Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

Ritchie Blackmore άρθρο για την εικοσαετή πορεία του στη μουσική Smash Hits magazine March 1981 ΜΟΥΣΙΚΗ

 


Ritchie Blackmore

άρθρο του Chris Charlesworth

Smash Hits magazine March 1981

ΜΟΥΣΙΚΗ

 

 


The classic Deep Purple line-up of 1972:

(από αριστερά προς τα δεξιά:

  Όρθιοι:

Ritchie Blackmore (guitar)

Roger Glover (bass)

Ian Paice (drums)

  Καθήμενοι:

Ian Gillan (vocals)

Jon Lord (keyboards)

 

 

IT'S A MIGHTY LONG WAY DOWN

ROCK AND ROLL

AND RITCHIE BLACKMORE

HAS GOT THE SCARS TO PROVE IT.

CHRIS CHARLESWORTH

TRACES THE TWENTY YEAR CAREER

OF A SINGLE-MINDED MUSICIAN.

 

(απόδοση στα νέα Ελληνικά:

ΟΔΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ

του ΡΟΚ ΚΑΙ ΡΟΛ
και ο RITCHIE BLACKMORE
ΕΧΕΙ ΤΙΣ ΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙ.
Ο CHRIS CHARLESWORTH
ακολουθεί την εικοσαετή καριέρα
ενός μονοδιάστατου μουσικού.

 

 

Ritchie Blackmore

 

 

   FOR a guitarist who once trod the boards at the 2 I's coffee bar in London's Soho at the beginning of the 60's, Ritchie Blackmore shows no sign of flagging or giving in to middle age.

    His latest Rainbow line-up stand high in the charts with "I Surrender" and the band are busy rehearsing in New York for a US tour followed by British dates this summer.

  (απόδοση στα νέα Ελληνικά:

   Για έναν κιθαρίστα που κάποτε περπάτησε στην σκηνή του καφέ 2 I's στο Σόχο του Λονδίνου στις αρχές της δεκαετίας του '60, ο Ritchie Blackmore δεν δείχνει κανένα σημάδι κούρασης ή παραδοχής της μέσης ηλικίας.

   Η τελευταία σύνθεση των Rainbow βρίσκεται ψηλά στα τσαρτ με το "I Surrender" και το συγκρότημα είναι απασχολημένο με τις πρόβες στη Νέα Υόρκη για την περιοδεία τους στις ΗΠΑ, ακολουθούμενη από βρετανικές ημερομηνίες αυτό το καλοκαίρι. )

 

 

   As hardy and determined as he is temperamental and opinionated, Blackmore is one of the most technically competent guitarists Britain has ever produced. He's quite at home with the most complex musical arrangements, and just as comfortable performing classical pieces as he is on a rock stage where several thousand watts of amplified electric guitar answer the flick of his plectrum.

(απόδοση στα νέα Ελληνικά:

     Όσο ανθεκτικός και αποφασιστικός είναι, τόσο είναι και ιδιότροπος και με έντονη γνώμη. Ο Blackmore είναι ένας από τους πιο τεχνικά καταρτισμένους κιθαρίστες που έχει παράγει ποτέ η Βρετανία. Νιώθει άνετα με τα πιο σύνθετα μουσικά κομμάτια και εξίσου άνετος ερμηνεύοντας κλασικά έργα όσο και πάνω σε μια ροκ σκηνή, όπου χιλιάδες βατ ενισχυμένης ηλεκτρικής κιθάρας ανταποκρίνονται στην κίνηση του πλήκτρου του .)

 

    Ritchie's long career has been marked by a steadfast refusal to fall in with the fashionable trends of the day. This, coupled with his occasionally arrogant attitude to both the press and paying customer — only last year his refusal to do an encore at Wembley started a minor riot — is why he has never enjoyed the critical acclaim bestowed on other guitar heroes like Clapton, Page and Townshend, most of whom would tip their professional hats to Ritchie's expertise.

