Παρασκευή 8 Μαρτίου 2024

Αρσινόη Ταμπακοπούλου "Η σημαδεμένη" διήγημα δημοσίευση 1921 περ. "Ο Νουμάς" ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

 




Αρσινόη Ταμπακοπούλου

« Η σημαδεμένη »

διήγημα

δημοσίευση 1921

περ. « Ο Νουμάς »

 

 

 

 

 

    Η   ΣΗΜΑΔΕΜΕΝΗ

 

— Μωρή Αντρομέγααα!... Αντρομέγα... Μπά που κακό να σούρθει!... Μπά μωρέ παλιοκούτσαβλε, που απ' το θεό να τόβρεις!...Ακούς εκεί το βρωμοθήλυκο, εγώ να τσή φωνάζω κι αυτή να μου βγάνει τη γλώσσα τση; Ακούς εκεί η αχαήρευτη, σεβασμό στη νόννα τση, ακούς το βρωμοθήλυκο ;...

— Μά τί έχεις σιόρα Παναγιώταινα και φωνάζεις; Πάλι κείνη η αγγόνα σου ;...

— Πάλι, που να μην την έβρει το βράδι, πάλι ο παλιοκούτσαβλος ! Από την αυγίτσα του θεού δε μ' άφηκε σε ησυχία. Από τα χαράματα, μόλις ξύπνησε, άρχισε να χτυπάει από πάνου για να με ξυπνήσει, που κακό να τσ’ έρτει. Μινούτο δεν άφηκε να πάει χαμένο, που απ' το θεό νάν τόβρει ό,τι μου κάνει η κακούργα. Ώ γιέ, τί τραβάω... Θαν το πιστέψεις, σιόρα μου Γιακουμάκαινα, πως προχτές το σούρουπο πήγα νάλλάξω τη ντεμέλλα μου και βρήκα μια καρφίτσα, έτσι γιέ, ολόρτη, έτσι !... Και νάχεις και κείνη τη μάνα τση, που προκοπή να μη δει, να σου λέει «παιδί είναι· Αν δεν κάνει τα παιδιάτικά τση τώρα, πότε θαν τα κάνει;» Και το σπετάκολο είναι που στο ούλτιμο εγώ φταίω για ούλα, γιατί, λέει. την παίρνω με τάγριο... Ακούς εκεί, κοτζά μου κοπέλλα, δεκαπέντε χρονώνε, να θέλει καλοπιάσματα ;...

    Μ’ αυτά κι άλλα η σιόρα Παναγιώταινα έβριζε την αγγόνα της την Αντρομέγα, όπως τη φώναζε, και σαν απόκαμε να λέει κατάρες, μπήκε μές στο σπίτι με την ακατάπαυτη μουρμούρα της, συγύρισε την καμαρούλα της, που είτανε κάτω στο μετζάο, σκούπισε, τίναξε, έστρωσε το μεγάλο σιδερένιο διπλοκρέββατό της. που τόσες αναμνήσες της έφερνε για το συχωρεμένο της, έφερε ύστερα ένα γύρο τα μάτια και σα βεβαιώθηκε πως τίποτα δεν απόλειπε από το συγύρισμα, πήρε τη μοναχή καρέκλα που βρισκότανε μέσα στην κάμαρά της, το σκαρτσούνι της με την μπουστίνα της. και βγήκε όξω στην αυλή. Διάλεξε μια γωνιά με ήλιο, και στρώθηκε στο πλέξιμο, χωρίς διόλου ναπολείπει τη μουρμούρα της...

 

   Και, για να πούμε και την αλήθεια του Θεού, η σιόρα Παναγιώταινα, βρίζοντας και καταριώντας την αγγόνα της, δεν είχε άδικο.

   Πρώτα, όταν πρωτοκάτσαμε στο Αργοστόλι, θυμάμαι που τα σπίτια μας είτανε κολλητά, και κάθε μέρα δεν άκουγες τίποτα άλλο. παρά γκρίνιες, φωνές και κλάματα της Αντρομέγας. Kαi τότε ακόμα που είτανε παιδί πέντε χρόνωνε, σαν και μένα, και παίζανε μαζί, η χαρά της στα παιγνίδια είταν να σου κάνει πάντα κακό. Ποτέ δέ χρωστούσε να πει καλό λόγο ή να κάμει καλό. Τα παιδιά που θα τύχαινε να περάσουν εκείνη τη στιγμή, όλα τα πετροβολούσε, και τους γερόντονς όλους τους κοροΐδευε. Εμένα θα μου χαλούσε ό,τι παιγνίδι είχα, μ’ έδερνε, μου τραβούσε την κοτσίδα, και τις γιορτές μου χάλαε τα μπόκολα. Όταν δεν είχε τίποτα να κάνει, μούλεγε : «θα σε σκοτώσω», και παίζοντας με τα χώματα, μούλεγε πως μούφκιανε το λάκκο μου. Μεγαλώνοντας, μεγάλωναν και οι κακίες της. κι όταν έφτασα σε ηλικία που οπουδήποτε καταλαβαίνει κανείς τί επίδραση μπορεί νάχουν οί συναναστροφές, απόκοψα με μιας από δαύτη, και προσπαθούοα και στο δρόμο ακόμα, αν τύχαινε και την απαντούσα, να ξεφύγω.

   Όταν είταν μικρή, το κουτσό της πόδι δέ φαινότανε και πολύ - πολύ. Μά σαν έγινε πιά κοπέλλα κι αψήλωσε, κι αδύνατη καθώς είταν, με όλη της την κακία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο, είταν σωστό δαιμόνιο. Το ελάττωμά της αυτό την πεισμάτωνε πιο πολύ, και γινότανε περισσότερο κακή με τους άλλους. Κείνη όμως που τα τράβαγε όλα, είταν η νόννα της, η σιόρα Παναγιώταινα.

 

 

 

 

 

 

 

   Το αιώνιο παράπονο της σιόρας Παναγιώταινας είτανε πως ο γιός της ο Γεράσιμος δεν την άκουσε στην παντρειά του.

— Του τάλεγα η ψημένη, παιδάκι μου, του τάλεγα να μή την πάρει, μά που να μακούοει... Ποιος ξαίρει τί κάμωμα τούκανε η προκομένη... Τούλεγα, θα μετανιώσεις παιδάκι μου. Αυτή η κοπέλλα δεν είναι για τη φαμίλια μας. Ούλη η Πλάκα έχει να κάνει με τη γλώσσα τση. Έδετα τα λόγια μου; Του βγήκανε ούλα μπροστά. Είδες, γιε, τζόγιες; Είδες παιδιά πούκαμε ; Είδες φίντες ; Δεν αφίνοννε σπίτι αγύριστο για να μάθουνε νωβιτά να φουρνίρουνε ύστερες δώθε κείθε όπως θέλουνε. Ε, γιε, και να τσ’ είχα εγώ αυτούνες τση κοπέλλες ! Μαύρο πετσί θα τση έκανα από το ξύλο. Αμά τί, παιδάκι μου ; Εμείς οι προεστές ξαίρεις τί λέμε ; «Καλύτερα χαρά τσή γης παρά μπομπές του κόσμου». Αμά αυτούνες οι ντροπές που ξακουστήκανε ; Πάω εβδομήντα χρονώνε και τούτα τα πράματα άλλη βολά δεν τα ξανάειδα ! Καί μήγαρις μπορούσες να περιμένεις και τίποτσι καλύτερο από τον κούτσαβλο, θέ μου σχώρα με ;... Θειός σχωρέστηνε τη συχωρεμένη τη μάννα μου ! Έκανε πάντα το σταυρό της κ' έτσι έλεγε : «Ο Θεός να σε φυλάει από σημαδεμένο άνθρωπο !».

   Και τότενες που λες, παιδάκι μου, το Γεράσιμό μου, μου τονέ γυρέψανε ούλες οι αρχοντοπούλες τ' Αργοστολιού. Οι προξενήτρες δεν απολείπανε από το σπίτι μου. Μήγαρις δεν τόνε γύρεψε η κόρη τση Πολυζώαινας, η Χρυσούλα; Καλή της ώρα δέκα βολές! Πού ναν τακούσει όμως ο Μεμάς μου, που του φαινότανε πως άλλη νεράιδα από την Αγγέλικα δεν ύπαρχε σ’ ούλη τη χώρα. Πού τέτια τύχη, ναρχότανε μές στο σπίτι μου, η Χρυσούλα. Είχα αμαρτίες, βλέπεις, κ’ έπρεπε να τση πλερώσω ! Κείνα τα χέρια τση, παιδάκι μου, χρυσά είναι· ή η ομορφιά τση. Μην τηράς τώρα. Έπρεπε ναν την ήξαιρες κοπέλλα, που έλεγες, Θέ μου, δός μου δέκα μάτια να την κοιτάζω. Η κακομοίρα η μάννα τση, η Πολυζώαινα, στοχάστηκε πως δεν τη θέλει ο Μεμάς μου για το προικιό. Και τη στερνή βολά του μήνησε πως του δίνει ούλα όσα έχει. Και το σπίτι ακόμα που έχει στη Θηνιά με το αμπέλι. Μά έλα που ο γιόκας μου δεν ερχότανε σε λογαριασμό κανένα, ως που έμπλεξε για καλά με τη νύφη μου και γκαστρώθηκε σε κείνο το δαίμονα.

 

 

 

 

 

   Το επεισόδιο της ντεμέλλας με την ολόρτη καρφίτσα, που με τόση αγανάχτηοη η σιόρα Παναγιώταινα αστόρησε στην καλή γειτόνισσα, τη σιόρα Γιακουμάκαινα, και το πρόλαβε, ο δαίμονας η αγγόνα της η Αντρομέγα δεν έπαψε ούτε στιγμή να το συλλογίζεται και να βασανίζεται με ποιο τρόπο θαύρισκε την ευκαιρία που θα πραγματοποιούσε τον καταχθόνιο σκοπό της. Κ’ ένα πρωί, πάνε τώρα πέντ' έξη χρόνια, τσή τέσσερες του Φλεβάρη, ακούστηκε το σμπάρο στη γειτονιά, πως πέθανε άξαφνα η σιόρα Παναγιώταινα, η νόννα της Αντρομέγας. Οι γριούλες, οι φιλενάδες της συχωρεμένης, μαζωχτήκανε στο σπίτι που στάθηκε το ξαφνικό, για να παρηγορήσουν. Και τί να δούνε, γιέ, τί σπετάκολο είτανε κειό που γλέπανε με τα μάτια τους ; Η Αντρομέγα, η κακούργα αγγόνα της συχωρεμένης Παναγιώτας, εδάρθηκε και σκοτώθηκε απάνω στην πεθαμένη νόννα της !

   Μά η σιόρα Γιακουμάκαινα που είτανε κει, και στοχάστηκε πως εστάθηκε ετούτο το ξαφνικό, έκανε το σταυρό της και είπε στη διπλανή της την Αντριάνα:

— Τί να σου πω, σιόρα μου Αντριάνα, ή η συχωρεμένη είτανε παράξενη, ή ετούτο το κουτσοθήλυκο είναι δαίμονας. Το πίστευες πως η Αντρομέγα θάκανε εντούτο το κακό που πέθανε η νόννα της ; Και όμως, έδε τη ;!... Και κάνοντας το σταυρό της άλλη μιά φορά η σιόρα Γιακουμάκαινα, ψιθύρισε μοναχή της : «Φύλαγε με από τσου σημαδεμένους αφέντη μου Άγιε Γεράσιμε !»...

 

 

 

 

 

 

 

 


/ - 1.

 

 




/ - 2.

 

 

 



/ - 3.

 

 

 

 


/ - 4.


/ - 5.

 

 



/ - 6.





/ - 7.

 

(φωτογραφίες από τη δημοσίευση )

 

 

 

 

 

[ Το διήγημα της Αρσινόης Ταμπακοπούλου «Η Σημαδεμένη» δημοσιεύθηκε στο περ. «Ο Νουμάς», Αθήνα, Χρονιά ΙΗ΄, αριθ. 726 (φύλ. 10), Σάββατο 6 Μάρτη 1921, σ. 154-155.

     Το διήγημα φέρει χρόνο γραφής: Νοέμβρης 1915. ]

 

 

 

 

 

ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ

eleftherografos.blogspot.com

[ ανάρτηση 8 Μαρτίου 2024 :

Αρσινόη Ταμπακοπούλου

« Η σημαδεμένη »

διήγημα

δημοσίευση 1921

περ. « Ο Νουμάς »

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ]

 

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Viveca Lindfors Life magazine February 1949 Gallery of Stars Καλλονές Θεάματα Κινηματογραφικά

  Viveca Lindfors Life magazine February 1949 Gallery of Stars Καλλονές Θεάματα Κινηματογραφικά       Viveca Lindfors ...