Κυριακή 6 Απριλίου 2025

Δημοσθένης Βουτυράς "Ο θρήνος των βωδιών" διήγημα δημοσίευση 1921 περ. "Γράμματα" (Αλεξάνδρεια) ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

 


Δημοσθένης Βουτυράς

« Ο θρήνος των βωδιών »

διήγημα

δημοσίευση 1921

περ. «Γράμματα» Αλεξάνδρεια

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

 

 

Ο θρήνος των βωδιών

 

Ο  ΘΡΗΝΟΣ  ΤΩΝ  ΒΩΔΙΩΝ

 

   Ο γέρο Γάλιας είχε καθίσει στην άκρη του χαντακιού, πού ήταν απ’ έξω κα κοντά, κοντά στη μάντρα του Κωστούλα, κι έτρωγε το ψωμί του. Κι ερημιά παντού υπήρχε, ζωντανό πράγμα δέ φαινόταν ολόγυρα. Ψηλά όμως, στο θολό ουρανό, πλήθος κοράκια γύριζαν κι ένα γεράκι μονάχο, με ανοιχτές τις φτεροδγες, χωρίς να τις χτυπά, έφερνε βόλτες...

   Μέσ’ στο χαντάκι, λίγο πιό πέρα απ' το γέρο Γάλια, ένα σκυλί μεγάλο βρισκότανε ψόφιο, γυμνωμένο σχεδόν απ’ τις σάρκες του, και κοντά του ένα καύκαλο βωδιού.

    — Πάει καί πάει! έκανε γιά το σκυλί ο γέρο Γάλιας, καί τί θεριό ήτανε!...

   Γιά λίγο έγινε μιά κίνηση, ένας θόρυβος στό δρόμο.

   Η πόρτα η μεγάλη της μάντρας πού δεν έβγαινε στο χαντάκι, άνοιξε κι ένα κοπάδι μεγάλο βώδια βγήκανε. Αργά και με κουνητό κεφάλι πήρανε το δρόμο του ρέματος καί χαθήκανε στην κατηφοριά.

   Ο γέρο Γάλιας γύρισε τότε, σά να θυμήθηκε κάτι, καί κύταξε μέσ’ στη μεγάλη μάντρα απ’ την πορτούλα, που ήτανε πίσω του, με αραιές σανίδες φραγμένη.

   Ένα βώδι μόνο βρισκότανε μέσα, δεμένο στο μεγάλο δέντρο κοντά, κοντά στον κορμό του.

   — Καλά τόπα, γιά σφάξιμο είναι! είπε με το νοϋ του.

   Τό βώδι σήκωσε τό κεφάλι του καί μούγκρισε...

   — Ποιός θα σε βοηθήση, φουκαρένιο, έκανε ο γέρο Γάλιας, ποιός θα σε βοηθήση, πού όλοι. τα κρέατά σου τά περιμένουν πώς καί πώς να τά φάνε !

   Άκουσε τις φωνές του ανθρώπου, που συνόδευε τα βώδια νάρχονται απ’ το ρέμα:

   — " Α , ά !

   — Παλιοδουλιά! είπε.

   Και ο καιρός εβάρυνε. Τα σύννεφα πούχανε σκεπάσει τον Υμηττό καί φαινόντανε να κοιμούνται πάνω του, είχανε σηκωθή και ξεμαλλιάρικα πατώντας στό βουνό, αγκίζανε τάλλα, που ψηλά βρσκόνταν..

   Τα κοράκια ξακολουθούσανε να κάνουνε βόλτες στο θολό ουρανό. Το γεράκι είχε χαθή.

   — Έχει να ρίξη βροχή καί βροχή! είπε ο γέρο Γάλιας.

   Κάτι φωνές μέσ’ στή μάντρα τον αναγκάσανε να κυτάξη.

   Είδε το βώδι χάμω να κουνά τα πόδια του καί κοντά του όρθιο έναν άνθρωπο με βρωμερά ρούχα, καί μ’ ένα μαχαίρι στο χέρι. Δυό άλλοι ήτανε πάρα κάτω μ' ένα παιδάκι κυτάζοντας.

   — Πάει κι αυτό! είπε. Κι έχουνε ψυχή τα βώδια, έχουνε ψυχή !

   Είχε φάει τό ψωμί του κι’ έπαψε χτυπώντας το χώμα με το μαχαιράκι του.

   Κάτι θυμήθηκε :

   — Μά θα την βγάλη τη μέρα ;

   Μπά ! που νάν τή βγάλη ! είπε.

   Χασμουρήθηκε κι έβαλε το μαχαιράκι, στο θρκάρι του:

   — Νύσταξα!

   Καθώς κύταξε προς την κατηφοριά είδε τρεις γνωστούς του νάρχονται.

   — Τί κάνεις, γέρο Γάλια, του φώναξε ο ένας απ’ αυτούς, τί κάνει ο Κωστούλας; Μάθαμε πώς είναι βαριά!

   — Βαριά, λέει; πάει να συχωρεθή!

   — Τί μου λες!

   — Τί νά σου πώ, αυτό που σούπα!

   — Βρέ, βρε!

   Πλησίασαν κοντά καί σταθήκανε στην ανιικρυνή μεριά του χαντακιού.

   — Μά πώς τόπαθε ; Κάποιος μούπε, πώς τον βάρεσε βώδι.

   — Βώδι!.. Αυτός βάραγε τά βώδια.

   — Πώ, πώ ένας σκύλαρος! έκανε ένας άλλος απ’ τους τρεις, δείχνοντας το ψόφιο σκυλί.

   — Μά δέ βρωμά;

   — Τί νά βρωμίση τώρα, πάει η βρώμα! πέρασε!

   Σταμάτησαν απ’ τόν κρότο της μεγάλης πόρτας που άνοιξε. Μια σούστα βγήκε μ’ ένα βώδι σφαγμένο. Τα πόδια του τα πισινά ήταν απ’ έξω κρεμασμένα.

   — Μά σφάζουν εδώ μέσα;

   — Πώς δέ σφάζουν !

   — Και ποιος ;

   — Ο βοηθός του.

   — Καί τώρα πούναι άρρωστος!

   () γέρο Γάλιας κούνησε το χέρι στρέφοντας το κεφκίλι:

   — Αυτούς λογαριάζεις...

   — Γιά πές μας λοιπόν, πώς...

   — Ναί, ναί! Εγώ που λέτε, πολλές φορές με το θάρρος σά συγγενής του καί γέρος τούλεγα: Βρέ Κωοτούλα, δέ μ’ αρέσει διόλου η δουλιά σου, δέ μ’ αρέσει! σύ έχεις παραδάκια, δεν κάνεις καμιά άλλη δουλιά καί να πάψης να σψάζης βώδια ; Κι έχουνε ψυχή τα βώδια! Κι έχουνε ψυχή, μωρέ παιδιά, έχουνε ψυχή! Τί νά σάς πώ;

   Όλα τά καταλαβαίνουν, όλα ! Τά βλέπεις καί κλαίνε, πέφτουν κάτω καί φωνάζουνε, δέρνονται! Ποιός όμως, να τά βοηθήση, πού δεν έχουνε μιλιά; έ; ΙΙοιός; Γιά βάλτε με το νου σας, νάσαστε σείς βώδαι καί να νοιώθατε, όπως τώρα, τί θα κάνατε; Τό ίδιο κι αυτά! Μή γελάτε! Τώρα θα σας πώ. Αυτός πού νακούση τα λόγια μου ! Απ' τόνα αυτί τούμπαιναν κι απ' τ’ άλλο τούβγαιναν. Μάλιστα μέ κοροΐδευε:

   Δέ μ’ αφίνεις ήσυχο καί σύ μέ τις ψυχές σου ! Θαλασσινός ήσουνα, ή ασκητής καί μούρθες εδώ ;

   Τί νάν του πής. Αλλά σά νάμουνα προφήτης! Ένα βράδυ κεί που καθόμαστε καί κουβεντιάζαμε, ακούμε το σκυλί να ουρλιάζη ! Νά αυτό εκεί ! Αυτός τό σκότωσε ! Τ’ ακούμε, πού λέτε, να ουρλιάζη! έ! έ! Η τρίχα μου νά έτσι σηκώθηκε! Αρπάζει αυτός το τουφέκι καί βγαίνει έξω. Μπάμ μιά, πάει το σκυλί! στον τόπο!

   Περάσανε μέρες πολλές, μήνας. Ένα πρωί πού πήγε να σφάξη του φεύγει ένα μοσχάρι ! Απ’ εδώ τόχει απ' εκεί καί με τη βοήθεια κάτι περαστικών τό πιάνει ! "Ε, ρέ, τί του έκανε τότε! Του κόβει τη μουτσούνα του., νά τούτα τα χείλια του, τη μύτη του ! Του βγάζει τόνα μάτι, του κόβει τ’ αυτιά Έ, έ καί ν’ ακούγατε πώς έκλαιγε το καϋμένο ! Ράγιζε την καρδιά του ανθρώπου... Αυτουνοϋ γιατί δέν ράγιζε! Μά μή νομίζεις πώς απ' τα μούτρα φαίνονται οι άνθρωποι ; Είσαι γελασμένος πολύ ! Αν φαινόνταν απ’ τα μούτρα, έ, έ! λιγοστοί θάχανε μούτρο ανθρώπινο! Ναί, ναί, γελάτε όσο θέλετε! Μά το ξαίρω ότι λέω σωστά! Γιά βάλτε προσοχή! Τήν άλλη μέρα το πρωί έσφαξε κάτι γουρούνια. Ένα απ’ αυτα του ξεφεύγει καί τό βάζει στα πόδια. Αυτός αρπάζει μιά ξυλάρα γεμάτη από κάτι καρφάρες νά, καί τό παίρνει από κοντά. Είχε πόδι πρώπης ! Καί σου τό φτάνει καί σηκιόνει την ξυλάρα, πάφ! απάνω του ! Αλλά δω νά δείτε ! Σπάζει το ξύλο καί πετιέται καί του χύνει τόνα μάτι καί του σχίζει, εδώ έτσι καί το φρύδι ! Ακούτε ;

   Αυτή, πού λέτε, ήταν η αφορμή !

   Αέρας φύσηξε υγρός, σά να βγήκε απ’ την κοιλιά τή φουσκωμένη των μαύρων συννέφων.

   — Όπου νάνοι θα βρέξη!

   — Ά, μπά! τους είπε ο γέρο Γάλιας, κυτάζοντας τα σύννεφα, έχει καιρό ακόμα !

   — Νά καί τα βώδια!

   Τα βώδια με το αργό τους βήμα φανήκανε να προβάλλουν απ’ την κατηφοριά καί να έρχονται. Πέρασαν απ’ το μέρος πού στέκονταν οι τρεις φίλοι του γέρο Γάλια καί αρχίσανε να μπαίνουνε στη μάντρα, πού η πόρτα της είχε μείνει ανοικτή απ’ την ώρα, πού βγήκε η σούστα με το βώδι.

   Οι φίλοι του γέρο Γάλια σηκώθηκαν, γιατί είχαν μισοκαθίσει :

   — Καιρός γιά φευγιό!

   — Τά παράπαμε! Καί να μή μάς πιάση καί η βροχή!

   — Καθήστε λίγο, δέ θα βρέξη ακόμα! Ξέρω γώ ! τούς έκανε ο γέρο Γάλιας έχοντας όρεξη γιά ομιλία.

   Ξαφνικά όμως, πριν ακόμα χαθούν τα βώδαι μέσ’ στή μάντρα, μιά φωνή, ένα ξεφωνητό γυναίκας ακούοιηκε νάρχεται από μέσα καί, μετά, άλλες φωνές !

   — Ώ, ώ ! είπε ο γέρο Γάλιας καί πετάχιηκε ορθός, θα τελείωσε !

   Καί όρμησε να πάη μέσα. Δεν είχε κάνει καί πολλά βήματα, κι ένας άνθρωπος βγήκε περνώντας βιαστικά απ’ τα τελευταία βώδια.

   — Τ’ είναι ; τον ρώτησε ο γέρο Γάλιας.

   — Πάει συχωρέθηκε! του απάντησε κείνος.

   Οι τρεις φίλοι κινήθηκαν να φύγουν, αλλά κείνη τη στιγμή ένας θρήνος μεγάλος, ένα κλάψιμο βραχνό. όμοιο με θρήνο πολλών βραχνών αντρών, ακούστηκε. Κι όλο το μέρος σα να γέμισε απ’ αυτόν τον παράξενο θρήνο, απ’ αυτό το κλάμμα το βαθύ καί βραχνό, που έκανε τις γυναικείες φωνές να χαθούν καί τους τρεις συντρόφους να σταθούν παγωμένοι.

   — Mά τ’ είναι, τ’ είναι ! είπαν.

   Ένας απ’ αυτούς πήδησε στο χαντάκι, ανέβηκε έπειτα απ' τήν άλλη μεριά καί κύταξε μεσ’ στη μάντρα απ' την πορτούλα τη φραγμένη με τις αραιές σανίδες.

   — Για ελάτε, για ελάτε ! φώναξε στους συντρόφους του.

   Όλα τα βώδια στεκόντανε σχηματίζοντας έναν κύκλο, γύρο απ’ το μέρος, πού κάτω ήτανε κόκκινο απ' τό αίμα του σφαγμένου βωδιού, και θρηνούσαν βραχνά! Πάψανε για λίγο. Καί τότε ακούστηκαν οι ανθρώπινες φωνές, τα ξεφωνητά των γυναικών. Αλλα πάλι νά, ο θρήνος των βωδιών για το χαμό του συντρόφου τους, υψώθηκε μεγάλος, τρομερός κι έπνιξε τις ανθρώπινες φωνές, τα ξεφωνητά για το χαμό ενός ανθρώπου !...

 

                  ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ  Ν.  ΒΟΥΤΥΡΑΣ

 

 

 

 

Το διήγημα του Δημοσθένη Βουτυρά «Ο θρήνος των βωδιών» δημοσιεύθηκε στο περ. «Γράμματα», Αλεξάνδρεια Αιγύπτου, Νέα Περίοδος, αρ. 4-5, Ιανουάριος-Απρίλιος 1921, σ. 137-140.

 Με το συγκεκριμένο διήγημα ανοίγει η ύλη του συγκεκριμένου τεύχους του περιοδικού.

 

 

 

 

 

 

ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ

eleftherografos.blogspot.com

[ ανάρτηση 6 Απριλίου 2025 : 

Δημοσθένης Βουτυράς

« Ο θρήνος των βωδιών »

διήγημα

δημοσίευση 1921

περ. «Γράμματα» Αλεξάνδρεια

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ]

 

 

 

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Moody Blues "This Is The Moody Blues" compilation album 1974 εποχές βινυλίου ΜΟΥΣΙΚΗ

  Moody Blues “ This Is Τ he Moody Blues ” album 1974 compilation album εποχές βινυλίου ΜΟΥΣΙΚΗ       / - το εξώφυλλο  ...