρά τα μάτια της ανοίξανε πλατιά στο χάος, τεντωθήκανε πόρτες ορθάνοιχτες στην
άβυσσο· σαν πλάκες σμάλτο ασπροφεγγίσανε τ’ άχρωμα τα μάτια, σαν αιμοστάλαχτα ρουμπίνια αστράψανε τ’ άλαμπα τα
μάτια. Τρόμαξα καί της σκέπασα το πρόσωπο. Έβλεπα μόνο το γυμνό κορμί. Παίζανε
φέγγη χλωμοκίτριν’, αχνορόδινα κι’ αυτού, πνιγόντανε ασπρογάλαζιες, πρασινωπές,
θαμπόχρυσες αναλαμπές. Πώς πνίγουνται μουντά μιά μέρα θαμπερή τα χρώματα στο
φίλντισι, πώς τρεμοφέγγει εκεί στα νερά το λειψό φεγγάρι, που τρυπά τους
κλάδους — έτσι έφεγγε μπροστά μου το γυμνό κορμί».
Η Κλάρα κοίταξε στη λίμνη, όπου έδειξε το
χέρι του. Τα νερά είτανε σκοτινά, φεγγάρι δέ φαινότανε· μόνο στην άκρη, εκεί
μπροστά, θαμπότρεμε η λάμψη του φαναριού κιτρινωπή.
«Γιατί τη σκότωσα γυμνή», ξακολούθησε ο
άγνωστος· γυμνώθηκε σαν είδε πώς την ήθελα γυμνή κ’ έπεσε στο κρεβάτι. Εσύ δέ
θέλεις, εσύ δέ λύνεις μόνη τα μαλλιά—».
Έφερε το χέρι του στο λαιμό της, σά να ήθελε
να της ξεθηλυκώσει την τραχηλιά.
Η Κλάρα ξανατινάχτηκε.
«Μήν τρομάζεις· δέ σέ θέλω εσένα», είπε ο
άγνωστος καί κατέβασε το χέρι. Εκείνη άφησε καί τη γύμνωσα κ’ έπεσ’ έτσι στο
κρεβάτι. Δέν τό μόλυνα. Σκέπασα τό γυμνό κορμί της, γιατί με τρόμαξε κι’ αύτό όπως
έφεγγε. Της φίλησα μόνο το χέρι, που κρεμότανε κάτω ασκέπαστο. Είτανε τόσο
μικρό, τόσο απαλό το χέρι της. Το δικό σου είναι άσκημο, δέν τό φιλώ. Τραχύ,
πλατύ, κακοπλασμένο. Δέν είσαι κείνη εσύ, δέν ξαναβγήκες από το κίτρινο νερό,
που πήγα καί τήν έρριξα γιά να μην της δει κανένας άλλος το γυμνό κορμί. Δεν
είσαι σύ. τής μοιάζεις μόνο. Εσύ δέ θέλεις να πεθάνεις, δέ θέλεις ν’ άγαπήσεις,
δεν μπορείς — ’Ή θέλεις ; Λέγε ! »
Έμεινε κρατώντας, σφίγγοντας δυνατά το χέρι
της.
Η Κλάρα έσκυψε το πρόσωπο. Δεν μπορούσε ν’ αντικρύζει
το δικό του, δέ βαστούσε να βλέπει τα μάτια του, που αστράφτανε μεγάλα, μαύρα,
κρύα κάτω από το κίτρινο το φως.
Σέ λίγο ένοιωσε πώς τως άφησε το χέρι κι’ όταν
τόλμησε καί ξανασήκωσε την όψη, ο άγνωστος είχε χαθεί.
Την άλλη μέρα, σά γύριζε το βράδι σπίτι της,
δεν άκουσε πίσω της τό βήμα του. Καί σά βγήκε στο παράθυρο, δέν τον είδε να
στέκει αντίκρι, να περιμένει. Περίμενε, περίμενε κι’ αυτή. δέ φάνηκε. Ύστερα
κατέβηκε στο δρόμο καί δίχως να το νοιώσει βρέθηκε στο πάρκο καθισμένη εκεί στην
άκρη του νεροΰ. Έμεινε ώρες μόνη, ασάλευτη, σκυφτή, βουβή. Ο άγνωστος δεν ήρθε.
Άμα όμως σηκώθηκε να φύγει καί μπήκε στο στενό σκοτινό μονοπάτι, τότε της
φάνηκε πως άκουσε να σβήνει σαν αποπίσω της, σαν από μακριά ή κοντά, ή σαν απομέσα
της μονάχα ένα μακρύ, τρικυμιστό, χαχανιστό άγριο γέλιο.
(Μόναχο, 1912)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ
[ ανάρτηση 12 Απριλίου 2025 :
Κωνσταντίνος
Χατζόπουλος
«
Το όνειρο της Κλάρας »
διήγημα
δημοσίευση
1913
Εθνικόν
Ημερολόγιον Κ. Σκόκου 1913
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου