Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Γαλάτεια Καζαντζάκη "Άβυσσος" διήγημα δημοσίευση 1927 περ. "Ηλύσια" (Αθήναι) ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

 





Γαλάτεια Καζαντζάκη

« Άβυσσος »

διήγημα

δημοσίευση 1927

περ. «Ηλύσια»

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

 

 

 

 

ΑΒΥΣΣΟΣ

 ( Διήγημα )

 

 

 

   Ήταν άνοιξη. Η γυναίκα καθώς προχωρούσε, κύταζε γόρω της τους καταπράσινους κάμπους με θάμβος, σα νά’βλεπε τη φύση ν’ανθίζη για πρώτη φορά. Έβλεπε και αισθανόταν το κάθε τι ξεχωριστά, ενώ το παν τραγουδούσε στ’ αυτιά της μια χαρούμενη, θριαμβευτική συμφωνία.

   Το πουλί που τσιτσίβιζε, η ξεφουντωμένη παπαρούνα, το χορτάρι που άστραφτε, το σκυλί που αλυχτούσε, τα παιδιά που πήγαιναν στο σκολειό χαζεύοντας, οι λεύκες που ασημόλαμπαν του ψήλου... όλα σα να ευτυχούσαν εκείνο το απομεσήμερο. Η γυναίκα δεν ήταν μόνη. Δίπλα της πήγαινε κ’ ένας άντρας. Πήγαιναν κοντά κοντά οι δυό τους, κι’ η γυναίκα κάποτε ακουμπούσε το χέρι στον ώμο του. Ήθελε μ’ αυτό, ν’ ανανεώνη την αίσθηση πως δεν ήταν μόνη, κι’ ότι πλάϊ πήγαινε κάποιος που απάνω του μπορούσε να στηριχθή.

    ... Όταν όμως συλλογιζόταν πως μπορεί να μην ήταν κ’ έτσι, το χέρι αυτό το τραβούσε, και τότε σε μιά στιγμή άλλαζαν όλα.

   Πόσο θά’θελε να ξέρη τί του συνέβαινε!

   Πώς όμως να το μάθη; Και μόνο σαν αυτός περνούσε το δικό του στο μπράτσο της, μιά πολύ μεγάλη χαρά την πλημμυρούσε. Τότε πίστευε πως όλα θάμπαιναν ξανά στον παληό δρόμο... Θυμάται την πρώτη τους συνάντηση ύστερα από το φριχτό της πέσιμο. Τότε που ξαφνικά, αδικαιολόγητα, παραδόθηκε σ’ έναν άλλο. Η πρώτη αυτή συνάντηση γίνηκε ένα δειλινό σε κάποια εξοχική γωνιά... Όσο να φτάσουν εκεί δεν είπαν λέξη. Κι’ όταν έφτασαν και κάθισαν κοντά—κοντά, σαν άλλοτε, εκείνος της αγκάλιασε το κεφάλι σφιχτά... Κι’ αυτή ένοιωσε να εξαγνίζεται... να γίνεται καθαρή... χωρίς ίχνος από το αμάρτημά της... Πόσο τον ευγνωμονούσε γι’ αυτό και πως διά μιάς ο κόσμος είχε γίνει λαμπρός!... Και θυμάται πως αρχίνησε τότε να του μιλά με χαρούμενη φλυαρία... τόσο γρήγορα το σκοτάδι είχε διαλυθεί! Αλλά ενώ έτσι μιλούσε και γελούσε συλλογιζόταν συνάμα πως ίσως θά’πρεπε νά’ναι συγκρατημένη. Ίσως αυτή τη χαρά να μην μπορεί να την δικαιολογήση εκείνος. Ίσως απεναντίας θά’πρεπε να είναι ακόμα συντριμένη. Να σκύβη ακόμα από το βάρος της ασυγχώρετης πράξης της. Περίεργο, γιατί αυτό; Γίνεται ποτές τη χαρά αυτουνού που ξεγυρίζει από βαρειά αρρώστια να του την εμποδίζη η θύμησή της ; Ας μπορούσε να μπη στην καρδιά της να δη την ανέπωτη ευτυχία της!

   Και σήμερα πάλι που βρίσκεται μαζί του η καρδιά της είναι ελαφρή και μιά πίστη παιδιάτικη την παραφέρνει, και νομίζει πως η ζωή είναι ωραία... ωραία σαν την ανοιξιάτικη αυτή μέρα... Και σήμερα... και αύριο... και πάντα η ζωή είναι ωραία... Και πόσο καλά ήξερε να την κάνη να ξεχνά εκείνα που μεσολάβησαν! Ποτέ—ποτέ δεν της μιλά για αυτό. Σα να μή συνέβηκε τίποτα.

   Κι’ αυτή ποτέ δεν του μιλά.

   Π.χ. δεν του λέει πως ο άλλος εξακολουθεί να την παρακαλεί να γυρίσει πάλι σ’ εκείνον.

— Όχι, όχι, του είπε προχτές που την σταμάτησε στο δρόμο. Η ιστορία αυτή μεταξύ μας τέλειωσε. Έπειτα γιατί να σας το κρύψω. Ό,τι μ’ έσπρωξε σιμά σας ήταν ό,τι χειρότερο έχω. Καμιά ευγενική ορμή, κανένα αίσθημα δέ με παρακίνησε σ’ αυτό. Μονάχα μιά στιγμή ξεχασιάς, τίποτα άλλο. Και τού’πε ακόμα: Στη ζωή μου αυτό θά’ναι μιά ανεξάλειπτη κηλίδα, έτσι είναι και να το ξέρετε. Κι’ αυτός έφυγε κατασυγχισμένος.

   Τίποτα απ’ αυτά δεν του λέει. Αλλά και προς τί; Τί σημασία μπορεί νά’χουν ; Τώρα είναι ευτυχισμένη, με τον τρόπο που θέλει νά’ναι, που ονειρευόταν πάντα.

   Και ξάφνου φώναξε γελαστή :

—Πως πεινώ !

—Πεινάς; να πάμε κάπου να φας...

Και γελούσαν...

   Βρήκαν ένα εξοχικό εστιατόριο και μπήκαν. Στην αυλή του φύτρωναν αγριόχορτα, τσουκνίδες, χαμομήλια και σε μιά κώχη ένας σωρός γαλάζα και λευκά αγριόκρινα. Σε ασβεστωμένους τενεκέδες του πετρελαίου φύτρωναν δυόσμοι, μαντζουράνες, βιόλες. Κότες τριγυρνούσαν και κακάριζαν τσιμπώντας το χώμα, που ακόμα ήτανε νωπό από τη βροχή της άλλης μέρας. Και στο βάθος της αυλής κατά σειρά καμαράκια πέντε—έξη κλειστά. Κάποιο σιγανό τραγούδι μέσα από κει έφτανε ως αυτούς συνοδεμένο με κιθάρα.

   Στο εστιατόριο δέ φαινόταν ψυχή.    Κάθισαν σ’ ένα τραπεζάκι κοντά στην είσοδο, κάτω από μια μικρή αρρωστιάρικη μυγδαλιά, που είχε που και που κανένα ανθάκι... Χτύπησαν και σε λίγο φάνηκε νά’ρχεται, βγαίνοντας απόνα καμαράκι που τό’κλεισε πίσω του, το γκαρσόνι με λιγδερά μαλλιά, και μιά βρώμικη πετσέτα ριγμένη στον ώμο.

—Διατάξετε.

   Σε λίγο ότι παράγγελλαν έφτασε και η γυναίκα αρχίνησε να τρώη.

   Έτρωγε ανόρεξα. Συχαινόταν το κάθε τι που άγγιζε... ούτε και πεινούσε πιά.

—Ύποπτο κέντρο, είπε ο άντρας.

—Ναι... πολύ... σα να συμβαίνει κάτι συχαμερό γύρω μας, απάντησε η γυναίκα και πρόσθεσε :

— Και τα λουλούδια ακόμα είναι βρώμικα εδώ μέσα. Όταν ερχόμαστε είχα την αίσθηση πως παντού ήταν χυμένη μια πάστρα και μια λαμπερότητα, και τώρα έχω την αίσθηση πως όλα είναι βρώμικα.

— Κι’ έτσι είναι. Αυτό άλλως τε δέ συμβαίνει και στην ψυχή του άνθρώπου; Πότε είναι όλη φως, και πότε όλη σκοτάδι.

—Ναι, είπε θλιμμένα η γυναίκα. Έτσι είναι. Και σκέφθηκε: Μήπως εννοεί εμένα λέγοντας έτσι ;

   Και κει ξάφνου φάνηκε στην είσοδο, κίτρινος, ταραγμένος ο άλλος. Η γυναίκα ξαφνιάστηκε.

—Χαίρετε, τους είπε, βγάζοντας το καπέλο του, και πλησίασε.

—Χαίρετε, του απάντησε ο συνοδός της γυναίκας βγάζοντας επίσης το καπέλο του.

—Σας ήθελα, είπε ο άλλος γυρνώντας στη γυναίκα. Σας παρακολουθώ από τη στιγμή που βγήκατε από το σπίτι σας.

—Τί με θέλετε; Του αποκρίθηκε ήσυχα αυτή και τον κύταξε κατάματα.

—Έχομε να δώσωμε κάποιες εξηγήσεις.

—Τί εξηγήσεις; Τί εξηγήσεις μπορούμε νά’χομε πιά εμείς οι δυό; Είπε πάλι ήσυχα γυναίκα.

   Δεν της απάντησε αλλά γυρνώντας, είπε στον άντρα που την συνόδευε, με ειρωνικό χαμόγελο !

—Ξέρετε πως η κυρία ήταν ερωμένη μου προ ολίγου καιρού; Σας τώπε ή σας τόκρυψε;

   Η γυναίκα κάρφωσε τα μάτια της γιομάτα βεβαιότητα κ’ εμπιστοσύνη στο συνοδό της. Αλλά τότες συνέβηκε το αναπάντεχο. Εκείνο που κανένας δεν περίμενε, που δεν ήταν να γίνη, αλλά που γένηκε. Η γυναίκα, καθώς είχε καρφωμένα τα μάτια της γιομάτα βεβαιότητα κι’ εμπιστοσύνη στο συνοδό της, ξάφνου τ’ ανοιγόκλεισε και βιαστικά έφερε το χέρι στο λαιμό της, σα να πνιγόταν. Ο συνοδός της έλεγε:

—Πώς, μου τώπε. Όπως θα σας είπε, δεν αμφιβάλλω, ότι με διαδεχτήκατε.

—Ακριβώς. Πράμα που φανερώνει πως η Κυρία έχει το θάρρος της γνώμης της.

—Απλούστατα, φέρνεται έξυπνα είπε ο συνοδός. Κάθε άλλο θάταν κουτό. Και η κυρία δεν είναι κουτή.

—Κάθε άλλο. Και οι δυό άντρες γέλασαν.

—Αλλά με συγχωρήτε, δε σσς ρώτησα τί παίρνετε. Είπε ευγενικά ο συνωδός.

—Τίποτα δέ θα πάρω. Ευχαριστώ.

—Τί διασκεδαστικά πράματα αυτά.

—Δέ βαρυέστε, να περνά η ώρα.

   Η γυναίκα ένοιωθε κάτι πολύ περίεργο. Το στήθος της σαν νάχε αδειάση ξάφνου και στο αδειανό κουφάρι σαν νάχε απομείνη μονάχη η καρδιά να χτυπά γρήγορα και δυνατά σα γροθιά σε κλειστό σεντούκι. Κι’  ούτε έχανε αυτή την αίσθηση γιατί οι δυό άντρες είχαν βαλθεί να μιλούν υβριστικά γι’ αυτήν και να γελούν και να κοροϊδεύουν.

—Μιά στιγμή στα καλά καθούμενα το πουλί έκανε φτερά... είπε ο άλλος, και τη ρώτησε; Αλήθεια γιατί φύγατε έτσι ξαφνικά;…

— Και γω όταν την είδα να γυρνά παραξενεύτηκα... Ένα βράδυ, τσούπ ! γειά σας κι ήρθα !

   Κι’ άξαφνα τη ρώτησαν αν θα μείνη οριστικά με τον πρώτο της φίλο ή αν θα ξαναγυρίση στο δεύτερο. Και τη ρωτούσαν γελώντας και οι δυό !

   Κι’ αυτή χωρίς λέξη να πη πετάχτηκε ορθή. Μια στιγμή τους κοίταξε και τους δυό, πότε τον ένα πότε τον άλλο, σα χαμένη και τράβηξε. Στην είσοδο στάθηκε μιά στιγμή να δει από πού να πάει... αλλά κατάλαβε πως αυτό δεν είχε καμιά σημασία ... θα πάρη κάτω ... ολόϊσα ... Είχε όμως λησμονήσει τη σάκα της και γύρισε να την πάρει ... ξανακάθισε ... οι δυό άντρες ξακολουθούσαν να μιλούν γι’ αυτήν πασκίζοντας ποιός να πη τα πιό πολλά ... Κι’ αυτό τό’καναν χωρίς εμπάθεια, χωρίς μίσος, χωρίς κακία σε τόνο αστείο. Τό’καναν σα να μην ήταν μπροστά.

— Ώστε έλεγε πως η σχέση μας ήτανε γεμάτη ποίηση ... χά ! χά ! χά ! έλεγε ο συνοδός της

— Έτσι συμβαίνει με τη γυναίκα... αφού διασκεδάσει ωραία—ωραία, αρχινά και μιλά για το φεγγάρι και τ’ άστρα ...

— Δέ βαρυέστε, δεν αξίζει τον κόπο … μονάχα που δεν επιτρέπεται να γίνεται κανείς γελοίος, είπε ο άλλος.

— Και ποιός γίνεται.

— Γιατί μιλούν έτσι ; Τί τους έκαμα ;... συλλογιέται η γυναίκα ; Τί κακά είδαν από μένα; Τους πρόσφερα μερικές ευχάριστες ώρες που οι ίδιοι τις αποζήτησαν και τις έλεγαν ανεχτίμητες! Λοιπόν γιατί ; Θέλει να τους κάμη αυτήν την ερώτηση αλλά είναι τόσο σκληρά κι’ ανελέητα τα πρόσωπά τους

που φοβάται μην την περιγελάσουν και ξεσπάσουν σε γέλοια. Και πώς πονά όταν γελούν !

   Κι’ αυτοί ξακολουθούν να την κουρελιάζουν προσφέροντας μ’ ευγένεια τσιγάρα ο ένας στον άλλο. Κι αυτή νοιώθει σιγά σιγά κάτι σαν πνίξιμο να τη σφίγγει ολοένα και περισσότερο και κάτι σαν κρυάδες σ’ όλο το κορμί ... και κρατιέται και παίρνει βαθειά την ανάσα της γιατί δέ θέλει να καταλάβουν τί της συμβαίνει. Λέει μόνο και σηκώνεται.

— Να φύγομε πιά... νύχτωσε.

   Οι δυό άντρες συκώνονται επίσης.

   Είχε βραδυάσει κι’ από τα καμαράκια τα ζευγάρια έβγαιναν κι’ έφευγαν. Το μισοφαγωμένο φαγί της γυναίκας έμενε παγωμένο στο πιάτο ... αηδές τη θέα ... Χτύπησαν νάρθη το γκαρσόνι κι’ οι δυό άντρες έκαμαν συγχρόνως το ίδιο κίνημα να πάρουν το πορτοφόλι τους.

— Αφήστε είπε εκείνος που συνόδευε τη γυναίκα. Και πλήρωσε ...

   Το βράδυ ήταν ψυχρά κι’ η γυναίκα κρύωνε στο ελαφρό της φόρεμα... Πήραν κάτω τη μεγάλη λεωφόρο της Αλεξάντρας προς την πόλη... Οι δυό άντρες κι’ η γυναίκα στη μέση. Όπως πρέπει.

   Όσο προχωρούσαν, ο δρόμος γινόταν πολυσύχναστος... άνθρωποι, τραμ, αυτοκίνητα διασταυρώνουνταν... είχε σκοτεινιάσει, τα φώτα άναβαν. Καθώς περνούσαν τ’ αυτοκίνητα τίναζαν τις λάσπες...

—Τί θα γίνη τώρα συλλογιέται η γυναίκα... Πού θα πάω;... Έπειτα από κείνο που συνέβηκε τί θάταν φυσικό να συμβή; Φυσικά θάταν να πέση μπρος σε κείνο το αυτοκίνητο που καταφτάνη... όχι... αυτό δεν έχει το κουράγιο να το κάμη… Φυσικλο θάταν επίσης να φύγη... να εξαφανιστή... Θέ μου γιατί τα είπαν όλα τούτα: Πώς να λησμονήσουν ως σ’ αυτό το σημείο πως είχανε μπροστά τους ένα πλάσμα σαν αυτούς με ψυχή που χωρίς άλλο θα υπόφερε.

   Περίεργο... Μά γιατί τα είπαν όλα τούτα ;

Τί χρειαζόταν; Τί τους χρειαζόταν; Πώς γένηκε να λησμονήσουν ως αυτό το σημείο πως χωρίς άλλο θα πονούσε φριχτά !

   Το απογευματινά τοπείο έλαμψε για μια στιγμή στη μνήμη της γυναίκας... έλαμψε πολύ μακρυνό... σα να τώχε δει σε μιά εποχή πολύ περασμένη… κι’ όχι σαν πραγματικό, αλλά σαν ζουγραφιά ... που είχε μάλιστα και κορνίζα.

   Κάποτε σταμάτησαν να χωρίσουν.

 —Και τώρα ποιός θα συνοδεύση την κυρία;.. είπε ο ξένος με τον ίδιο περγελαστικό τρόπο.

   Η γυναίκα δεν απάντησε αλλά τράβηξε το δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι της... Πήγαινε βιαστική, και πίσω της ακολουθούσε σκυφτός και συντριμμένος εκείνος που λίγες ώρες πρωτήτερα... την άφηνε να στηρίζεται επάνω του με τόση εμπιστοσύνη.

—Άννα, της ψιθύρισε κάποτε ικετευτικά. Άννα, λυπήσου με !

   Κι’ αυτή σταμάτησε και τον περίμενε.

 

 

             ΓΑ ΛΑΤΕΙΑ  ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

 

 

 

 

 

[ το διήγημα της Γαλάτειας Καζαντζάκη «Άβυσσος» δημοσιεύθηκε στο περ. «Ηλύσια», Αθήναι, δντής: Παύλος Νιρβάνας, Χρόνος Α΄, τεύχος 2, 29 Μαϊου 1927, σ. 46-48. ]

 

 (το πρωτότυπο σε πολυτονικό)

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ

eleftherografos.blogspot.com

[ ανάρτηση 7 Μαρτίου 2024 :

Γαλάτεια Καζαντζάκη

« Άβυσσος »

διήγημα

δημοσίευση 1927

περ. «Ηλύσια»

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ]

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Viveca Lindfors Life magazine February 1949 Gallery of Stars Καλλονές Θεάματα Κινηματογραφικά

  Viveca Lindfors Life magazine February 1949 Gallery of Stars Καλλονές Θεάματα Κινηματογραφικά       Viveca Lindfors ...