Η γλώσσα των γυναικών
women’s
speech style
Robin Lakoff
Amalie Due Svedsen
Κοινωνιογλωσσολογία
Κοινωνική
Σκέψη
Εισαγωγή
στο «Γλώσσα και η Θέση της Γυναίκας» της Lakoff
Η Robin Tolmach Lakoff γεννήθηκε το 1942 και ήταν καθηγήτρια γλωσσολογίας στο
Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Μπέρκλεϋ. Το πιο διάσημο έργο της αφορούσε τη
γλώσσα των γυναικών, όπου υποστήριζε ότι η ομιλία των γυναικών μπορεί να
διακριθεί από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Η Lakoff ανέλυσε τις σχέσεις μεταξύ γλώσσας,
φύλου και εξουσίας στο βιβλίο της Language
and Women’s Place (1975, Harper & Row), στο οποίο διερευνά ποιος κατέχει την εξουσία και
πώς τη χρησιμοποιεί.
Υποστήριξε ότι η γλώσσα είναι θεμελιώδης
παράγοντας της έμφυλης ανισότητας και ότι συμβάλλει στην έλλειψη εξουσίας των
γυναικών σε δύο επίπεδα:
i) Η γλώσσα που
χρησιμοποιείται για τις γυναίκες
ii) Η γλώσσα που
χρησιμοποιούν οι γυναίκες.
Η Lakoff ισχυρίστηκε ότι ορισμένα
χαρακτηριστικά της γλώσσας των γυναικών δημιουργούν την εντύπωση ότι οι
γυναίκες είναι πιο αδύναμες και λιγότερο σίγουρες σε σύγκριση με τους άνδρες.
Χαρακτηριστικά
της γλώσσας των γυναικών:
/ - 1. Hedging - uncertainty and lack of authority e.g.
‘sort of’
/ - 1. Χρήση
επιφυλακτικών εκφράσεων (Hedging) – Δείχνουν αβεβαιότητα και έλλειψη εξουσίας, π.χ. «κάπως»
(sort of).
/ - 2. Super polite forms –
‘If you don’t mine please may you..’
/ - 2. Υπερβολικά ευγενικές φόρμες
(ομιλίας) – π.χ. «Αν
δεν σας πειράζει, θα μπορούσατε παρακαλώ να...»
/ - 3. Hypercorrect grammar and
pronunciation - e.g. women avoid ‘ain’t’ or double negatives
/ - 3. Απολύτως
ορθή γραμματική και σωστή προφορά – Οι γυναίκες αποφεύγουν τη χρήση μη τυπικών γραμματικών
μορφών, όπως το «ain’t» ή διπλά αρνητικά.
/ - 4. Tag questions – show
that women want approval from their utterances e.g. ‘I’m coming with you, all
right?’
/ - 4. Ερωτηματικές
ετικέτες [ερωτηματικές προσθήκες] (tag questions) – Δείχνουν ότι οι γυναίκες επιζητούν
επιβεβαίωση, π.χ. «Θα έρθω μαζί σου, εντάξει;»
/ - 5. Speaking in italics –
women use exaggerated intonation or stress for emphasis, expresses uncertainty
e.g. ‘I am very frustrated with you’
/ - 5. Ομιλία με
έμφαση (Speaking in italics) – Οι γυναίκες χρησιμοποιούν υπερβολικά επιτονισμό ή τονίζουν
για έμφαση, κάτι που εκφράζει αβεβαιότητα, π.χ. «Είμαι πολύ απογοητευμένη
μαζί σου».
/ - 6. Empty adjectives approval-
Lakoff claims that if a man uses these terms he appears more feminine as it
damages his masculine prestige e.g. ‘divine, lovely, adorable, delightful and
sweetie’
/ - 6. Χρήση κενών επιθέτων
έγκρισης – Η Lakoff ισχυρίζεται ότι αν ένας άνδρας χρησιμοποιήσει
τέτοιες λέξεις, τότε φαίνεται πιο θηλυπρεπής καθώς αυτό καταστρέφει το
ανδροπρεπές του γόητρο, π.χ. «θεϊκός (divine), υπέροχος (lovely), αξιαγάπητος (adorable), απολαυστικός (delightful), γλυκούλης (sweetie)».
/ - 7. Use of implication -
Lakoff claimed women use this because they do not feel the authority to give
orders e.g. ‘it’s cold in here, isn’t it’ instead of ‘shut the window’
/ - 7. Έμμεση
διατύπωση προτάσεων [χρήση υποδηλώσεων] (Use of implication) – H Lakoff υποστήριξε ότι οι γυναίκες το
χρησιμοποιούν αυτό επειδή δεν νιώθουν ότι έχουν την εξουσία να δώσουν άμεσες
εντολές, π.χ. «Έχει κρύο εδώ, έτσι δεν είναι;» αντί για «Κλείσε το
παράθυρο».
/ - 8. Special lexicon -
Lakoff states that such words are trivial and evidence of the fact that women
have been allowed control over unimportant things e.g. purple of blue women
would say ‘lilac’ or ‘violet’
/ - 8. Ειδικό
λεξιλόγιο (Special lexicon) – Η Lakoff θεωρεί ότι τέτοιες λέξεις είναι ασήμαντες και αποτελούν
απόδειξη του γεγονότος ότι οι γυναίκες έχουν περιοριστεί σε θέματα
δευτερεύουσας σημασίας, π.χ. αντί για «μπλε» θα πουν «λιλά» ή «βιολετί».
/ - 9. Question intonations in declarative
statements - women raise the pitch of their voice at the end of statements
expressing uncertainty e.g. ‘Dinner’s in half an hour?’
/ - 9. Ανιούσα
επιτονική καμπύλη σε καταφατικές προτάσεις [επιτονισμοί ερώτησης σε καταφατικές
προτάσεις] (Question intonations in declarative statements) – Οι γυναίκες ανεβάζουν τον τόνο της
φωνής τους στο τέλος μιας δήλωσης, εκφράζοντας αβεβαιότητα, π.χ. «Το δείπνο
είναι σε μισή ώρα;»
/ - 10. Sense of humour
lacking - Lakoff argued that women don’t joke as much or understand jokes.
/ - 10. Έλλειψη
αίσθησης του χιούμορ
– Η Lakoff υποστήριξε ότι οι γυναίκες δεν αστειεύονται τόσο συχνά ούτε
κατανοούν τα αστεία όσο οι άνδρες.
/ - 11. Speak less
frequently – men speak more often than women, proves women to be less certain
of themselves.
/ - 11. Μιλούν
λιγότερο συχνά – Οι
άνδρες μιλούν συχνότερα από τις γυναίκες, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι
γυναίκες είναι λιγότερο σίγουρες για τον εαυτό τους.
/ - 12. Indirect speech
- ‘Wow, I’m so thirsty’ instead of asking for a drink.
/ - 12. Έμμεσος
λόγος (Indirect speech) – π.χ. «Ωχ, διψάω πολύ» αντί να ζητήσουν ευθέως ένα ποτό.
/ - 13. Avoid coarse language of expletives
/ - 13. Αποφυγή χυδαίας γλώσσας και
βωμολοχιών.
/ - 14. Apologies -
‘I’m sorry, but I think that…
/ - 14. Υπερβολική
χρήση συγγνώμης (Apologies) – π.χ. «Συγγνώμη, αλλά νομίζω ότι...»
Αυτή η θεωρία της Lakoff αποτέλεσε αφετηρία
για περαιτέρω έρευνες στη γλώσσα και το φύλο, αν και έχει δεχτεί κριτική για τη
γενίκευση των γλωσσικών χαρακτηριστικών και την έλλειψη εμπειρικής απόδειξης.
(το ανωτέρω εισαγωγικό
κείμενο για το θέμα από ανυπόγραφο άρθρο στο διαδίκτυο )
Περιγραφική περίληψη του άρθρου της
Amalie Due Svendsen για τη γλώσσα των γυναικών
Το άρθρο της Amalie Due Svendsen «Lakoff and Women’s Language: A Critical Overview of the Empirical Evidence for Lakoff’s Thesis» (Η Lakoff και η Γλώσσα των Γυναικών: Μια κριτική επισκόπηση των εμπειρικών
στοιχείων για την Θεωρία της Lakoff) εξετάζει την επίδραση της θεωρίας
της Robin Tolmach Lakoff σχετικά με τη γλώσσα των γυναικών,
όπως παρουσιάστηκε στο έργο της «Language
and Woman’s Place» (1975), και αναλύει εμπειρικά στοιχεία από τέσσερις
μελέτες που εμπνέονται από αυτήν.
Η Lakoff υποστήριξε ότι οι γυναίκες
χρησιμοποιούν μια «γλώσσα των γυναικών», η οποία περιλαμβάνει γλωσσικά
χαρακτηριστικά όπως οι ερωτηματικές προσθήκες [tag questions], οι επιφυλάξεις και οι ενισχυτικές
λέξεις, τα οποία ενισχύουν την υποταγή τους στην κοινωνία. Αυτή η γλώσσα
θεωρήθηκε ως έκφραση κοινωνικής ανισότητας, καθώς οι γυναίκες αντιμετώπιζαν
περιορισμούς στην έκφραση της σιγουριάς και της αυτοπεποίθησής τους.
Η πρώτη μελέτη που εξετάζεται είναι αυτή της
Janet Holmes (1984), η οποία διερεύνησε τη
χρήση των ερωτηματικών προσθηκών [tag questions]. Η Holmes διαφοροποίησε τις
λειτουργίες των προσθηκών, αναγνωρίζοντας ότι δεν εκφράζουν πάντα ανασφάλεια,
αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να διευκολύνουν τη συζήτηση. Τα ευρήματά
της έδειξαν ότι οι γυναίκες χρησιμοποιούν περισσότερες διευκολυντικές
προσθήκες, ενώ οι άνδρες χρησιμοποιούν περισσότερες προσθήκες με modal
(τροπική) σημασία, γεγονός που αμφισβητεί την άποψη της Lakoff ότι οι προσθήκες
αντανακλούν ανασφάλεια.
Η δεύτερη μελέτη, της Pamela Fishman (1978), επικεντρώθηκε στις
διαδραστικές στρατηγικές των γυναικών, υποστηρίζοντας ότι οι γυναίκες
αναλαμβάνουν τη «βρωμοδουλειά» (αγγαρεία) [shitwork] της διατήρησης της συζήτησης,
διατηρώντας τη ροή της μέσω ερωτήσεων και άλλων μέσων. Η Fishman ανέδειξε την
ανισότητα στη συμμετοχή στη συζήτηση, αλλά δεν την αποδίδει σε εσωτερικευμένη
ανασφάλεια, αλλά σε κοινωνικές δομές που περιορίζουν τη θέση των γυναικών.
Η τρίτη μελέτη, της L.L. Carli (1990), διερεύνησε τη σχέση
μεταξύ επιφυλακτικής γλώσσας και επιρροής. Η Carli διαπίστωσε ότι οι γυναίκες
που χρησιμοποιούσαν επιφυλακτική γλώσσα είχαν μεγαλύτερη επιρροή στους άνδρες
συνομιλητές τους, γεγονός που αμφισβητεί την άποψη της Lakoff ότι η
επιφυλακτική γλώσσα μειώνει την επιρροή. Ωστόσο, η Carli αναγνώρισε ότι η
επιφυλακτική γλώσσα μπορεί να μειώσει την αντιληπτή ικανότητα των γυναικών,
γεγονός που μπορεί να επηρεάσει την πρόσβασή τους σε θέσεις εξουσίας.
Η τέταρτη μελέτη, των Cameron, McAlinden και
O’Leary (1988), εξέτασε τη χρήση των ερωτηματικών προσθηκών [tag questions] σε ασύμμετρες συναντήσεις, όπως
δικαστήρια και σχολικές αίθουσες. Τα ευρήματά τους έδειξαν ότι οι «ισχυροί»
συμμετέχοντες χρησιμοποιούσαν περισσότερες προσθήκες με συναισθηματική σημασία,
ενώ οι «αδύναμοι» συμμετέχοντες χρησιμοποιούσαν περισσότερες προσθήκες με modal
(τροπική) σημασία. Αυτό υποδηλώνει ότι η χρήση των προσθηκών [tag questions] σχετίζεται περισσότερο με τον ρόλο
και την εξουσία παρά με το φύλο, αμφισβητώντας τις υποθέσεις της Lakoff και της
Fishman.
Συνολικά, οι μελέτες υποστηρίζουν ότι οι
γυναίκες χρησιμοποιούν επιφυλακτική γλώσσα περισσότερο από τους άνδρες, αλλά
διαφωνούν με την ερμηνεία της Lakoff ότι αυτή η γλώσσα αντανακλά ανασφάλεια και
υποταγή. Αντίθετα, οι μελέτες αναγνωρίζουν ότι η επιφυλακτική γλώσσα μπορεί να
έχει λειτουργικά πλεονεκτήματα, όπως η διατήρηση της συζήτησης και η απόκτηση
επιρροής. Ωστόσο, η σχέση μεταξύ φύλου, γλώσσας και εξουσίας παραμένει
πολύπλοκη και απαιτεί περαιτέρω έρευνα.
Ερωτήσεις κατανόησης
του άρθρου της Amalie Due Svendsen
1. Ποια είναι η
κεντρική θέση της Robin T. Lakoff στο έργο της «Language and Woman’s Place»
(1975);
Απάντηση: Η Lakoff υποστήριξε ότι οι γυναίκες
χρησιμοποιούν μια διακριτική «γλώσσα των γυναικών», η οποία περιλαμβάνει
γλωσσικά χαρακτηριστικά όπως οι ερωτηματικές προσθήκες, οι επιφυλάξεις και οι
ενισχυτικές λέξεις. Αυτά τα χαρακτηριστικά αντανακλούν και ενισχύουν την υποταγή
των γυναικών στην κοινωνία, καθώς περιορίζουν την έκφραση της σιγουριάς και της
αυτοπεποίθησής τους.
/ - 2. Τι είναι οι
ερωτηματικές προσθήκες (tag questions) και πώς τις αντιλαμβάνεται η Lakoff;
Απάντηση: Οι ερωτηματικές προσθήκες είναι
γλωσσικές δομές που βρίσκονται ανάμεσα σε μια δήλωση και μια ερώτηση ναι-όχι. Η
Lakoff τις αντιλαμβάνεται ως έκφραση ανασφάλειας, καθώς χρησιμοποιούνται όταν ο
ομιλητής δεν είναι απόλυτα σίγουρος για την αλήθεια της δήλωσής του. Επίσης,
θεωρεί ότι οι γυναίκες χρησιμοποιούν περισσότερες ερωτηματικές προσθήκες από
τους άνδρες, γεγονός που ενισχύει την εικόνα τους ως λιγότερο αποφασιστικές.
/ - 3. Πώς
διαφοροποιεί η Holmes (1984) την κατανόηση των ερωτηματικών προσθηκών σε σχέση
με την Lakoff;
Απάντηση: Η Holmes αναγνωρίζει ότι οι
ερωτηματικές προσθήκες [tag questions] δεν εκφράζουν πάντα ανασφάλεια.
Αντίθετα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να διευκολύνουν τη συζήτηση ή να
μαλακώσουν την κριτική. Τα ευρήματά της έδειξαν ότι οι γυναίκες χρησιμοποιούν
περισσότερες διευκολυντικές προσθήκες, ενώ οι άνδρες χρησιμοποιούν περισσότερες
προσθήκες με modal (τροπική) σημασία, γεγονός που αμφισβητεί την άποψη της
Lakoff ότι οι προσθήκες αντανακλούν ανασφάλεια.
/ - 4. Τι ανέδειξε
η μελέτη της Fishman (1978) σχετικά με τη συμμετοχή των γυναικών στη συζήτηση;
Απάντηση: Η Fishman ανέδειξε ότι οι γυναίκες
αναλαμβάνουν τη «βρωμοδουλειά» της συζήτησης, διατηρώντας τη ροή τoy διαλόγου μέσω ερωτήσεων και άλλων
μέσων. Παρατήρησε ότι οι γυναίκες έκαναν σχεδόν τρεις φορές περισσότερες
ερωτήσεις από τους άνδρες και ήταν λιγότερο επιτυχείς στην εισαγωγή θεμάτων στη
συζήτηση. Αυτή η ανισότητα αντανακλά κοινωνικές δομές που περιορίζουν τη θέση
των γυναικών.
/ - 5. Πώς η Carli
(1990) αμφισβητεί την άποψη της Lakoff σχετικά με την επιφυλακτική γλώσσα [tentative language];
Απάντηση: Η Carli διαπίστωσε ότι οι γυναίκες
που χρησιμοποιούσαν επιφυλακτική γλώσσα είχαν μεγαλύτερη επιρροή στους άνδρες
συνομιλητές τους, γεγονός που αμφισβητεί την άποψη της Lakoff ότι η
επιφυλακτική γλώσσα μειώνει την επιρροή. Ωστόσο, η Carli αναγνώρισε ότι η
επιφυλακτική γλώσσα μπορεί να μειώσει την αντιληπτή ικανότητα των γυναικών,
γεγονός που μπορεί να επηρεάσει την πρόσβασή τους σε θέσεις εξουσίας.
/ - 6. Τι ανέδειξε
η μελέτη των Cameron, McAlinden και O’Leary (1988) σχετικά με τη χρήση των
ερωτηματικών προσθηκών σε ασύμμετρες συναντήσεις;
Απάντηση: Η μελέτη τους έδειξε ότι οι
«ισχυροί» συμμετέχοντες (π.χ. δικαστές, δάσκαλοι) χρησιμοποιούσαν περισσότερες
προσθήκες με συναισθηματική σημασία, ενώ οι «αδύναμοι» συμμετέχοντες
χρησιμοποιούσαν περισσότερες προσθήκες με modal (τροπική) σημασία. Αυτό
υποδηλώνει ότι η χρήση των προσθηκών σχετίζεται περισσότερο με τον ρόλο και την
εξουσία παρά με το φύλο, αμφισβητώντας τις υποθέσεις της Lakoff και της
Fishman.
/ - 7. Ποια είναι η
κύρια διαφορά μεταξύ της προσέγγισης της Lakoff και των μεταγενέστερων μελετών
(π.χ. Holmes, Fishman, Carli) σχετικά με τη γλώσσα των γυναικών;
Απάντηση: Η Lakoff αντιλαμβάνεται την
επιφυλακτική γλώσσα ως έκφραση γυναικείας ανασφάλειας και υποταγής, ενώ οι
μεταγενέστερες μελέτες αναγνωρίζουν ότι αυτή η γλώσσα μπορεί να έχει
λειτουργικά πλεονεκτήματα, όπως η διατήρηση της συζήτησης και η απόκτηση
επιρροής. Επιπλέον, οι μεταγενέστερες μελέτες υπογραμμίζουν ότι η σχέση μεταξύ
φύλου, γλώσσας και εξουσίας είναι πολύπλοκη και δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο
μέσω της γυναικείας ανασφάλειας.
/ - 8. Γιατί η
μελέτη των Cameron et al. (1988) θεωρείται σημαντική για την κατανόηση των
ερωτηματικών προσθηκών [tag questions];
Απάντηση: Η μελέτη των Cameron et al. είναι
σημαντική επειδή εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι η χρήση των ερωτηματικών
προσθηκών [tag questions] σχετίζεται περισσότερο με τον ρόλο και την εξουσία παρά με
το φύλο. Αυτό αμφισβητεί τις υποθέσεις των ερευνητών των διαφορών μεταξύ των
φύλων, όπως η Lakoff και η Fishman, που αντιλαμβάνονται τις προσθήκες ως
διαδραστικές κινήσεις των αδυνάτων, αντανακλώντας την υποταγή των γυναικών.
/ - 9. Πώς η
επιφυλακτική γλώσσα μπορεί να έχει και θετικές και αρνητικές συνέπειες για τις
γυναίκες;
Απάντηση: Η επιφυλακτική γλώσσα μπορεί να έχει
θετικές συνέπειες, όπως η διατήρηση της συζήτησης και η απόκτηση επιρροής
(Carli, 1990). Ωστόσο, μπορεί επίσης να έχει αρνητικές συνέπειες, όπως η μείωση
της αντιληπτής ικανότητας των γυναικών, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει την
πρόσβασή τους σε θέσεις εξουσίας (Lakoff, 1975).
/ - 10. Ποια είναι
τα κενά ή τα προβλήματα στις μελέτες που εξετάζονται στο άρθρο;
Απάντηση: Οι μελέτες έχουν ορισμένα κενά, όπως
το μικρό δείγμα της Pamela Fishman (1978) και η έλλειψη λειτουργικής διάκρισης στις
προσθήκες με modal (τροπική) σημασία στην ανάλυση της Holmes (1984). Επιπλέον,
η μελέτη των Cameron et al. (1988) περιορίζεται σε ασύμμετρες συναντήσεις
[συναντήσεις με διαφορικό εξουσίας/ισχύος], γεγονός που καθιστά δύσκολη τη
γενίκευση των ευρημάτων σε άλλα πλαίσια.
