Σάββατο 12 Απριλίου 2025

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος "Το όνειρο της Κλάρας" διήγημα δημοσίευση 1913 Εθνικόν Ημερολόγιον Κ. Σκόκου 1913 ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

 


Κωνσταντίνος Χατζόπουλος

« Το όνειρο της Κλάρας »

διήγημα

δημοσίευση 1913

Εθνικόν Ημερολόγιον Κ. Σκόκου 1913

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

 

 

 

 

Τόνειρο της Κλάρας

 

    ΤΗΝ Κλάρα δεν την αγάπησε ποτέ κανείς. Πώς είτανε τόσο άσκημη δεν ήθελε να τό πιστέψει κι’ ας τό φοβότανε. Ωστόσο δεν την αγάπησε ποτέ κανείς και στις συντρόφισσές της, που φλυαρούσανε καθεμιά τούς έρωτές της, έπρεπε να κάθεται να πλάθει καί να διηγάται κι’ αυτή φανταστικές ιστορίες γιά νέους, πού την αγαπήσανε μιά φορά, καί γι’ άλλους, πού την κυνηγούνε ακόμα. Πότε διηγότανε ρομαντικούς περίπατους μέσα στα δάση με τον έναν, πότε ταξίδια με τις βάρκες καί τα βαποράκια στο ποτάμι καί στις λίμνες με τον άλλον. Αυτά όλα γινόντανε τις Κυριακές, που η Κλάρα έμενε στο σπίτι καί συντρόφεβε την άρρωστη μητέρα της ή έβγαινε το αποβραδίς στ’ απόμερα γιά ν’ ανασάνει καί να πλάσει καλήτερα όξω στον αέρα τόνειρο, πού θα ιστορούσε την άλλη μέρα στις συντρόφισσές της. Ο φίλος, που είχε τώρα, είταν ένας ξένος με μελαψή θωριά, με μαύρα μάτια καί μαλλιά. Είτανε από μακρισμένον τόπο, από μιά χώρα, όπου δεν πέφτει χιόνι ποτέ, όπου οι κάμποι χάνουνται στο άπειρο μάκρος σε πυρή άχνα, τα δέντρα κρεμούνε προς τα κάτω τα κλαδιά, μέσα στα δάση ζούνε πουλιά παράξενα καί τα λευκά, τα σιωπηλά παλάτια καθρεφτίζουνε τις κολώνες τους καί τις κορφές στ’ ακίνητα κίτρινα νερά των ποταμιών. Οι συντρόφισσές της τεντώνανε τα μάτια όταν η Κλάρα έλεγε πώς έχει κι’ ο φίλος της ένα παλάτι καί θα την πάρει να πάνε κεί να ζήσουνε μαζί.

    Κ’ η Κλάρα τόν περίμενε να’ ρθεί, όπως είχε περιμείνει καί τους άλλους, πού δεν ήρθανε. Κ’ ένα βράδι, εκεί πού γύριζε στο σπίτι της κ’ ένοιωσε ξαφνικά να την ακολουθούνε σιγά κι’ αργά σαν τα δικά της κάποια πατήματα, υποψιάστηκε μην είναι κείνος αληθινά. Μά σά να της σταμάτησε άξαφνα το αίμα, η καρδιά της χτυπούσε τόσο, πού δεν μπόρεσε να στρίψει πίσω να τονέ δει. Μόνο σαν έφτασε στην πόρτα της και μπήκε μέσα, γύρισε κ’ έρριξε πίσω γλήγορη ματιά και είδε αντίκρυ τα μάτια του, που λάμπανε κάτω από το φως του φαναριού. Ανέβηκε βιαστικά τη σκάλα κ’ έτρεξε στο παράθυρο. Εκείνος στεκότανε ακίνητος κοντά στο στύλο του φαναριού κ’ είχε τα μάτια καρφωμένα στο παράθυρό της.

   Η Κλάρα δεν κοιμήθηκε ούτε κείνη τη νύχτα ούτε την άλλη. Γιατί τα βήματα του αγνώστου την ξαναπήρανε κοντά καί το άλλο βράδι· κι’ όταν ανέβηκε στο σπίτι, εκείνος ξαναστήθηκε σα στύλος αντίκρι στο παράθυρο με τα μάτια γυρισμένα εκεί. Το τρίτο βράδι δέ βαστούσε άλλο η Κλάρα. Φόρεσε πάλι το καπέλο της καί ξανακατέβηκε στο δρόμο. Κατέβηκε αποφασισμένη να πάει ίσια στον άγνωστο, αθέλητα όμως τράβηξε ίσια στο δρόμο χωρίς να ξέρει πού τραβά. Ο ένας δρόμος έβγαζε στον άλλον καί κείνος όξω στο μεγάλο πάρκο. Η Κλάρα πέρασε το μέρος που είτανε γεμάτο φως καί κόσμο καί μπήκε σ’ έν’ από τα στενά μονοπάτια, πού φιδωτά καί μισοφωτισμένα χανόντανε κάτω από τους μαύρους θόλους των κλαριών. Χώθηκε μέσα σ’ αυτούς καί προχωρούσε. Πίσω της ένοιωθε να την ακολουθούνε τα πατήματα του αγνώστου, αργά, σιγά σαν τα δικά της πάντα. Καί προχωρούσε όσο πού έφτασε στο μέρος, όπου μιά λίμνη μισοκρυμένη κάτω από τα δέντρα έκοβε το πάρκο. Άμα σταμάτησε, σταματήσανε καί τα βήματα κοντά της κι’ όταν κάθησε στο κάθισμα, πού είτανε κεί στην άκρη του νερού, βρέθηκε καθισμένος σιμά της κι’ ο άγνωστος. Ένα φανάρι, κρεμασμένο ανάμεσα στα δέντρα, της έφεξε καί κεί να ξαναδεί την όψη του. Είτανε μελαψή, με μαύρα μάτια καί με μαύρα μακριά μαλλιά. Είτανε κείνος.

   Η Κλάρα τον κοίταζε αμίλητη κι’ ασάλευτη, σά βυθισμένη σε όραμα. Δέντρα ψηλά, δέντρα κοντά, λιγνά, σκυφτά, γυρτόκλωνα, δέντρα με φύλλ’ αριά, μακριά, λεπιδωτά, πολύχρωμα, παράξενα χρυσοφεγγίζανε σά γνώριμα, σαν άγνωρα στη ρόδινη αντηλιά, η έκσταση των πλατιών κάμπων, πού χάνουνται πέρα μακριά σε πυρά βάθη, ανοιγότανε γλαυκόλαμπη μπροστά της. Είχε διαβάσει στα βιβλία γιά τα μέσαθε τα μάτια, πού κάποτε βλέπουνε πρωτήτερ’ από τα πραματικά τα μάτια καί κοίταζε πάντα τον άγνωστο καί περίμενε να της μιλήσει κι’ ονειρεβότανε καί λαχτάριζε να της μιλήσει γιά το μακρινόν τόν τόπο του, γιά τα παράξενα πουλιά, που ζούνε στα δάση, γιά τα κίτρινα, τ’ ακίνητα νερά, που καθρεφτίζουνε τα λευκά παλάτια. Μά ο άγνωστος δεν άνοιγε τα χείλη, παρά την κοίταζε καί κείνος σιωπηλός κι’ ασάλευτος. Έτσι σιωπηλός όλο το βράδι εκείνο, έτσι ασάλευτος καί τ’ άλλα βράδια στη σειρά, όταν η Κλάρα τον έσερνε κατόπι της καί ρχόντανε καί καθίζανε κοντά κοντά στο ίδιο κάθισμα εκεί στην άκρη του νερού.

   Η Κλάρα τώρα δέ μιλούσε λόγο στις συντρόφισσές της γιά την ιστορία αυτή. Έμενε σιωπηλή, συλλογισμένη όλη την ήμέρα, σά να ονειρεβότανε καί να περίμενε μόνο να ’ρθεί το βράδι.

   Τέλος, ένα βράδι σκοτινό καί σιωπηλό σαν όλα τ’ άλλα, ένα βράδι πού σαν πάντα το φως του φαναριού έπεφτε στο πρόσωπο του αγνώστου καί σερνότανε στα πόδια του και τρεμόπαιζε κιτρινωπό εκεί στην άκρη του νερού, η Κλάρα σίμωσε πιό κοντά τον άγνωστο καί του έπιασε το χέρι.

   Εκείνος δεν κουνήθηκε· την άφησε να το κρατά, την κοίταξε στα μάτια καί τη ρώτησε :

   «Πώς σέ λένε ; »

   Η Κλάρα είπε τ’ όνομά της.

   Κι’ ο άγνωστος κοιτάζοντάς την πάντα τής είπε :

   «Δέν είσαι σύ».

   Η Κλάρα τέντωσε τα μάτια.

   «Δέν είσαι σύ, τής μοιάζεις μόνο. Τής μοιάζεις στην ασκημιά— »

   Η Κλάρα έκαμε να τραβήξει το χέρι της, μά εκείνος τό κράτησε.

   « — Τα ίδια κρεμασμένα χείλη, τα ίδια τ’ αχαμνά, τα κοκαλιάρικα τα μάγουλα, τα πεταμένα όξω. τα ίδια τα μικρά, τ’ άχρωμα, τ’ άλαμπα τα μάτια, το ίδιο το καμπουριασμένο το κορμί. Είτανε η πιό άσκημη καί κείνη απ’ όλες. Κανείς δεν την κοίταζε, κανείς δεν της μιλούσε, κανείς δεν την αγάπησε. Οι άνθρωποι δεν μπορούνε να δούνε την ψυχή. Καί κείνη είχε καλή ψυχή. Δέ μίλησε ποτέ, δέ γέλασε ποτέ με μένα εκείνη. Καθότανε μοναχή στην άκρη, μαζεμένη, καί κοίταζε βουβή, σαν πάρδαλη από το κλουβί, τις άλλες, πού γελούσανε με μένα. Εκείνη δεν έμοιαζε με αυτές, δεν ταίριαζε με αυτές, δεν ταίριαζε στον κόσμο. Γι’ αύτό τή σκότωσα».

   Η Κλάρα τινάχτηκε, μά ο άγνωστος δεν της άφησε το χέρι.

   «Την αγαπούσα καί τη σκότωσα», ξακολούθησε, «μά μή φοβάσαι, εσέ δέ σ’ αγαπώ. Εσύ δεν είσαι κείνη, όπως φαντάστηκα σά σε είδα πρώτη φορά. Νόμισα πώς πέρασε η ψυχή της σε σένα, πως αναστήθηκε σε σένα, πως ξαναήρθε στη ζωή με σένα. Μά όχι, εσύ δεν είσαι κείνη. Εσύ τρέμεις. Εκείνη δεν έτρεμε. Ξέπλεξε μόνη τα μαλλιά καί μου τά’δωσε στο χέρι. Μου τά’δωσε καί της τα πέρασα γύρω στο λαιμό θηλιά, τράβηξα, έσφιξα τη θηλιά γερά καί τα μάτια της, τα μικρά τα μάτια της ανοίξανε πλατιά στο χάος, τεντωθήκανε πόρτες ορθάνοιχτες στην άβυσσο· σαν πλάκες σμάλτο ασπροφεγγίσανε τ’ άχρωμα τα μάτια, σαν  αιμοστάλαχτα ρουμπίνια αστράψανε τ’ άλαμπα τα μάτια. Τρόμαξα καί της σκέπασα το πρόσωπο. Έβλεπα μόνο το γυμνό κορμί. Παίζανε φέγγη χλωμοκίτριν’, αχνορόδινα κι’ αυτού, πνιγόντανε ασπρογάλαζιες, πρασινωπές, θαμπόχρυσες αναλαμπές. Πώς πνίγουνται μουντά μιά μέρα θαμπερή τα χρώματα στο φίλντισι, πώς τρεμοφέγγει εκεί στα νερά το λειψό φεγγάρι, που τρυπά τους κλάδους — έτσι έφεγγε μπροστά μου το γυμνό κορμί».

   Η Κλάρα κοίταξε στη λίμνη, όπου έδειξε το χέρι του. Τα νερά είτανε σκοτινά, φεγγάρι δέ φαινότανε· μόνο στην άκρη, εκεί μπροστά, θαμπότρεμε η λάμψη του φαναριού κιτρινωπή.

   «Γιατί τη σκότωσα γυμνή», ξακολούθησε ο άγνωστος· γυμνώθηκε σαν είδε πώς την ήθελα γυμνή κ’ έπεσε στο κρεβάτι. Εσύ δέ θέλεις, εσύ δέ λύνεις μόνη τα μαλλιά—».

   Έφερε το χέρι του στο λαιμό της, σά να ήθελε να της ξεθηλυκώσει την τραχηλιά.

   Η Κλάρα ξανατινάχτηκε.

   «Μήν τρομάζεις· δέ σέ θέλω εσένα», είπε ο άγνωστος καί κατέβασε το χέρι. Εκείνη άφησε καί τη γύμνωσα κ’ έπεσ’ έτσι στο κρεβάτι. Δέν τό μόλυνα. Σκέπασα τό γυμνό κορμί της, γιατί με τρόμαξε κι’ αύτό όπως έφεγγε. Της φίλησα μόνο το χέρι, που κρεμότανε κάτω ασκέπαστο. Είτανε τόσο μικρό, τόσο απαλό το χέρι της. Το δικό σου είναι άσκημο, δέν τό φιλώ. Τραχύ, πλατύ, κακοπλασμένο. Δέν είσαι κείνη εσύ, δέν ξαναβγήκες από το κίτρινο νερό, που πήγα καί τήν έρριξα γιά να μην της δει κανένας άλλος το γυμνό κορμί. Δεν είσαι σύ. τής μοιάζεις μόνο. Εσύ δέ θέλεις να πεθάνεις, δέ θέλεις ν’ άγαπήσεις, δεν μπορείς — ’Ή θέλεις ; Λέγε ! »

   Έμεινε κρατώντας, σφίγγοντας δυνατά το χέρι της.

   Η Κλάρα έσκυψε το πρόσωπο. Δεν μπορούσε ν’ αντικρύζει το δικό του, δέ βαστούσε να βλέπει τα μάτια του, που αστράφτανε μεγάλα, μαύρα, κρύα κάτω από το κίτρινο το φως.

   Σέ λίγο ένοιωσε πώς τως άφησε το χέρι κι’ όταν τόλμησε καί ξανασήκωσε την όψη, ο άγνωστος είχε χαθεί.

   Την άλλη μέρα, σά γύριζε το βράδι σπίτι της, δεν άκουσε πίσω της τό βήμα του. Καί σά βγήκε στο παράθυρο, δέν τον είδε να στέκει αντίκρι, να περιμένει. Περίμενε, περίμενε κι’ αυτή. δέ φάνηκε. Ύστερα κατέβηκε στο δρόμο καί δίχως να το νοιώσει βρέθηκε στο πάρκο καθισμένη εκεί στην άκρη του νεροΰ. Έμεινε ώρες μόνη, ασάλευτη, σκυφτή, βουβή. Ο άγνωστος δεν ήρθε. Άμα όμως σηκώθηκε να φύγει καί μπήκε στο στενό σκοτινό μονοπάτι, τότε της φάνηκε πως άκουσε να σβήνει σαν αποπίσω της, σαν από μακριά ή κοντά, ή σαν απομέσα της μονάχα ένα μακρύ, τρικυμιστό, χαχανιστό άγριο γέλιο.

 

(Μόναχο, 1912)

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ  ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

 

 

 

 

 “The Dream of Clara”

Short story by Konstantinos Chatzopoulos

published in 1913
National Calendar of K. Skokos, 1913

 

 

    Clara was never loved by anyone. She was so ugly that she didn’t want to believe it, even though she feared it. Nevertheless, no one ever loved her, and when her companions, who would chatter on about their lovers, would tell stories, Clara had to sit and weave and tell her own fantastic tales about young men who had once loved her and others who were still chasing her. Sometimes she would tell stories of romantic walks through forests with one, sometimes of boat trips and ferries on rivers and lakes with another. These stories were told on Sundays when Clara stayed at home to keep her sick mother company or went out in the evening to breathe the fresh air and better craft the dream she would recount the next day to her companions. The friend she had now was a foreigner, with a dark appearance, black eyes, and black hair. He was from a distant land, a country where it never snows, where the plains stretch endlessly into a gray mist, the trees hang their branches low, and strange birds live in the forests. The white, silent palaces reflect their columns and spires in the still yellow waters of the rivers. Her companions would widen their eyes when Clara told them that her friend had a palace and would take her there to live with him.

   Clara waited for him to come, as she had waited for the others who never arrived. One evening, while walking home, she suddenly felt as if footsteps were following her slowly and softly, just like her own. She suspected that it might actually be him. But as if something had suddenly stopped her blood, her heart raced so fast that she couldn’t turn around to see him. Only when she reached her door and entered did she glance back quickly and saw his eyes glowing in the light of the streetlamp. She rushed up the stairs and ran to the window. He stood still by the lamppost, his eyes fixed on her window.

   Clara didn’t sleep that night or the next. The unknown footsteps returned again the following evening, and when she reached her house, he once more stood like a pillar by the lamppost, his eyes fixed there. On the third night, Clara could no longer hold herself back. She put on her hat and went down the street again. She walked, determined to go straight to the stranger, but by accident, she took a path she didn’t recognize, unknowingly heading toward the big park. Clara passed through the bright, crowded part of the park and entered one of the narrow paths, winding and dimly lit, which disappeared under the black canopy of the trees. She walked deeper into these paths, feeling the soft, slow footsteps of the stranger following her. She reached a place where a lake, half-hidden beneath the trees, cut through the park. As soon as she stopped, so did the footsteps, and when she sat on a bench at the water’s edge, the stranger sat beside her. A lamp hanging between the trees illuminated his face, and she could see his dark features—his black eyes and long black hair. It was him.

   Clara stared at him silently, motionless, as if lost in a vision. Tall trees, low trees, thin, drooping, twisted trees, trees with rare leaves, long and delicate, multicolored, all shone strangely in the rosy sunlight, just as the wide plains, fading into the distance, seemed to stretch forever. She had read in books about inner visions, where the eyes sometimes see things before the real eyes can. She kept gazing at the stranger, waiting for him to speak. She dreamed, longing to hear him speak about his distant land, about the strange birds living in the forests, about the still yellow waters that reflected the white palaces. But the stranger remained silent, looking at her, unmoving. And thus, he remained silent that night, and on all the following nights, when Clara would walk ahead of him, he would come, sit close to her, and wait by the same bench at the water’s edge.

   Clara no longer spoke to her companions about this story. She stayed silent, deep in thought all day, as though dreaming, waiting only for nightfall.

   Finally, one dark and silent night, just like all the others, when, as always, the light of the lamp fell upon the stranger’s face and stretched down to his feet, flickering yellow at the edge of the water, Clara moved closer to the stranger and took his hand. He did not move. He let her hold it, looked her in the eyes, and asked, "What is your name?"

   Clara told him her name.

And the stranger, still looking at her, said, "You are not her."

   Clara widened her eyes.

"You are not her," he repeated, "you only resemble her. You resemble her ugliness..."

   Clara tried to pull her hand away, but he held it fast.

   "— The same hanging lips, the same thin face, the same bony cheeks, jutting out. She was the ugliest of them all. No one looked at her, no one spoke to her, no one loved her. People cannot see the soul. And she had a good soul. She never spoke, never laughed with me. She sat alone at the edge, huddled, watching silently, like a leopard in a cage, while the others laughed with me. She didn’t belong with them. She didn’t belong in the world. That’s why I killed her."

   Clara recoiled, but the stranger held her hand tight.

   "I loved her, and I killed her," he continued. "But don’t be afraid, I don’t love you. You are not her, not the one I saw when I first saw you. I thought her soul passed into you, that she was resurrected in you, that she returned to life through you. But no, you are not her. You tremble. She didn’t tremble. She combed her hair alone and gave it to me in my hand. She gave it to me, and I wrapped it around her neck, tightened it, and pulled hard. Her eyes, those little eyes, opened wide in the abyss. Her colorless eyes gleamed like enamel plates, pale and open in the void. I was afraid and covered her face. All I saw was her naked body. It shimmered in pale yellow, faintly rosy, then drowned in soft blue and green, like muted colors fading on ivory, like the dim moonlight breaking through branches. That’s how her naked body shone before me."

   Clara looked at the lake, where the stranger pointed. The water was dark; no moon was visible. Only the faint yellow glow of the lamp shimmered at the edge.

    "Why did I kill her naked?" he went on. "She undressed when she saw how I wanted her naked, and she fell onto the bed. You don’t want to, you don’t unbraid your hair yourself—"

  He raised his hand toward her neck, as if to undo her collar.

   Clara recoiled again.

"Don’t be afraid. I don’t want you," the stranger said, lowering his hand. "I left her and undressed her, and she fell like that onto the bed. I didn’t violate her. I covered her body because it frightened me, too, the way it shone. I only kissed her hand, which hung uncovered. It was so small, so soft. Yours is ugly, I won’t kiss it. Rough, broad, badly shaped. You are not her. You didn’t come from the yellow water where I threw her so no one else would see her naked body. You are not her. You only resemble her. You don’t want to die, you don’t want to love. You can’t. Or do you? Tell me!"

   He stayed holding her hand, squeezing it tightly.

   Clara lowered her face. She couldn’t bear to look into his eyes, which gleamed large, black, and cold beneath the yellow light.

   A moment later, she felt his hand slip from hers, and when she dared to lift her face again, the stranger was gone.

   The next day, as she returned home in the evening, she did not hear his footsteps behind her. And when she looked out the window, she did not see him standing opposite, waiting. She waited. But he did not appear. Then she went down the street, and without realizing it, found herself sitting by the water in the park. She stayed there for hours, motionless, silent, hunched. The stranger did not come. But when she got up to leave and entered the narrow, dark path, she thought she heard, from behind her, far or near, or perhaps from within herself, a long, turbulent, mocking, wild laugh.

 

(Munich, 1912)
Konstantinos Chatzopoulos

 

 

 

 

 

ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ

eleftherografos.blogspot.com

[ ανάρτηση 12 Απριλίου 2025 :  

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος

« Το όνειρο της Κλάρας »

διήγημα

δημοσίευση 1913

Εθνικόν Ημερολόγιον Κ. Σκόκου 1913

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ]

 

 

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Όλα γύρω από τη Μαίρη σκηνογραφημένος πίνακας με σενάριο τεχνητή εικονοπλασία τεχνητή Ζωγραφική Εικαστικά

  Όλα γύρω από τη Μαίρη από ελληνική ταινία της δεκαετίας του ’60 σκηνογραφημένος πίνακας με σενάριο τεχνητή εικονοπλασία τεχνητή Ζω...