( απόδοση στα νέα Ελληνικά:

   Η μακρά καριέρα του Ritchie έχει σημαδευτεί από μια σταθερή άρνηση να ακολουθήσει τις επικρατούσες μόδες της εποχής. Αυτό, σε συνδυασμό με την περιστασιακή του αλαζονική στάση τόσο απέναντι στον τύπο όσο και στους πληρωμένους πελάτες — μόλις πέρυσι η άρνησή του να κάνει encore στο Wembley προκάλεσε μια μικρή αναταραχή — είναι ο λόγος που δεν έχει απολαύσει την κριτική αναγνώριση που έχουν λάβει άλλοι ήρωες της κιθάρας όπως ο Clapton, ο Page και ο Townshend, οι περισσότεροι από τους οποίους θα έβγαζαν το επαγγελματικό τους καπέλο μπροστά στην τεχνική του Ritchie. )

 

    Ritchie, on the other hand, is not one for complimenting the competition; modesty has never been his style. The only other guitarist he has ever really looked up to was Jimi Hendrix, although he has been known to nod an appreciative head towards country picker Albert Lee and veteran session man Big Jim Sullivan.

( απόδοση στα νέα Ελληνικά:

   Ο Ritchie, από την άλλη, δεν είναι ο τύπος που θα κάνει κομπλιμέντα στον ανταγωνισμό· η ταπεινότητα ποτέ δεν ήταν το στυλ του. Ο μόνος άλλος κιθαρίστας που πραγματικά έχει θαυμάσει ήταν ο Jimi Hendrix, αν και είναι γνωστό ότι έχει δείξει την εκτίμησή του προς τον country picker Albert Lee και τον βετεράνο session μουσικό Big Jim Sullivan. )

 

   BORN in Weston-super-Mare on April 14, 1945, Ritchie moved to Heston at the age of two and took up guitar at an early age. Jim Sullivan, a neighbour, gave him lessons and by the time he was 16, Ritchie was humping his £15 guitar along the London tubes to appear with the 2 I's Junior Skiffle Group at the Soho coffee bar.

( απόδοση στα νέα Ελληνικά:

   ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ στο Weston-super-Mare στις 14 Απριλίου 1945, ο Ritchie μετακόμισε στο Heston σε ηλικία δύο ετών και άρχισε να παίζει κιθάρα από πολύ μικρός. Ο Jim Sullivan, ένας γείτονας, του έδινε μαθήματα και μέχρι την ηλικία των 16, ο Ritchie κουβαλούσε την κιθάρα του αξίας 15 λιρών στα τρένα του Λονδίνου για να εμφανιστεί με την 2 I's Junior Skiffle Group στο καφέ του Σόχο. )

 

    His skills were developed in a serious way during the first half of the sixties with a number of pioneering rock and roll outfits. Like many famous British musicians he passed through the hands of Screaming Lord Sutch & The Savages, an extravagant ensemble led by Britain's first great rock eccentric, David Sutch. (He wasn't a lord, of course, but he'd do anything for publicity, including standing for Parliament!)

(απόδοση στα νέα Ελληνικά:

   Οι δεξιότητές του αναπτύχθηκαν με σοβαρό τρόπο κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του '60, με μια σειρά από πρωτοπόρα ροκ και ρολ συγκροτήματα. Όπως πολλοί διάσημοι Βρετανοί μουσικοί, πέρασε από τα χέρια του Screaming Lord Sutch & The Savages, ενός εκκεντρικού συνόλου που ηγείτο από τον πρώτο μεγάλο ροκ εκκεντρικό της Βρετανίας, τον David Sutch. (Φυσικά δεν ήταν λόρδος, αλλά έκανε τα πάντα για δημοσιότητα, ακόμα και να κατέβει υποψήφιος για το Κοινοβούλιο!)

 

   Then there were The Outlaws, whose lead singer Mike Berry was back in the charts last year (as was their bass player Chas Hodges, now half of Chas And Dave), and finally Neil Christian & The Crusaders, whose original guitarist was Led Zeppelin's Jimmy Page. (For further details of this particular era, seek out Pete Frame's excellent book of "Rock Family Trees" (Omnibus).)

  (απόδοση στα νέα Ελληνικά:

   Μετά ακολούθησαν οι The Outlaws, των οποίων ο τραγουδιστής Mike Berry βρέθηκε ξανά στα τσαρτ πέρυσι (όπως και ο μπασσίστας τους Chas Hodges, ο οποίος τώρα αποτελεί το ήμισυ των Chas And Dave), και τέλος οι Neil Christian & The Crusaders, των οποίων ο αρχικός κιθαρίστας ήταν ο Jimmy Page των Led Zeppelin. (Για περισσότερες λεπτομέρειες από αυτή την εποχή, αναζητήστε το εξαιρετικό βιβλίο του Pete Frame "Rock Family Trees" (Omnibus).)

 

 

   All these pre-Beatlemania groups — and others — played an important but largely unrecognised role in the development of British rock. By and large they were interchangeable bands made up of session players who needed a performing outlet to let off steam. And let off steam they certainly did!

  (απόδοση στα νέα Ελληνικά:

   Όλα αυτά τα συγκροτήματα της εποχής  της προ-Beatlemania — και άλλοι — έπαιξαν έναν σημαντικό αλλά σε μεγάλο βαθμό παραγνωρισμένο ρόλο στην ανάπτυξη της βρετανικής ροκ. Κατά κύριο λόγο, ήταν συγκροτήματα που μπορούσαν να αλλάζουν μέλη, αποτελούμενα από session μουσικούς που χρειαζόντουσαν μια διέξοδο για να εκτονώσουν την ενέργειά τους. Και σίγουρα την εκτόνωσαν!)

 

   The Outlaws, for instance, earned a fearsome reputation for misconduct wherever they went. Amongst their favourite pastimes was the lobbing of flour bombs from the band's van as they drove through crowded shopping centres, and Ritchie, by all accounts, was a crack shot.

  (απόδοση στα νέα Ελληνικά:

    Οι The Outlaws, για παράδειγμα, απέκτησαν μια τρομακτική φήμη για την προβληματική συμπεριφορά τους όπου κι αν πήγαιναν. Ένα από τα αγαπημένα τους χόμπι ήταν το ρίξιμο βομβών αλευριού από το βαν του συγκροτήματος καθώς οδηγούσαν μέσα από γεμάτα εμπορικά κέντρα, και ο Ritchie, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, ήταν εξαιρετικός σκοπευτής.)

 

   But because none of these bands ever enjoyed any real chart success, they relied on constant live work and took on gig schedules that would make the average 1981 band come over all faint.

  (απόδοση στα νέα Ελληνικά:

    Αλλά επειδή κανένα από αυτά τα συγκροτήματα δεν είχε ποτέ πραγματική επιτυχία στα τσαρτ, εξαρτιόνταν από συνεχή ζωντανές εμφανίσεις και ακολουθούσαν προγράμματα συναυλιών που θα έκαναν οποιοδήποτε μέσο συγκρότημα του 1981 να λιποθυμήσει από την κούραση. )

 

   Hamburg was a favourite stomping ground (it was here that The Beatles cut their musical teeth) and when one particular Crusaders line-up ended a tour in the German seaport, Ritchie stayed over for a year, settling down with a German wife and supporting himself by playing sessions.

  (απόδοση στα νέα Ελληνικά:

   Το Αμβούργο ήταν το αγαπημένο μέρος (εδώ οι Beatles ξεκίνησαν την μουσική τους πορεία) και όταν μια συγκεκριμένη σύνθεση των Crusaders ολοκλήρωσε μια περιοδεία στο γερμανικό λιμάνι, ο Ritchie παρέμεινε εκεί για έναν χρόνο, εγκαταστάθηκε με μια Γερμανίδα σύζυγο και υποστήριξε τον εαυτό του παίζοντας ως session μουσικός σε ηχογραφήσεις. )

 

 

    What brought him back to Britain in 1967 was a telegram inviting him to join a new band being put together at the time. He almost turned them down but changed his mind at the last minute, and that decision changed his life. The band was called Deep Purple.

  ( απόδοση στα νέα Ελληνικά:

    Αυτό που τον επανέφερε στη Βρετανία το 1967 ήταν ένα τηλεγράφημα που τον προσκαλούσε να ενταχθεί σε ένα νέο συγκρότημα που σχηματιζόταν εκείνη την περίοδο. Σχεδόν το αρνήθηκε, αλλά άλλαξε γνώμη την τελευταία στιγμή, και αυτή η απόφαση άλλαξε τη ζωή του. Το συγκρότημα λεγόταν Deep Purple. )

 

 

   RIGHT FROM the start Deep Purple were a big money operation. Bankrolled by a couple of money men with no previous music business experience, the group went on to become one of the most popular and influential bands of all time, though it took them four years to make the breakthrough.

  ( απόδοση στα νέα Ελληνικά:

   Αμέσως από την αρχή, οι Deep Purple ήταν μια επιχείρηση μεγάλου κεφαλαίου. Χρηματοδοτούμενοι από δύο χρηματιστές χωρίς προηγούμενη εμπειρία στον μουσικό κόσμο, το συγκρότημα κατέληξε να γίνει ένα από τα πιο δημοφιλή και επιδραστικά συγκροτήματα όλων των εποχών, αν και τους πήρε τέσσερα χρόνια για να φθάσουν στη μεγάλη διάκριση. )

 

 

 

   An early, vaguely psychedelic line-up had a big U.S. hit with the poppy "Hush" but then split up after a year, leaving Ritchie, keyboard man Jon Lord and drummer Ian Paice to find a new lead singer and bass player. Ian Gillan and Roger Glover (the latter is with Rainbow today) arrived from a pop/cabaret band called Episode Six and the classic Purple line-up was completed.

  ( απόδοση στα νέα Ελληνικά:

   Μια πρώιμη, αχνά ψυχεδελική σύνθεση, με τον Rod Evans (φωνή) και Nick Sniper (μπάσσο), είχε μεγάλη επιτυχία στις ΗΠΑ με το πιο pop "Hush" (1968), αλλά στη συνέχεια διαλύθηκε μετά από ένα χρόνο, αφήνοντας τον Ritchie, τον κημπορντίστα Jon Lord και τον ντράμερ Ian Paice να βρουν έναν νέο τραγουδιστή και μπασσίστα. Ο Ian Gillan και ο Roger Glover (ο Glover είναι σήμερα με τους Rainbow) ήρθαν από ένα pop/cabaret συγκρότημα που λεγόταν Episode Six και η κλασσική σύνθεση των Purple ολοκληρώθηκε. )

 

 

 

   Ritchie's instinct for a memorable riff brought forth a string of distinctive crowd pleasers like "Smoke On The Water" and "Child In Time" and four years of relentless touring turned them into superstars. In 1972 their American record company, the giant Warner Brothers corporate, sold more records by Deep Purple than by any other artist.

  ( απόδοση στα νέα Ελληνικά:

   Το ένστικτο του Ritchie για έναν αξέχαστο ρυθμό (riff) οδήγησε στη δημιουργία μιας σειράς από χαρακτηριστικά τραγούδια που κατέκτησαν το κοινό, όπως το "Smoke On The Water" και το "Child In Time", και τέσσερα χρόνια αδιάκοπης περιοδείας τους μετέτρεψαν σε σούπερ σταρ. Το 1972, η αμερικανική δισκογραφική τους εταιρεία, η γιγαντιαία Warner Brothers, πούλησε περισσότερους δίσκους των Deep Purple απ' ό,τι από οποιονδήποτε άλλο καλλιτέχνη. )

 

 

   It was shortly after the release of their breakthrough "In Rock" album that Deep Purple played the Plumpton Festival of 1970. Sandwiched between Black Sabbath and Yes, the band were anxious to make a lasting impression and Ritchie closed the evening's set by pouring petrol over a stack of speakers and setting the whole lot alight while playing two guitars at once. The organisers of the festival — and Yes — were not amused.

 ( απόδοση στα νέα Ελληνικά:

    Λίγο μετά την κυκλοφορία του καθοριστικού τους άλμπουμ "In Rock", οι Deep Purple έπαιξαν στο Plumpton Festival του 1970. Το συγκρότημα, ανάμεσα στους Black Sabbath και τους Yes, ήθελε να κάνει μια διαρκή εντύπωση και ο Ritchie έκλεισε το σετ της βραδιάς ρίχνοντας βενζίνη πάνω σε μια στοίβα από ηχεία και βάζοντας φωτιά σε όλα αυτά, ενώ έπαιζε δύο κιθάρες ταυτόχρονα. Οι διοργανωτές του φεστιβάλ — και οι Yes — δεν το εκτίμησαν καθόλου.)

 

 

   Successful they may have been but stable they weren't. In their eight year career there were ten personnel changes and rumours of internal friction were always rife, most of them sparked off by Ritchie's undiplomatic mouthings during interviews.

 (  απόδοση στα νέα Ελληνικά:

    Επιτυχημένοι μπορεί να ήταν οι Deep Purple, αλλά σταθεροί σίγουρα δεν ήταν. Στην οκταετή καριέρα τους υπήρξαν δέκα αλλαγές στη σύνθεση του συγκροτήματος και οι φήμες για εσωτερικές τριβές ήταν πάντα έντονες, οι περισσότερες από αυτές προκαλούνταν από τις αδιάκριτες δηλώσεις του Ritchie σε συνεντεύξεις.)

 

   It was no secret, for instance, that before Bad Company formed Ritchie harboured a keen desire to form a group with vocalist Paul Rodgers of Free. Rodgers, Ritchie once told me, was his ideal front man, but the singer turned down Ritchie's invitation to join Purple when Ian Gillan quit in June 1973.

  ( απόδοση στα νέα Ελληνικά:

   Δεν ήταν μυστικό, για παράδειγμα, ότι πριν από τη δημιουργία των Bad Company, ο Ritchie είχε μεγάλη επιθυμία να σχηματίσει ένα συγκρότημα με τον τραγουδιστή Paul Rodgers των Free. Ο Rodgers, όπως μου είχε πει κάποτε ο Ritchie, ήταν το ιδανικό του frontman, αλλά ο τραγουδιστής αρνήθηκε την πρόσκληση του Ritchie να ενταχθεί στους Purple, όταν ο Ian Gillan εγκατέλειψε το συγκρότημα τον Ιούνιο του 1973.)

 

    Whatever differences existed between Blackmore and Gillan seem to have been settled now, but the relationship was certainly at a low ebb when the most successful Deep Purple line-up called it a day.

  ( απόδοση στα νέα Ελληνικά:

   Όποιες διαφορές και να υπήρχαν μεταξύ του Blackmore και του Gillan φαίνεται πως έχουν λυθεί πλέον, αλλά η σχέση τους ήταν σίγουρα σε πολύ χαμηλό σημείο όταν η πιο επιτυχημένη σύνθεση (line-up) των Deep Purple αποφάσισε να βάλει τέλος στη συνεργασία τους. )

 

 

    Ritchie, who by this time called the shots in most Deep Purple matters, threatened to quit unless a new bass player was found and the resulting shake-up introduced ex-Trapeze bassist Glen Hughes and unknown North Yorkshire singer David Coverdale into the Purple ranks.

 ( απόδοση στα νέα Ελληνικά:

    Ο Ritchie, ο οποίος μέχρι εκείνη την ώρα είχε τον πρώτο λόγο σε πολλές από τις υποθέσεις των Deep Purple, απείλησε να αποχωρήσει εκτός αν βρισκόταν νέος μπασσίστας, και η επακόλουθη αλλαγή έφερε τον πρώην μπασσίστα και τραγουδιστή των Trapeze, τον Glen Hughes, και τον άγνωστο τραγουδιστή από το Βόρειο Γιορκσάιρ, τον David Coverdale, στη σύνθεση των Purple. )

 

 

   Even so, there were times when the guitarist in black seemed to be playing with another group altogether as he stood, sectioned off to the right of the stage and lost in his thoughts, leaning back against the speaker cabinets and pounding out the Deep Purple riff catalogue night after night.

 ( απόδοση στα νέα Ελληνικά:

   Παρόλα αυτά, υπήρξαν στιγμές που ο κιθαρίστας με τα μαύρα (δηλαδή ο Ritchie Blackmore) έμοιαζε να παίζει με ένα τελείως διαφορετικό συγκρότημα, καθώς στεκόταν, απομονωμένος στα δεξιά της σκηνής και χαμένος στις σκέψεις του, γερμένος πίσω από τα ηχεία και παίζοντας ξανά και ξανά τον κατάλογο των riff των Deep Purple, τη μια νύχτα μετά την άλλη.)

 

 

    Still he hung on with the band for another two years, becoming increasingly frustrated while Hughes tried to steer the group in a funk direction. Hughes was certainly Coverdale's equal in the vocal department but his habit of lapsing into soul chants was strictly thumbs down as far as Ritchie was concerned.

 ( απόδοση στα νέα Ελληνικά:

   Παρόλα αυτά, ο Ritchie παρέμεινε με το συγκρότημα για άλλα δύο χρόνια, όλο και πιο απογοητευμένος, ενώ ο Glenn Hughes προσπαθούσε να κατευθύνει την μπάντα σε πιο φανκ κατεύθυνση. Ο Hughes ήταν σίγουρα ισάξιος του Coverdale στο τομέα των φωνητικών, αλλά η συνήθειά του να καταλήγει σε ψυχαγωγικά soul τραγούδια ήταν αυστηρά απορριπτέα για τον Ritchie.)

 

 

   Eventually the rocker in Blackmore rebelled and in May 1975 he quit the group to which he had contributed so much. A year later Deep Purple disbanded for good.

  ( απόδοση στα νέα Ελληνικά:

   Τελικά, ο ροκάς μέσα στον Blackmore επαναστάτησε και τον Μάιο του 1975 αποχώρησε από το συγκρότημα στο οποίο είχε προσφέρει τόσα πολλά. Ένα χρόνο αργότερα, οι Deep Purple διαλύθηκαν οριστικά.)

 

    IN HIS latter days with Deep Purple Ritchie had wanted — for reasons best known to himself — to record a Quatermass song called "Black Sheep Of The Family" but the rest of the group had vetoed the idea.

  ( απόδοση στα νέα Ελληνικά:

   Στις τελευταίες του μέρες με τους Deep Purple, ο Ρίτσι ήθελε — για λόγους που μόνο ο ίδιος γνώριζε — να ηχογραφήσει ένα τραγούδι των Quatermass με τίτλο "Black Sheep Of The Family", αλλά τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος είχαν απορρίψει την ιδέα.)

 

 

    Ritchie recorded the track anyway, using an American band called Elf, who'd been signed to Deep Purple's own Purple Records in the UK, and who were to form the basis of the first Rainbow band. They made one album but when I saw them in New York in late 1976 I was more impressed by the colossal lighting rig than by the band.

 ( απόδοση στα νέα Ελληνικά:

   Ο Ritchie ηχογράφησε το κομμάτι ούτως ή άλλως, χρησιμοποιώντας μια αμερικανική μπάντα που ονομαζόταν Elf, η οποία είχε υπογράψει με την Purple Records των Deep Purple στο Ηνωμένο Βασίλειο και που αργότερα θα αποτελούσε τη βάση για το πρώτο συγκρότημα των Rainbow. Έκαναν έναν δίσκο, αλλά όταν τους είδα στη Νέα Υόρκη στα τέλη του 1976, εντυπωσιάστηκα περισσότερο από τον κολοσσιαίο φωτιστικό εξοπλισμό παρά από το συγκρότημα.)

 

 

   Not surprisingly, since he was now in the driving seat (this was Ritchie Blackmore's Rainbow, after all!) he wasted no time in firing musicians who didn't meet his exacting demands or who otherwise failed to please their lord and master. During five years of Rainbow Ritchie has been the only constant factor. Fourteen personnel changes took care of the rest.

  ( απόδοση στα νέα Ελληνικά:

   Όπως ήταν αναμενόμενο, καθώς πλέον ήταν ο ηγέτης (ήταν, άλλωστε, οι Rainbow του Ρίτσι Μπλάκμορ!), δεν έχασε χρόνο να απολύσει μουσικούς που δεν πληρούσαν τις αυστηρές απαιτήσεις του ή που δεν κατάφερναν να ικανοποιήσουν τον "άρχοντα και αφέντη" τους. Κατά τη διάρκεια των πέντε χρόνων των Rainbow, ο Ritchie ήταν ο μόνος σταθερός παράγοντας. Δεκατέσσερις αλλαγές μελών φρόντισαν για τα υπόλοιπα.)

 

 


The fifth Rainbow line-up:

 ( η πέμπτη κατά σειράν σύνθεση των Rainbow) :

Ritchie Blackmore

Roger Glover

Don Airey

Cozy Powell

Graham Bonnet

 

    There have in fact been six different Rainbow line-ups and seven Rainbow albums, including the recent "Difficult To Cure".

  One line-up never recorded at all, yet the fifth — Ritchie Blackmore, Roger Glover, Cozy Powell, Graham Bonnett and Don Airey — seemed certain to outlast all previous incarnations.

   The success of "All Night Long" also suggested that, with the aid of Russ Ballard's songwriting, Ritchie had found a lucrative seam of heavy pop.

  ( απόδοση στα νέα Ελληνικά:

   Στην πραγματικότητα, υπήρξαν έξι διαφορετικές συνθέσεις των Rainbow και επτά άλμπουμ, συμπεριλαμβανομένου του πρόσφατου "Difficult To Cure".

   Μια σύνθεση του συγκροτήματος (line-up) δεν ηχογράφησε καθόλου, αλλά η πέμπτη — με τους Ritchie Blackmore, Roger Glover, Cozy Powell, Graham Bonnet και Don Airey — φαινόταν σίγουρο ότι θα διαρκούσε περισσότερο από όλες τις προηγούμενες εκδοχές.

   Η επιτυχία του "All Night Long" υπέδειξε επίσης ότι, με τη βοήθεια του Russ Ballard στη συγγραφή τραγουδιών, ο Ritchie είχε βρει μια κερδοφόρα κατεύθυνση για το heavy pop. )

 

   But it wasn't to be. The ever-amiable Cozy Powell, who had drummed for Ritchie since 1975, quit last autumn and vocalist Bonnett also packed his bags.

   The latest line-up now includes vocalist Joe Lynn Turner and drummer Bobby Rondinelli — perhaps more bendable people — but it's anyone guess how long they, or the others, will stay on board.

 ( απόδοση στα νέα Ελληνικά:

   Αλλά δεν επρόκειτο έτσι να παραμείνει. Ο πάντα ευχάριστος Cozy Powell, ο οποίος έπαιζε ντραμς για τον Ritchie από το 1975, αποχώρησε το περασμένο φθινόπωρο και ο τραγουδιστής Bonnet επίσης ετοίμασε τις βαλίτσες του.

   Η τελευταία σύνθεση περιλαμβάνει τώρα τον τραγουδιστή Joe Lynn Turner και τον ντράμερ Bobby Rondinelli — ίσως πιο ευέλικτους ανθρώπους — αλλά κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά πόσο θα παραμείνουν αυτοί, ή οι υπόλοιποι, στο συγκρότημα.)

 

 


H τρέχουσα σύνθεση των Rainbow

 

 

 

    IT'S BEEN a long hard road for Ritchie Blackmore, and the end isn't even in sight. My guess is that Ritchie's Rainbows will keep rising for a few more years until the man in black decides to turn his talents to less commercial solo albums.

 ( απόδοση στα νέα Ελληνικά:

    Έχει περάσει ένας μακρύς και δύσκολος δρόμος για τον Ritchie Blackmore, και το τέλος δεν φαίνεται καν στον ορίζοντα. Η εκτίμησή μου είναι ότι οι Rainbow του Ritchie θα συνεχίσουν να ανατέλλουν για μερικά ακόμα χρόνια, μέχρι που ο άνθρωπος με τα μαύρα θα αποφασίσει να στρέψει τα ταλέντα του σε λιγότερο εμπορικά σόλο άλμπουμ.)

 

   An outstanding guitar player with few outside interests, the hallmarks of Ritchie's long career have been his irritable temperament and his perfectionism in musicianship.

   (The guitars smashed on stage are almost always geriatrics or replicas; Ritchie has too much respect for craftsmanship.)

  ( απόδοση στα νέα Ελληνικά:

    Ένας εξαιρετικός κιθαρίστας με λίγα εξωτερικά ενδιαφέροντα, τα χαρακτηριστικά της μακρόχρονης καριέρας του Ritchie είναι ο εκρηκτικός του χαρακτήρας και  η τελειομανία του στη  μουσική.

   (Οι κιθάρες που σπάνε στη σκηνή είναι σχεδόν πάντα παλιές ή αντίγραφα· ο Ritchie τρέφει μεγάλο σεβασμό για την τέχνη της κατασκευής τους.)

 

   Over the years, Ritchie has shown a positive disinclination towards soul, ska, reggae, jazz or any other type of music apart from rock or classical. The man is a pure-bred heavy rocker. He may not be the most likeable character in the music business but he shows no signs of fading away.

  ( απόδοση στα νέα Ελληνικά:

   Με την πάροδο των χρόνων, ο Ritchie έχει δείξει μια έντονη αποστροφή προς τη soul, τη ska, τη reggae, την τζαζ ή οποιοδήποτε άλλο είδος μουσικής εκτός από το ροκ ή την κλασσική. Ο άνθρωπος είναι ένας γνήσιος heavy rocker. Ίσως να μην είναι ο πιο συμπαθής χαρακτήρας στον μουσικό κόσμο, αλλά δεν δείχνει κανένα σημάδι υποχώρησης. )

 

 

Smash Hits magazine, March 19-April 1, 1981, pp. 5-6.

 

 

 

 

ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ

eleftherografos.blogspot.com

[ ανάρτηση 7 Ιουνίου 2025 :  

Ritchie Blackmore

άρθρο του Chris Charlesworth

Smash Hits magazine March 1981

ΜΟΥΣΙΚΗ ]

 

 

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι κόρες του Λωτ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

  Οι κόρες του Λωτ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ       Hendrik Goltzius “Lot and his daughters” (1616)    Οι κόρες του Λωτ. Το αμφιλεγ...