(κατωτέρω παρατίθενται
σε ελαφρώς αδόκιμη μετάφραση επιλεγέντα αποσπάσματα από το άρθρο της Amalie Due Svendsen. )
Amalie Due Svendsen «Lakoff and Women’s Language: A Critical Overview of the Empirical Evidence
for Lakoff’s Thesis»
Amalie Due
Svendsen “ Η Lakoff και η Γλώσσα των Γυναικών: Μια κριτική επισκόπηση των εμπειρικών
στοιχείων για την Θεωρία της Lakoff”
Εισαγωγή
Το 1975, η Robin T. Lakoff δημοσίευσε
το «Language
and Woman’s Place», μια μελέτη που έχει γίνει ευρέως γνωστή για τους
ισχυρισμούς της σχετικά με τις γλωσσικές διαφορές μεταξύ των φύλων και τη
σημασία τους για την ανισότητα των φύλων.
Η Lakoff ισχυρίστηκε
ότι οι γυναίκες χρησιμοποιούν έναν διακριτικό τρόπο ομιλίας, την «γλώσσα των
γυναικών», η οποία περιλαμβάνει γλωσσικά χαρακτηριστικά που αποδεικνύουν και
ενισχύουν την κατώτερη θέση των γυναικών στην κοινωνία.
Το παρόν άρθρο
δημιουργεί μια κριτική επισκόπηση τεσσάρων μελετών που εμπνεύστηκαν από το έργο
της Lakoff και διερευνά εάν υπάρχουν εμπειρικά στοιχεία [δεδομένου ότι η Lakoff δεν πρόσφερε εμπειρικές αποδείξεις
στην έρευνά της] για τον ισχυρισμό ότι οι γυναίκες χρησιμοποιούν πιο
επιφυλακτική γλώσσα σε μεγαλύτερο βαθμό από τους άνδρες.
Ειδικότερα, θα
εστιάσω στις ερωτηματικές προσθήκες (tag questions) για να αναδείξω ένα
επιφυλακτικό χαρακτηριστικό. Θα συζητήσω τις μεθόδους και τα ευρήματα κάθε
μελέτης σε σχέση με τους ισχυρισμούς της Lakoff και τελικά θα συζητήσω γενικά
κενά και προβλήματα που εντοπίστηκαν στις μελέτες.
Συμφωνώντας με σύγχρονους μελετητές,
η «γλώσσα των γυναικών» θα αναφέρεται ως «επιφυλακτική γλώσσα» στη συζήτηση των
τεσσάρων μελετών.
Lakoff and women’s language
Lakoff και η γλώσσα
των γυναικών
Η μελέτη της Lakoff
για τη γλωσσική διάκριση μεταξύ των φύλων, όπως παρουσιάζεται στο «Language and
Woman’s Place», εστιάζει ιδιαίτερα στη «γλωσσική διάκριση» που βιώνουν οι
γυναίκες στην κοινωνία.
Η Lakoff χωρίζει
αυτή τη διάκριση σε δύο γενικούς τύπους: i) «τον τρόπο με τον οποίο [οι
γυναίκες] μαθαίνουν να χρησιμοποιούν τη γλώσσα» και ii) «τον τρόπο με τον οποίο η γενική
χρήση της γλώσσας τις αντιμετωπίζει». Και οι δύο λειτουργούν για να υποβαθμίσουν τη
γυναίκα σε μια υποτακτική θέση στην κοινωνία: «αυτή του σεξουαλικού αντικειμένου
ή υπηρέτριας».
Έτσι, η Lakoff
αντιλαμβάνεται τη γλωσσική διάκριση μεταξύ των φύλων ως μια έκφραση των άνισων
ρόλων ανδρών και γυναικών στην κοινωνία. Μέσω της ενδοσκόπησης της δικής της
ομιλίας και της ομιλίας των γνωστών της, η Lakoff αναγνωρίζει εννέα
γλωσσικά χαρακτηριστικά που συνθέτουν έναν τρόπο ομιλίας τον οποίο χαρακτηρίζει
ως «γλώσσα των γυναικών», καθώς αυτός ο τρόπος κυριαρχεί στην ομιλία των
περισσότερων γυναικών.
Παραδείγματα αυτών
των χαρακτηριστικών είναι οι επιφυλάξεις (hedges), τα κενά επίθετα [empty adjectives], οι ενισχυτικές λέξεις [intersifiers] και οι ερωτηματικές προσθήκες [tag questions], τα οποία όλα προβληματοποιούνται
καθώς συμβάλλουν στην καταπίεση της «προσωπικής ταυτότητας της γυναίκας,
αρνούμενης της τα μέσα για να εκφραστεί με σιγουριά».
Επιπλέον, η Lakoff
ισχυρίζεται ότι αυτές οι ανισότητες έχουν μεγάλες συνέπειες για την επιρροή των
γυναικών στην κοινωνία, καθώς «οι γυναίκες συστηματικά στερούνται πρόσβαση στην
εξουσία, με την αιτιολογία ότι δεν είναι ικανές να την κατέχουν, όπως
αποδεικνύεται από τη γλωσσική τους συμπεριφορά μαζί με άλλες πτυχές της
συμπεριφοράς τους».
Ερωτηματικές προσθήκες (Tag Questions)
Ένα παράδειγμα
χαρακτηριστικού της γλώσσας των γυναικών είναι η χρήση των ερωτηματικών προσθηκών
[tag questions], οι οποίες, σύμφωνα με την Lakoff,
χρησιμοποιούνται περισσότερο από τις γυναίκες παρά από τους άνδρες.
Η Lakoff ορίζει τις
ερωτηματικές προσθήκες ως «κάτι ανάμεσα σε μια άμεση δήλωση και μια ερώτηση
ναι-όχι: είναι λιγότερο αποφασιστικές από την πρώτη, αλλά πιο σίγουρες από τη
δεύτερη».
Έτσι, η λειτουργία των προσθηκών [the function of tags] βρίσκεται κάπου ανάμεσα στις
δηλωτικές προτάσεις και τις ερωτήσεις και μπορεί να χρησιμοποιηθεί «όταν ο
ομιλητής κάνει μια δήλωση, αλλά δεν έχει πλήρη εμπιστοσύνη στην αλήθεια αυτής
της δήλωσης (ισχυρισμού)».
Η Lakoff αναγνωρίζει τη χρήση αυτών των προσθηκών ως «νόμιμη»
σε καταστάσεις όπου ο ομιλών δεν είναι σίγουρος για κάτι που ο συνομιλητής του πιθανώς
γνωρίζει καλύτερα. Επίσης, αναγνωρίζει τη χρήση αυτών των προσθηκών στην
ελαφριά συζήτηση (μικροκουβεντούλα) ως νόμιμη, καθώς το να ρωτάς κάτι που ήδη
γνωρίζεις μπορεί να νομιμοποιείται εάν λειτουργεί για να διατηρήσει τη
συζήτηση, όπως για παράδειγμα στο «Σίγουρα κάνει ζέστη εδώ μέσα, έτσι
δεν είναι;».
Ωστόσο, υπάρχουν και
περιπτώσεις όπου η χρήση των προσθηκών δεν μπορεί να δικαιολογηθεί· αυτές είναι
οι περιπτώσεις «στις οποίες ζητείται επιβεβαίωση για τις γνώμες/απόψεις του
ομιλούντα, παρά για τις αντιλήψεις του που αναζητούν επιβεβαίωση», όπως
φαίνεται στο παράδειγμα «Ο τρόπος με τον οποίο ανεβαίνουν οι τιμές είναι
τρομερός, έτσι δεν είναι;».
Σύμφωνα με την
Lakoff, η λειτουργία μιας τέτοιας έκφρασης είναι να προσφέρει μια διέξοδο στον
ομιλητή, μην μιλώντας πολύ αποφασιστικά, και «έτσι να αποφεύγει τη σύγκρουση με
εκείνον στον οποίο απευθύνεται (τον συνομιλούντα)». Αυτό όμως είναι
προβληματικό, καθώς προκαλεί μια συγκεκριμένη αντίληψη του ομιλητή ως «να μην
είναι πραγματικά σίγουρος για τον εαυτό του, ή να ψάχνει για επιβεβαίωση από
τον συνομιλούντα». Επομένως, η Lakoff αντιλαμβάνεται τις ερωτηματικές προσθήκες
[tag questions] (σε περιπτώσεις όπου αυτές δεν
μπορούν να δικαιολογηθούν) ως μέσα που μετριάζουν τη δύναμη μιας δήλωσης (ισχυρισμού),
κάτι που κάνει τον ομιλητή να φαίνεται ανασφαλής.
Holmes and
the meanings of tag questions
η Holmes και οι
έννοιες των ερωτηματικών προσθηκών
Η κοινωνιογλωσσολόγος
Janet Holmes είναι μια από τις μελετήτριες
που έχει διαφοροποιήσει τη συζήτηση για την επιφυλακτική γλώσσα [tentative language] που ακολούθησε τη μελέτη της
Lakoff. Η έρευνά της εστιάζει στην εμπειρική διερεύνηση ορισμένων
χαρακτηριστικών που αποτελούν τη “γλώσσα των γυναικών” της Lakoff,
συμπεριλαμβανομένων των ερωτηματικών προσθηκών [tag questions].
Σε αντίθεση με την
Lakoff, η Holmes παρουσιάζει μια πολύ ευρύτερη κατανόηση των λειτουργιών των
προσθηκών [tags]: «όλες οι ερωτηματικές προσθήκες [tag questions] λειτουργούν ως μέσα για την
πρόκληση μιας απάντησης από τον συνομιλητή, λόγω της ερωτηματικής τους μορφής»
(1984, 53). Έτσι, οι ερωτηματικές προσθήκες [tag questions] δεν είναι απαραίτητα εκφράσεις
ανασφάλειας ή αβεβαιότητας.
Η ανάλυση του corpus
της Holmes υποστηρίζει τον ισχυρισμό της Lakoff ότι οι γυναίκες χρησιμοποιούν
περισσότερες ερωτηματικές προσθήκες [tag questions] από τους άνδρες, αν και η διαφορά
δεν είναι πολύ έντονη: 56,6 τοις εκατό έναντι 43,3 τοις εκατό. Ωστόσο,
σημαντικές διαφορές μεταξύ των φύλων εντοπίζονται όταν εξετάζουμε τη
λειτουργική κατανομή των προσθηκών. Το 61 τοις εκατό των προσθηκών με modal
σκοπό (τροπικότητα) χρησιμοποιήθηκαν από άνδρες, ενώ το 35 τοις εκατό
χρησιμοποιήθηκαν από γυναίκες. Σχεδόν αντιστρόφως, το 59 τοις εκατό των
διευκολυντικών προσθηκών χρησιμοποιήθηκαν από γυναίκες, ενώ το 25 τοις εκατό
χρησιμοποιήθηκαν από άνδρες. Έτσι, μια λειτουργική προσέγγιση αποκαλύπτει ότι υπάρχει
ένας συγκεκριμένος τύπος προσθηκών [a certain type of tags] που οι γυναίκες χρησιμοποιούν
περισσότερο από τους άνδρες, και όχι απλώς οι προσθήκες γενικά [tags in general].
Σύμφωνα με την
Holmes, αυτά τα ευρήματα «αμφισβητούν τους ισχυρισμούς της Lakoff ότι οι
γυναίκες χρησιμοποιούν περισσότερες «αδικαιολόγητες» ή «ανονιμοποίητες»
ερωτηματικές προσθήκες [tag questions] «από φόβο μήπως φανούν πολύ ανδροπρεπείς
με το να είναι αποφασιστικές και να λένε τα πράγματα άμεσα».
Τα ευρήματα δείχνουν
ότι οι γυναίκες έχουν μια ισχυρότερη τάση να ενεργούν για να διευκολύνουν και
να διατηρήσουν τη συζήτηση μέσω της χρήσης προσθηκών [tags], γεγονός που υποδηλώνει ότι «οι ερωτηματικές
προσθήκες μπορούν να γίνουν αντιληπτές όχι ως «επιφυλάξεις» ή εμπόδια στη
συζήτηση, αλλά ως δομές υποστήριξης της συζήτησης».
[‘tag questions can quite validly be
perceived not as “hedges” or barriers to conversation but as conversational
support structures’. ]
Έτσι, η Holmes
αποδίδει θετικές ιδιότητες στις ερωτηματικές προσθήκες [tag questions], καθώς τις βλέπει περισσότερο ως
λειτουργικώς διευκολυντικά μέσα παρά ως εκδηλώσεις γυναικείας καταπίεσης.
Η εξακρίβωση των κοινωνικών
σημασιών των ερωτηματικών προσθηκών [tag questions] από την Holmes, διευρύνει την κατανόησή μας για τις
προσθήκες ως γλωσσικό φαινόμενο, το οποίο κατά συνέπεια αξίζει μια λειτουργική
κατηγοριοποίηση παρά μια αξιολόγηση της νόμιμης ή ανομιμοποίητης χρήσης του.
Ωστόσο, υποστηρίζω ότι η κατηγορία των προσθηκών με modal (τροπική) σημασία της
Holmes χρειάζεται περαιτέρω υποκατηγοριοποίηση, αν θέλουμε να διερευνήσουμε την
κατανομή των προσθηκών σε σχέση με τους ισχυρισμούς της Lakoff.
Σύμφωνα με την
Holmes, οι προσθήκες με modal (τροπική) σημασία είναι «προσανατολισμένες στον ομιλητή»,
καθώς «ζητούν καθησύχαση, επιβεβαίωση, συμφωνία κ.λπ.». Καθώς η κατηγορία
χαρακτηρίζεται ως «προσανατολισμένη στον ομιλητή», πρέπει επίσης να
περιλαμβάνει τις προσθήκες που η Lakoff θεωρεί ανομιμοποίητες (illegitimate) – δηλαδή τις προσθήκες που εκφράζουν
την ανασφάλεια του ομιλητή και ζητούν επικύρωση των απόψεών του.
Ωστόσο, η ανάλυση της Holmes δεν
κάνει μια λειτουργική διάκριση (δεν διαχωρίζει)
μεταξύ των προσθηκών που προκαλούνται από την έλλειψη γνώσης του ομιλητή
και των προσθηκών που εκφράζουν την επιθυμία του ομιλητή για επικύρωση της
άποψής του. ]
[ how
the functions of modal tags are distributed ]
Επομένως, δεν γνωρίζουμε πώς κατανέμονται οι λειτουργίες των
προσθηκών με modal σημασία [σημασία τροπικότητας] σε σχέση με το φύλο, και το
εάν οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη τάση να ζητούν επικύρωση των απόψεών τους μέσω
των προσθηκών με modal σημασία απ’ ότι έχουν οι άνδρες.
Επιπλέον, η Holmes
δεν αναγνωρίζει ότι η Lakoff στην πραγματικότητα αναγνωρίζει τις προσθήκες ως
διευκολυντικά μέσα όταν εμφανίζονται στην ελαφριά συζήτηση, «προσπαθώντας να
προκαλέσουν/εκλύσουν συζήτηση από τον συνομιλητή». Η Lakoff δεν επεξεργάζεται αυτό
το θέμα, αλλά είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι δεν αγνοεί τις διευκολυντικές
λειτουργίες των προσθηκών [facilitative functions of tags].
Conversational
Shitwork
women’s
tendency to act to maintain conversation.
Τα ευρήματα της Holmes συμφωνούν με μια σειρά από μελέτες που
τονίζουν την τάση των γυναικών να ενεργούν για να διατηρήσουν τη συζήτηση.
Ειδικότερα, η έμφαση
της Holmes στις γυναίκες ως διευκολύντριες είναι συγκρίσιμη με τις έννοιες της
Fishman (1978) σχετικά με τις διαδραστικές στρατηγικές των γυναικών. Η ανάλυση
της Pamela Fishman
βασίζεται σε ηχογραφήσεις τριών ζευγαριών ανδρών-γυναικών στα σπίτια τους, οι
οποίες αποκαλύπτουν «μια άνιση κατανομή της εργασίας στη συζήτηση».
Παρόμοια με την
Holmes (1984), η Fishman διαπίστωσε ότι η γλώσσα των γυναικών ήταν πιο
διευκολυντική από αυτή των ανδρών, γεγονός που τοποθετεί τις γυναίκες ως αυτές
που κάνουν τη «βρώμικη δουλειά» (αγγαρεία) της ρουτίνας της αλληλεπίδρασης
(1978, σελ. 405). Η διευκολυντική φύση της γλώσσας των γυναικών είναι ιδιαίτερα
εμφανής στον αριθμό των ερωτήσεων που κάνουν· σε επτά ώρες ηχογραφημένου
υλικού, οι γυναίκες έκαναν σχεδόν τρεις φορές περισσότερες ερωτήσεις από τους
άνδρες. Επιπλέον, παρατηρεί ότι οι γυναίκες είναι λιγότερο επιτυχείς στην
εισαγωγή θεμάτων στη συζήτηση από τους άνδρες.
Η Fishman
υποστηρίζει (όπως και η Lakoff) ότι αυτές οι ανισορροπίες στο μικρο-επίπεδο
αντανακλούν την ανισότητα των φύλων στο κοινωνικό επίπεδο.
Ωστόσο, σε αντίθεση
με την Lakoff, δεν αποδίδει τα ευρήματά της σε εσωτερικευμένη γυναικεία
ανασφάλεια. Θεωρεί τις ερωτήσεις (που κάνουν οι γυναίκες) [question-asking] ως ένα μέσο που περιέχει «συνομιλητική
ισχύ/δύναμη», το οποίο λύνει το «συνομιλητικό πρόβλημα των γυναικών να
κερδίσουν μια απάντηση στις εκφράσεις τους» όταν μιλούν με άνδρες (Fishman
1998, σελ. 225). Έτσι, ενώ αναγνωρίζει τα οφέλη της επιφυλακτικής ομιλίας στη
συζήτηση, τη βλέπει ακόμα ως αντανάκλαση των κοινωνικών ανισοτήτων μεταξύ των
φύλων.
Η τάση της Fishman
να γενικεύει τα ευρήματά της σε όλους τους άνδρες και τις γυναίκες είναι
προβληματική, καθώς η μελέτη της βασίζεται σε ένα πολύ μικρό δείγμα – μόνο
τρεις άνδρες και τρεις γυναίκες (τρία ζευγάρια). Επιπλέον, όλα τα άτομα ήταν
είτε φεμινιστές είτε «συμπαθείς προς το φεμινιστικό κίνημα» (Fishman 1978, σελ.
399). Δεδομένου ότι η μελέτη βασίζεται σε υποθέσεις σχετικά με τις υπάρχουσες
ανισότητες μεταξύ των φύλων στην κοινωνία, φαίνεται προβληματικό ότι το δείγμα
αποτελείται αποκλειστικά από άτομα που είναι είτε ενεργά εναντίον αυτής της
ανισότητας, είτε θετικά προς τις προσπάθειες των φεμινιστριών να μειώσουν
τέτοιες ανισορροπίες. Έτσι, το δείγμα είναι πολύ στενό και δεν αντιπροσωπεύει
άτομα που δεν έχουν μια κάπως αρνητική στάση απέναντι στους σύγχρονους ρόλους
των φύλων. Αυτό καθιστά δύσκολη τη γενίκευση σχετικά με τη διευκολυντική φύση
της γλώσσας των γυναικών.
Παρά αυτά τα
μεθοδολογικά προβλήματα, η εργασία της Fishman εξακολουθεί να είναι ενδεικτική
ενός συγκεκριμένου γυναικείου τρόπου ομιλίας, ο οποίος υποστηρίζεται και από
άλλες μελέτες – για παράδειγμα, η Holmes (1978), όπως αναφέρθηκε παραπάνω, και
η Carli (1990), στην οποία θα στραφώ τώρα.
Tentative
language and female influence
Επιφυλακτική γλώσσα και γυναικεία επιρροή
Η Carli (1990)[Carli, L.L. (1990), "Gender, Language and Influnce", Journal of Personality and Social Psychology, 59(5), pp. 941-951] διερευνά περαιτέρω την ιδέα της επιφυλακτικής γλώσσας [tentative language] ως μια διαδραστική στρατηγική ή μέσο. Οι μελέτες της βασίζονται σε έρευνες που δείχνουν ότι η θέση των γυναικών είναι γενικά χαμηλότερη από αυτή των ανδρών και ότι οι γυναίκες γενικά αποδίδονται με λιγότερη ικανότητα από τους άνδρες (Carli 1990, σελ. 941).
Αυτή η θέση και η
αντίληψη των γυναικών εγείρουν ορισμένες προσδοκίες σχετικά με τη γυναικεία
συμπεριφορά. Για παράδειγμα, αναμένεται να δείχνουν «σχετικά λίγη
ανταγωνιστικότητα ή κυριαρχία» όταν μιλούν με άνδρες. Σύμφωνα με την Carli,
αυτό μπορεί να οδηγήσει τις γυναίκες να χρησιμοποιούν περισσότερη επιφυλακτική
γλώσσα όταν μιλούν με άνδρες, καθώς αυτό δείχνει ότι ο ομιλητής δεν προσπαθεί
να αυξήσει τη θέση της.
Σύμφωνα με την Lakoff, η Carli αναγνωρίζει μια σύνδεση μεταξύ της γυναικείας
θέσης και της τάσης να μιλούν επιφυλακτικά, καθώς δηλώνει ότι οι μελέτες
«δείχνουν ότι η θέση μπορεί να είναι ένας σημαντικός καθοριστικός παράγοντας
των γλωσσικών διαφορών μεταξύ των φύλων» (1990, σελ. 949).
Από τη μια πλευρά,
τα ευρήματά της αμφισβητούν τον ισχυρισμό της Lakoff ότι η επιφυλακτική ομιλία των γυναικών θα μειώσει τις πιθανότητές
τους να λαμβάνονται σοβαρά· η Lakoff δηλώνει ότι «σίγουρα ακούμε με περισσότερη
προσοχή όσο πιο έντονα και δυναμικά εκφράζει κάποιος τις απόψεις του, και ένας
ομιλητής που δεν μπορεί – για οποιονδήποτε λόγο – να είναι δυναμικός στην
έκφραση των απόψεών του είναι πολύ λιγότερο πιθανό να ληφθεί σοβαρά».
Οι μελέτες της Carli
υποδηλώνουν το αντίθετο, καθώς οι αποφασιστικές γυναίκες ομιλητές είχαν
λιγότερες πιθανότητες να επηρεάσουν τους άνδρες συνομιλητές τους από τις
επιφυλακτικές γυναίκες ομιλητές. Από την άλλη πλευρά, οι μελέτες αναγνωρίζουν
μια προβληματική παρενέργεια της επιφυλακτικής ομιλίας, η οποία υποστηρίζει το
επιχείρημα της Lakoff. Μπορεί να υποτεθεί ότι η μείωση της αντιληπτής
ικανότητας που ακολουθεί τη χρήση επιφυλακτικής γλώσσας έχει μια αρνητική
επίδραση στην πρόσβαση των γυναικών στην εξουσία. Επιπλέον, δεδομένου ότι «η
επιφυλακτική γλώσσα μπορεί να εξυπηρετεί τη λειτουργία της επικοινωνίας ότι ο
ομιλητής δεν έχει καμία επιθυμία να ενισχύσει τη δική του θέση» (949), μπορεί
κανείς να εικάσει πώς αυτό επηρεάζει τη θέση και την πρόσβαση στην εξουσία των
επιφυλακτικών ομιλητών στο κοινωνικό επίπεδο. Κατά συνέπεια, τα ευρήματα της
Carli υποδηλώνουν ότι οι συνέπειες και οι λειτουργίες της επιφυλακτικής γλώσσας
δεν είναι ξεκάθαρες – η σχέση μεταξύ φύλου, θέσης και γλώσσας είναι πολύ πιο
πολύπλοκη από ό,τι υποθέτει η Lakoff.
Gender,
language and power – unequal encounters
Φύλο, γλώσσα και εξουσία – άνισες
συναντήσεις
Παράλληλα με την Carli (1990), οι Deborah Cameron, Fiona
McAlinden και Kathy O’Leary (1988) στο άρθρο τους "Lakoff in context: the social and linguistic function of tag questions"
[first published in: Coates, J. and D. Cameron (Eds.) (1988) “Women in their speech
communities”. Harlow] συμβάλλουν περαιτέρω στη συζήτηση σχετικά με τη
σχέση μεταξύ επιφυλακτικής γλώσσας [tentative language] και θέσης/εξουσίας στη μελέτη τους
για τις ερωτηματικές προσθήκες [tag questions].
Η μελέτη τους
εμπνέεται από το γεγονός ότι διαφορετικά γλωσσικά πεδία έχουν αντιφατικές
κατανοήσεις για τις λειτουργίες των ερωτηματικών προσθηκών. Στην έρευνα για τις
διαφορές μεταξύ των φύλων (συμπεριλαμβανομένης της μελέτης της Lakoff) η
ερωτηματική προσθήκη [tag question] θεωρείται ως «ένας δείκτης
επιφυλακτικής ή «αδύναμης» γλώσσας», ενώ οι μελέτες (ανάλυσης) λόγου [discource studies] τη βλέπουν ως «έναν δείκτη εξουσίας
και ελέγχου στην ομιλία», επειδή αναγκάζει τον συνομιλητή να «παράγει μια
απάντηση… ή να είναι υπεύθυνος για την απουσία της» (Cameron et al. 1988, σελ.
86). Οι αναλυτές λόγου υποστηρίζουν τις απόψεις τους μέσω της εξέτασης άνισων/ασύμμετρων
συναντήσεων [διαφορικό εξουσίας], οι οποίες είναι «καταστάσεις ομιλίας όπου σε ένα
συμμετέχοντα έχουν θεσμικά ανατεθεί τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις να ελέγχει
τη συζήτηση», όπως για παράδειγμα σε σχολικές αίθουσες, δικαστήρια, ιατρεία
κ.λπ.
Σε αντίθεση με τις
υποθέσεις των ερευνητών των διαφορών μεταξύ των φύλων, οι μελέτες των άνισων
(ασύμμετρων) συναντήσεων δείχνουν ότι είναι ο «ισχυρός» συμμετέχων στον λόγο εκείνος
που κάνει τις περισσότερες ερωτήσεις, ενώ ο «αδύναμος» συμμετέχων τείνει να τις
αποφεύγει. Κατά συνέπεια, οι προσθήκες δεν θεωρούνται επιφυλακτικές, αλλά ως
μέρος μιας αποφασιστικής στρατηγικής, λόγω της «συμβάλλουσας» φύσης τους.
Οι Cameron et al.
διαφοροποιούν περαιτέρω αυτή τη συζήτηση, καθώς αναλύουν την κατανομή των
προσθηκών σε άνισες (ασύμμετρες) συναντήσεις με βάση τη λειτουργική προσέγγιση
της Holmes. Τα δεδομένα της μελέτης αποτελούνται από εννέα ώρες αυτοσχέδιας/απροσχεδίαστης
ομιλίας από τρία διαφορετικά
περιβάλλοντα μετάδοσης, όπως σχολικές αίθουσες και δικαστήρια (1988, σελ. 88).
