Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2025

Μιχαήλ Λάμπρος "Το φάσμα του Διοκλέους" διήγημα 1869 ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

 


Μιχαήλ Λάμπρος

«Το φάσμα του Διοκλέους»

διήγημα 1869

δημοσίευση Καζαμίας του Κορομηλά 1869

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

 

 

 

 

 

 

«Το φάσμα του Διοκλέους»

 

 

   Εκατόν και τρία έτη είχον παρέλθει από της αλώσεως της Κορίνθου.

   Παντού μαρασμός. Εν τοιαύτη εποχή εν Αθήναις μεταξύ των διεφθαρμένων και κακούργων έζη πολίτης ήσυχος και καλός.

   Τοιούτος ήτον ο Διοκλής. Έχων αρκετά κτήματα εκ των προσόδων των οποίων έζη ανέτως διήγε βίον όλως αφανή. Κατοικών εν απομεμονωμένη οικία εντεύθεν των Μελιτίδων πυλών, παρά τον Κολυττόν, διήρχετο την ημέραν κεκλεισμένος εν αυτή αναγιγνώσκων τον Όμηρον και τον Ησίοδον. Περί το δήλυ εξερχόμενος της πόλεως μετέβαινεν εις τον κήπον του Ακαδήμου, όπου λείψανον της αρχαίας Πλατωνικής φιλοσοφίας Αντίολος ο Ασκαλωνίτης, ο αρχηγός της πέμπτης Ακαδημίας, εδίδασκεν ότι αι δόξαι των Στωϊκών ήσαν κατ’ ουσίαν σύμφωνοι ταις του Πλάτωνος.  

   Ο Διοκλής είχε αδελφόν Διόφαντον, μετριοτέρας μεν καταστάσεως αυτού αλλ’ όμως και αυτόν ανέτως ζώντα. Ο Διόφαντος απεβίωσε και αφήκε δύο υιούς, Κλεώνυμον πρεσβύτερον και Αγαθίαν νεώτερον, οίτινες καθώς και οι λοιποί των Αθηνών νέοι ήσαν διεφθαρμένοι και άσωτοι.

   Μόλις παρήλθον δύο ημέραι από του θανάτου του Διοφάντου και κώμοι και θαλίαι αντήχησαν εις τον οίκον του. Οι δύο αδελφοί μεθ’ ομίλου εταίρων έσπενδον εις τον Βάκχον. Εφεξής κώμοι διεδέχθησαν τους κώμους και συμπόσια τα συμπόσια. Αλλά ταύτα πάντα απήτουν αργύριον και όσω μεγάλη και αν ήτον η άλλως τε μετρία του πατρός ουσία ήθελεν εξαντληθή.

   Οι δύο αδελφοί συνεσκέπτοντο τί έπρεπε να πράξωσιν. Έβλεπον ότι αν ήθελον παύσει τον βίον, όν ήδη ήρχισαν, πάντες ήθελον τους εγκαταλείψει. Ο Κλεώνυμος τέλος απεφάσισεν όπως μεταβάς παρά του θείου του, του Διοκλέους, λάβη παρ’ αυτού αργύριον.

   Ο Διοκλής έσπευσε να δώση αργύριον εις τον Κλεώνυμον. Πλήν και το αργύριον τούτο κατεβροχθίσθη. Και ούτως ο Κλεώνυμος και ο Αγαθίας έμειναν άνευ χρημάτων. Άνευ χρημάτων !  

  Τί  να  πράξωσιν λοιπόν ;

  Δεν ήργησαν να αποφασίσωσι.

   Ο Κλεώνυμος και ο Αγαθίας ουδέν βλέποντες μέσον του να εκφύγωσιν από την απορίαν των, συνέλαβον εν τω νώ αποτρόπαιον και απαίσιον σχέδιον. Να μεταβώσι παρά τω θείω των και να τον δολοφονήσωσι. Αλλ’ ο φόνος θα ετελείονεν εν μιά στιγμή την ζωήν του θείου των, του Διοκλέους και ούτω δεν θα εμάνθανον πού ούτος κατείχε κεκρυμμένην την περιουσίαν του. Εχρειάζετο λοιπόν βάσανος και βάσανος αρκούσα ήν η πείνα και οι αλύσεις. Προς κατόρθωσιν του σχεδίου απητείτο να διαφθαρή διά χρημάτων ο Φρύξ δούλος του Διοκλέους, ο Καρίων. Το πράγμα ήτον ευκολώτατον και ο Καρίων επείσθη να συνεργασθή με τους δύο αδελφούς αντί μνάς.  ΄Αλλως το σχέδιον τούτο εβοήθει και το απόκεντρον της οικίας του Διοκλέους ήτις έκειτο εντεύθεν των Μελιτίδων πυλών, αίτινες δεν εσυχνάζοντο τότε πολύ.

   Οι δύο αδελφοί, Κλεώνυμος και Αγαθίας, έρχονται παρά τω Διοκλεί. Τον εύρον εξησθενημένον και ωχρόν. Η ασιτία και το βάρος των αλύσεων κατέβαλον τον την ηλικίαν προκεχωρημένον Διοκλέα. Οι δύο αδελφοί επέτεινον ερώτησιν να τοις υποδείξη πού έχει κεκρυμμένον αργύριον.

 – Ε! θείε, είπεν ο Αγαθίας, ειπέ μας πού έχεις κεκρυμμένον αργύριον και τα βάσανά σου τελειόνουσι.

 – Ουδαμού, προσέθηκεν ο Διοκλής.

 – Καλά, θείε. Τρεις έτεραι ημέραι πιστεύω να αρκέσωσιν όπως ενθυμηθής κάλλιον.

  Παρήλθον και αι τρεις ημέραι πλήν ότε οι αδελφοί επανήλθον ο Διοκλής ήτο νεκρός.

   Την νύκτα ώρυξαν τη συνεργεία του Καρίωνος λάκκον εν τω κήπω και εν αυτώ έθαψαν τον Διοκλέα, αντί ενταφίων μεταχειρισθέντες τας αλύσεις.

   Εν τούτοις εφρόντισαν όπως διαδώσωσιν ανά την πόλιν ότι ο Διοκλής ανεχώρησε διά Βυζάντιον, μετ’ ολίγον δε καιρόν ότι το πλοίον εναυάγησεν ουδαμού γνωστού γενομένου άν τις των επιβατών διεσώθη. Προσεποιήθησαν ότι εθλίβησαν, εξύρισαν επιμελώς το γένειον ως σημείον πένθους και ετέλεσαν τα απαιτούμενα νόμιμα. Ανακηρυχθέντες δε υπό του δικαστηρίου νόμιμοι του θείου των κληρονόμοι εφρόντισαν να ενοικιάσωσι την οικίαν εν ή κατώκει ο Διοκλής μή έχοντες την συνείδησιν ελευθέραν όπως αυτοί οικήσωσιν εν αυτή.

   Ευθύς παρουσιάσθη ευκαιρία ενοικιάσεως. Ο μέτοικος Πασίας, έμπορος σίτου, γνωρίζων τα εν τη οικία του Διοκλέους μεγάλα υπερώα χρήσιμα ως αποθήκας ενοικίασεν αυτήν. Διευθέτησε τα πάντα και μετέβη προς κατοικίαν. Αλλά την πρώτην ευθύς νύκτα, ο Πασίας κοιμώμενος εγείρεται έντρομος, ακούων κρότον αλύσεων και οξύν γογγυσμόν.

   Την επομένην πρωϊαν αναχωρεί της οικίας, διαδίδων ότι εν αυτή οικούσι φάσματα.

   Έκτοτε η οικία του Διοκλέους απήλαυε κακής φήμης. Οι δε δύο αδελφοί μή δυνάμενοι να την ενοικιάσωσιν ανήρτησαν προ της αυλείου θύρας πινακίδα με την επιγραφήν «πράσιμος», σημείων των πωλουμένων οικιών.  

 

   Κατά τούτον τον χρόνον ο φιλόσοφος Αθηνόδωρος εκ Ταρσού της Κιλικίας τοίς δόγμασι της Στοάς επόμενος αφίκετο εις Αθήνας εκ Ρώμης προερχόμενος. Εύπορος ών ήθελε να αγοράση οικίαν απομεμονωμένην, εν ή ζών αφανής να επιδοθή εις τας μελέτας του.

   Ο Κολυττός η πατρίς του Πλάτωνος και η κατοικία του Κίμωνος είλκυσε φυσικώ τω λόγω την προσοχήν του, και εκεί επεθύμει να κατοικήση. Η ου μακράν κειμένη οικία του Διοκλέους διήγειρε την περιέργειάν του διά της επί της θύρας της επιγραφής. Εζήτησε πληροφορίας από τινα γείτονα, πλήν ούτος αγρότης εύπιστος και χονδρός μη ηξεύρων καλά τί τρέχει εις την οικίαν αλλ’ ακούσαν παρ’ άλλων διηγουμένων,

 – Α, αυθέντη, είπε. το σπήτι τούτο έχει φαντάσματα. εις αυτό κάθηνται αι Εριννύες. Αμ’ ταις προάλλαις δεν έπνιξον τον καϋμένον τον Πασίαν;

 – Είς ποίον ανήκει;

 – Εις τον Διοκλή. Τώρα το έχουν οι ανεψιοί του, ο Κλεώνυμος και ο Αγαθίας.

   Ο Αθηνόδωρος δεν εφοβείτο. Είτε εκ περιεργείας είτε και εξ αδιαφορίας απεφάσισε να αγοράση την οικίαν ταύτην. Μετέβη παρά τοις δύο αδελφοίς και εσυμφώνησε μετ’ αυτών την αγοράν, εις τόσω ευτελεστέραν τιμήν όσω οι αδελφοί ουδεμίαν ελπίδα είχον ότι θα εξεποίουν αυτήν.

   Ηγόρασε πάντα τα χρειώδη ο Αθηνόδωρος και μετά δύο ημέρας αποκατέστη εις την οικίαν μετά δούλου, όν είχε φέρει εκ Ρώμης.

   Την πρώτην εσπέραν μόλις επήλθεν η νύξ έπεσεν επί της κλίνης του και εκοιμήθη. Αίφνης κρότος αλύσεων εξυπνά αυτόν. Απεκοιμήθη εκ νέου, αλλ’ ο κρότος των αλύσεων δεν έπαυσεν ειμή την πρωϊαν.

   Μόλις ο Αθηνόδωρος ηγέρθη της κλίνης του και βλέπει ενώπιόν του τρέμοντα τον Ρωμαίον δούλον του, όστις διηγείται αυτώ ότι περί μέσας νύκτας είδε φάσμα αλυσόδετον διερχόμενον τον κήπον. Ο Αθηνόδωρος έτι μάλλον πεισθείς εκ της διηγήσεως του δούλου του αποφασίζει όπως την νύκτα εκείνην εγρηγορήση.

   Επέστη η νύξ. Ο Αθηνόδωρος εξηπλωμένος επί του κλιντήρος αυτού ανεγίγνωσκεν. Ενώπιόν του ίστατο τράπεζα τρίπους και επ’ αυτής λύχνος δίμυξος αμυδρώ φωτί τον θάλαμον περιχρίων. Παρ’ αυτόν δε κλεψύδρα δεικνύουσα την πρόοδον των ωρών. Έξω επεκράτει άκρα σιγή. Σκότος βαθύ εκάλυπτε το άστυ.

   Εβδόμην της νυκτός ώραν εδείκνυεν η κλεψύδρα ότε αίφνης ακούεται κρότος αλύσεων και βήμα ελαφρόν εις τον πρόδομον. Ο Αθηνόδωρος εξακολουθεί την μελέτην του ως ουδέν να είχεν ακούσει. Η θύρα του θαλάμου ανοίγεται και προ της ουδού αυτής εμφανίζεται γέρων με πολιάν γενειάδα σύρων αλύσεις. Ο Αθηνόδωρος εγείρει την κεφαλήν… το φάσμα νεύει εις αυτόν να το ακολουθήση… Αποφασίζει να το ακολουθήση. Το φάσμα προπορεύεται, ανοίγει την θύραν του θαλάμου, εξέρχεται εις το περιστύλιον, διέρχεται την αυλήν, ωθεί την κηπαίαν θύραν, φθάνει εις τον κήπον και εκεί γίνεται άφαντον. Έκπληκτος ο Αθηνόδωρος σημειοί το μέρος εν ώ εξηφανίσθη το φάσμα και επανέρχεται εις τον θάλαμον.   

 

   Την πρωϊαν ευθύς ο Αθηνόδωρος σπεύδει εις τον άρχοντα βασιλέα, καταγγέλει τα συμβάντα και λέγει ότι πρέπει εις το υπ’ αυτού υποδειχθέν μέρος του κήπου να γίνη ανασκαφή. Πείθεται ο άρχων. γίνεται ανασκαφή εις το μέρος όπερ υπέδειξεν ο Αθηνόδωρος και – φρικτόν θέαμα – ανακαλύπτεται σκελετός με αλύσεις. Εις ποίον άρα γε ανήκει, σκέπτονται πάντες. Ο Αθηνόδωρος παριστά την μορφήν του εις αυτόν εμφανισθέντος φάσματος και πάντες πείθονται ότι ο σκελετός είναι ο του Διοκλέους, όστις φονευθείς υπ’ ατίμων δολοφόνων και μή λαβών εκδίκησιν περιήρχετο την νύκτα τον οίκον μέχρις ότου γνωσθή ο φόνος του.

   Ο άρχων βασιλεύς συνταράσσεται και επιλαμβάνεται των ανακρίσεων. Βαρείαι υποψίαι εγείρονται κατά των δύο αδελφών. Πάντες εγνώριζον ότι αυτοί σπαταλήσαντες την ουσίαν του πατρός προσέφυγον προς τον θείον, όστις δις ή τρις δώσας αυτοίς χρήματα επί τέλους ηρνήθη.

   Υποψίαι όμως δεν εστήριζον την κατηγορίαν. Αλλ’ ο Ζεύς επιβλέπει άνωθεν τους αθώους. Ο άρχων βασιλεύς καθό έχων δικαίωμα συλλαμβάνει τον δούλον του Διοκλέους, τον Καρίωνα, και βασανίσας αυτόν διά της στρέβλης μανθάνει παρ’ αυτού τα πάντα.

   Αι υποψίαι λοιπόν επραγματοποιήθησαν και οι δύο αδελφοί συλλαμβάνονται. Ευθύς κατά τον νόμον ο άρχων βασιλεύς εισάγει την δίκην ως ούσαν εκουσίου φόνου εις τον Άρειον Πάγον.

 

    Η δίκη ἐγένετο ἐν ὑπαίθρῳ. ὁ άρχων βασιλεὺς εἰσήγαγε τὴν υπόθεσιν, ὁ δὲ Ἀθηνόδωρος παρουσιάσθη ὡς κατήγορος. διηγήθη πάντα τὰ συμβάντα, ομόσας πρότερον ἐπὶ τῶν σφαγιασθέντων θυμάτων, καὶ εν ονόματι τῆς μιανθείσης πόλεως ἀπήτησεν τὴν καταδίκην τῶν δύο αδελφών.

    Οὕτοι οὐδὲν ἀπεκρίθησαν. Οἱ δικασταὶ προέβησαν εἰς τὴν ψηφοφορίαν καὶ μία κοινὴ εγένετο ἀπόφασις: «ὁ Κλεώνυμος καὶ ὁ Ἀγαθίας διὰ τὸ πρός τὴν πόλιν γενόμενον ἀγος να αποθάνωσι διὰ τοῦ κωνείου, ἡ περιουσία των νὰ δημευθῇ, ὁ τοῦ Διοκλέους σκελετός νά ταφῇ δημοσία δαπάνη καὶ ὁ δοῦλος Καρίων νὰ ὑποστεί τὸν δι’ ὀρύγματος θάνατον.»

    Τὴν επόμενην ἡμέραν δημοστελής  ἐτελέσθη ἡ κηδεία τοῦ Διοκλέους, ἐτάφη δὲ ἐν τω Κεραμεικῷ. Ἡ πόλις άπασα παρηκολούθη καὶ Ἀντίοχος ὁ Ἀσκαλωνίτης ἐξεφώνησεν ἐπὶ τοῦ τάφου του ἐπιτάφιον λόγον.

    Ὁ Ἀθηνόδωρος ἀνήγειρεν εἰς τὸν Διοκλέα λαμπρὸν ἐν τῷ Κεραμικῷ μνημείον εφ’ ού ἐπέγραψεν,

     Ἐστι δίκη ὀθαλμὸς ός τὰ πάνθ’ ὁρᾶ.

      Διοκλῆς Εὐκτήμονος Ἀθηναῖος.

 

 

                                ΜΙΧΑΗΛ  Π.  ΛΑΜΠΡΟΣ.

 

 

 

 



 



 

(αποσπάσματα από το διήγημα)

 

 

 

 

 

1869: Μιχαήλ Π. Λάμπρος, «Το φάσμα του Διοκλέους», (διήγημα) (δημοσίευση)

 Το διήγημα, (διήγημα πρωτότυπον όπως αυτοπροσδιορίζεται), του Μιχαήλ Π. Λάμπρου «Το φάσμα του Διοκλέους» δημοσιεύθηκε στην ετήσια περιοδική έκδοση «Καζαμίας του Κορομηλά διά το έτος 1869», Αθήνησι, 1869, σ. 170-178.

  Σε υποσημείωση αναγράφεται: «Το ιστορικόν του διηγήματος τούτου εύρηται παρά Πλινίω τω νεωτέρω εν Επιστολών VII, 27.»

  Η υπόθεση τοποθετείται στην Αθήνα, 103 χρόνια από της αλώσεως της Κορίνθου (και επιβολής της Ρωμαιοκρατίας στην αρχαία Ελλάδα).

  Το διήγημα αναφέρεται στον φόνο του Αθηναίου Διοκλή από τους δύο ανηψιούς του, τον Κλεώνυμο και τον Αγαθία. Το φάντασμα (φάσμα) του Διοκλέους εμφανίζεται στον φιλόσοφο Αθηνόδωρο εκ Ταρσού της Κιλικίας που ανήκε στο δόγμα της Στοάς και του υποδεικνύει τον λάκκο που δολοφονήθηκε από τους δύο ανηψιούς του με την σύμπραξη του δούλου του, του Καρίωνα.  

 

 

 

 

 

ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ

eleftherografos.blogspot.com

[ ανάρτηση 17 Δεκεμβρίου 2025 :  

Μιχαήλ Λάμπρος

«Το φάσμα του Διοκλέους»

διήγημα 1869

δημοσίευση Καζαμίας του Κορομηλά 1869

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ]

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μιχαήλ Λάμπρος "Το φάσμα του Διοκλέους" διήγημα 1869 ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

  Μιχαήλ Λάμπρος « Το φάσμα του Διοκλέους » διήγημα 1869 δημοσίευση Καζαμίας του Κορομηλά 1869 ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ             ...