Οι προσθήκες σε αυτό το υλικό συλλέχθηκαν και κατηγοριοποιήθηκαν σύμφωνα με το
λειτουργικό πλαίσιο της Holmes και στη συνέχεια διαχωρίστηκαν σύμφωνα με τις
δύο μεταβλητές που εξετάζονται – το φύλο και την εξουσία. Τα αποτελέσματα
συμφωνούν με τα ευρήματα της Holmes, καθώς οι άνδρες σκόραραν υψηλότερα στις
προσθήκες με modal (τροπική) σημασία, ενώ οι γυναίκες σκόραραν υψηλότερα στις
προσθήκες με συναισθηματική σημασία.
Ενδιαφέρον είναι ότι
τα αποτελέσματα έδειξαν επίσης μια σημαντική διαφορά μεταξύ των προσθηκών που
εκφράστηκαν από «αδύναμους» και «ισχυρούς» συμμετέχοντες: «κανένας αδύναμος
συμμετέχων οποιουδήποτε φύλου δεν χρησιμοποίησε είτε διευκολυντικές είτε
μαλακτικές προσθήκες σε κανένα από τα τρία περιβάλλοντα», μόνο «ισχυροί»
ομιλητές τις χρησιμοποίησαν. Ωστόσο, όταν πρόκειται για προσθήκες με modal
σημασία (σημασία τροπικότητας), οι «αδύναμοι» ομιλητές σκόραραν υψηλότερα (δύο
προς ένα).
Οι Cameron et al.
ερμηνεύουν αυτά τα αποτελέσματα σύμφωνα με τους αναλυτές λόγου, δηλώνοντας ότι
οι προσθήκες συνδέονται με τον ρόλο και τις υποχρεώσεις των «ισχυρών» ομιλητών,
αλλά προσθέτουν ότι «αυτό φαίνεται να ισχύει μόνο για τις προσθήκες με συναισθηματική
ή προσανατολισμένη στον συνομιλητή σημασία: η χρήση των προσθηκών με modal
σημασία (τροπική σημασία) για την επιβεβαίωση πληροφοριών δεν φαίνεται να είναι
μια «ισχυρή» κίνηση». Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι τα δεδομένα
περιβάλλοντα έκαναν φυσιολογικό για τον «ισχυρό» συμμετέχοντα να κριτικάρει ή
να διευκολύνει τη συζήτηση, ενώ ήταν φυσιολογικό για τον «αδύναμο» συμμετέχοντα
να ζητά διαβεβαίωση.
Κατά συνέπεια, αυτά
τα ευρήματα αμφισβητούν τις υποθέσεις των ερευνητών των διαφορών μεταξύ των φύλων,
όπως της Lakoff και της Fishman, που
αντιλαμβάνονται τις προσθήκες [tags] και την υποβολή ερωτήσεων [question-asking] ως διαδραστικές κινήσεις των αδυνάμων,
αντανακλώντας την θέση καθυπόταξης των γυναικών.
Οι Cameron et al.
δείχνουν ότι περισσότερες μεταβλητές πρέπει να ληφθούν υπόψη για να κατανοηθεί
η πολυπλοκότητα των ερωτηματικών προσθηκών [tag questions], και ότι η μεταβλητή της εξουσίας
και του ρόλου στον λόγο είναι εξίσου σημαντική με το φύλο. Είναι σημαντικό να
σημειωθεί, ωστόσο, ότι τα ευρήματά τους περιορίζονται σε έναν συγκεκριμένο τύπο
πλαισίου – τις άνισες/ασύμμετρες συναντήσεις. Έτσι, δεν γνωρίζουμε πώς μπορεί
να μοιάζει η λειτουργική κατανομή των προσθηκών σε πλαίσια όπου η θέση στη
συζήτηση του συμμετέχοντα δεν είναι τόσο ξεκάθαρη – πλαίσια που δεν καθορίζουν
ποιος έχει τη διευκολυντική θέση στον λόγο.
Ωστόσο, η μελέτη
τους είναι σημαντική επειδή εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι οι ερευνητές των
διαφορών μεταξύ των φύλων, όπως η Lakoff και η Fishman, έχουν μια τάση να είναι
μονόπλευρες στην κατανόηση της γλωσσικής διαφοροποίησης. Μια επιθυμία να
επιβεβαιώσουν την υπόθεση ότι οι γλωσσικές διαφορές μεταξύ των φύλων μπορούν να
εξηγηθούν από τις ανισότητες μεταξύ των φύλων στην κοινωνία δημιουργεί μια τάση
να αποκλείουν μεταβλητές άλλες εκτός από το φύλο στην έρευνα, αποτυγχάνοντας
έτσι να αναγνωρίσουν ότι το φύλο διασταυρώνεται με άλλες μεταβλητές – όπως η
εξουσία (power).
Συμπέρασμα
Οι τέσσερις μελέτες
που συζητήθηκαν σε αυτό το άρθρο παρουσιάζουν εμπειρικά στοιχεία που
υποστηρίζουν τον ισχυρισμό της Lakoff (1975) ότι οι γυναίκες χρησιμοποιούν
ορισμένες μορφές ομιλίας περισσότερο από τους άνδρες – για παράδειγμα, τις
ερωτηματικές προσθήκες [tag questions], όπως επιβεβαιώνουν η Holmes (1984)
και οι Cameron et al. (1988).
Ωστόσο, είναι
σημαντικό να σημειωθεί ότι ενώ η Lakoff τοποθετεί την επιφυλακτική γλώσσα [tentative language] ως ένα καταστροφικό δείκτη
γυναικείας ανασφάλειας και ανισότητας μεταξύ των φύλων, οι τέσσερις μελέτες που
αξιολογήθηκαν τονίζουν τη λειτουργικότητα αυτού του τρόπου ομιλίας.
Με διαφορετικούς
τρόπους, κάθε μελέτη αναγνωρίζει λειτουργίες της επιφυλακτικής ομιλίας που
αποκαλύπτουν τις διευκολυντικές της ιδιότητες. Για παράδειγμα, η Holmes (1984)
αναγνωρίζει πώς οι προσθήκες μπορούν να ενεργούν για να διατηρήσουν τη συζήτηση
ή να μαλακώσουν την κριτική, ενώ η Carli (1990) παρατηρεί πώς η επιφυλακτική
γλώσσα μπορεί να βοηθήσει τις γυναίκες να κερδίσουν επιρροή. Κατά συνέπεια, μια
πιο λειτουργική προσέγγιση τόσο στο κοινωνικό όσο και στο γλωσσικό επίπεδο
αποκαλύπτει ότι οι επιφυλακτικές μορφές ομιλίας μπορούν να λειτουργήσουν ως
ωφέλιμα διαδραστικά μέσα, κάτι που αμφισβητεί την ιδέα μιας ελλειμματικής
γυναικείας γλώσσας.
[ για την οργάνωση και παρουσίαση της συγκεκριμένης ανάρτησης συνέπραξε ομάδα συνεργατών με ιδιαίτερη συμβολή από τον Θ.Π. ]
ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ
[ ανάρτηση 25 Φεβρουαρίου 2025 :
Η γλώσσα των γυναικών
women’s speech style
Robin
Lakoff
Amalie
Due
Svedsen
Κοινωνιογλωσσολογία
Κοινωνική Σκέψη ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου