Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Γαλάτεια Καζαντζάκη "Ο θάνατος" διήγημα δημοσίευση 1928 περ. "Καινούργια Ζωή" (Αθήνα) ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

 




Γαλάτεια Καζαντζάκη

« Ο θάνατος »

διήγημα

δημοσίευση 1928

περ. « Κανούργια Ζωή »

 

 

 

 

 

    « Ο θάνατος »

 

 

   Ήταν απριλιάτικο πρωί εκείνη την ημέρα το περιβόλι έλαμπε, κάτω από το καταγάλανο ουρανό. Τα τριαντάφυλλα ολάνοιχτα μοσκομύριζαν. Το νερό αφημένο από τη νύχτα γιόμιζε την ξεχειλισμένη στέρνα που έτρεχε ποτίζοντας τα καλάμια και τα πολυτρίχια πού είχαν φυτρώσει γύρω στο αφρόχειλο. Τα περιστέρια κατέβαιναν στις πλάκες εκεί που καθόμαστε. Τα χελιδόνια ξαναφερμένα με την άνοιξη πηγαινοερχόταν στις φωλιές τους, τα πουλιά τσιτσίβιζαν στα δέντρα, και ο μικρός μου αδερφός έπαιζε. Μια κοπέλα τραγουδούσε και τη βλέπαμε μέσα από το παράθυρό της μιά να φαίνεται, μιά να χάνεται στο πηγαινέλα της δουλιάς της, με το άσπρο της κεφαλόδεμα και τα μανίκια μαζεμένα πάνω από τον αγγώνα.

   Τα παιδιά του γειτονικού σκολειού βούιζαν σα μελισσολόι και εγώ ένοιωθα μια περιχαρή αλάφρωση... σα νάχα γίνει ενα μου φαινόταν μ’ όλα εκείνα που με περιτριγύριζαν. Ένοιωθα πως ήμουν νερό, πουλί, ουρανός, κι’ ακόμα πως ήμουν μέσα στο τραγούδι της νέας, στο θόρυβο των παιδιών και στο παιγνίδι του αδερφού μου.

   Κι’ αυτή η παράξενη αίστηση μού'δινε μιά χαρά. Όχι τη χαρά που ξεσπάει, αλλά εκείνη που είναι βουβή και μας κρατάει σκεφτικούς. Η μητέρα μου κ’ εγώ κάτω από τη κληματαριά εργαζόμαστε. Με το πανέρι της στο πλάϊ διόρθωνα κάποιο φόρεμα του αδελφού μου πασκίζοντας να μη φαίνεται το διόρθωμα γιατί το φόρεμα θα φοριόταν όξω. Καθόμαστε εκεί σιωπηλές απ’ ώρα.. Το φαγητό που η ίδια η μητέρα μου είχε ετοιμάσει ψηνόταν. Πότε-πότε σηκωνόταν να δή τί γίνεται ή μ’ έστελνε εμένα. Φορούσε ένα ελαφρό τριανταφυλλί φόρεμα του σπιτιού, και στο κεφάλι της είχε ένα κεφαλόδεμα άσπρο με νταντέλες που της έκρυβε όλα τα μαλιά, αφήνοντας μόνο να φαίνεται το πρόσωπό της. Ως πάντα, έλαμπε με τη συνηθισμένη του κέρινη λευκότητα κι’ ως πάντα αποθάμαζα την ομορφιά εκείνη που στεκόταν τόσο δροσερή.

    Άξαφνα η μητέρα μου φώναξε αυστηρά του αδερφού μου να κάτση φρόνιμα.

— Κάτσε λοιπόν πιά ήσυχος... πάρε το βιβλίο σου καλύτερα... τά'φαγες πιά κείνα τα φορέματα... το μεσημέρι θα πω του πατέρα πως δεν άνοιξες βιβλίο... ένοια σου και θα δης τί έχης να πάθης.

   Φώναξα κι’ εγώ του αδερφού μου ακολουθώντας το παράδειγμά της, νά'ρθη να διαβάση, αλλά επειδή αυτός δεν υπάκουσε σωπάσαμε πάλι.

— Τί περίεργα καμιά φορά τα όνειρα που βλέπει κανείς... είπε σε λίγο η μητέρα μου... αν βρης ποιόν είδα απόψε...

— ΙΙοιόν μητέρα;

— Τον Πέτρο τον Ζάχο.

   Τον Πέτρο τον Ζάχο που όταν ήταν νέος την είχε ζητήσει σε γάμο, που του την είχαν αρνηθή, είχε παντρευτεί μ’ άλλη και τώρα βρισκόταν χρόνια πεθαμένος.

— Και ξέρεις τί; ξακολούθησε η μητέρα μου. Σαν νά'ρθε λέει εδώ και μού'πε: Έ, ετοιμάζου... ήρθε η ώρα να σε πάρω πιά. Κι’ εγώ λέει του έλεγα πως είμαι τώρα παντρεμένη πως έχω παιδιά και πως δεν τ’ αφήνω... αλλά αυτός καλά και σώνη να με πάρη...

— Κι’ ύστερα ;

— Έ, τίποτα... τί μυστήριο... άνθρωπο που δεν τον βάζω ποτέ στο νου μου...

   Και λέγοντας έτσι κάρφωσε το βελόνι στο ράψιμο απώθεσε το ρούχο στην καρέκλα και σηκώθηκε να πάη πάλι στην κουζίνα να δη το φαΐ. Πήγε, έλειψε λίγα λεπτά και γύρισε. Ξανάπιασε το ράψιμό της και έραβε. Έραβα το ίδιο δίπλα της, και πέρασε αρκετή ώρα.

   Αλλά και πάλι την είδα να αφήνη το ράψιμο και ξανά να σηκώνεται.

   Αυτή τη φορά δεν πήγε στην κουζίνα. Πήγε εκεί. κοντά σε μια γλάστρα έσκυψε στο φυτό και άρχισε να το σκαλίζη. Έσιαχνε το χώμα γύρω στη ρίζα πετούσε τα πετραδάκια που εύρισκε όπως το κοσκίνιζε στο χέρι της, έβγαζε τα ξεράδια... όπως ήταν σκυμένη την άκουσα να λέη ξάφνου.

— Μιά ζάλη... πώ! πώ! ζάλη... και έφερε το χέρι της στο δεξί της αυτί ανοίγοντας τη παλάμη πάνω του... Εγώ δέ κοινήθηκα από τη θέση μου έπαψα μόνο τη δουλειά μου και ανήσυχη την έβλεπα.

— Μητέρα τί έχεις...

— Μιά ζάλη, ξανάπε σιγά τώρα και άπλωσε το χέρι της σα να γύρευε ν’ ακουμπίση... Τότε πέταξα το εργόχειρο και έτρεξα σιμά της... την αγκάλιασα και βάλθηκα να την οδηγήσω στην καρέκλα.

— Τάκη φώναξα συγχρόνως... νερό, φέρε νερό γρήγορα... με κείνο το τενεκεδάκι... από τη στέρνα,. Στη φωνή μου το παιδί τά'χασε καθώς μ’ είχε ιδεί να φέρνω έτσι τη μητέρα μας και δεν ήξερε πού να πάη...

   Όπως προχωρούσα ένοιωθα το σώμα της να βαραίνη... και να σέρνη τα πόδια της... Όμως κατάφερα να την πάω στην καρέκλα. Της έριξα νερό στο πρόσωπο, της έδωσα να πιή, και της έτριβα τα χέρια, τρέμοντας όλη. Εκείνη καθόταν αναγερμένη στη καρέκλα και αμίλητη μ’ έβλεπε να πασκίζω να τη συνεφέρω... Ήταν χλωμή και το νερό στεκόταν στάλες στάλες σ’ όλο το πρόσωπό της.

— Μητέρα ! τί έχεις ; τί έχεις μητέρα ; έλεγα εγώ ακατάπαυστα και οι γρήγοροι κτύποι της καρδιάς μου μού’κοβαν τα γόνατα.

— Δεν έχεις τίποτα— δεν έχεις τίποτα...

Χαμογέλασέ μου μητέρα... πες μου και συ πως δεν έχεις τίποτα... την παρακαλούσα...

— Ναι... δεν έχω... και έβλεπα το βλέμμα της να λαβαίνη μιά χαμένη έκφραση, να γίνεται αφηρημένο να βυθίζεται σε άλλο κόσμο... να μη με βλέπει, πιά.

   Ο Τάκης έτρεξε να ειδοποιήση παντού και εγώ βάλθηκα να την πάω μέσα να την ξαπλώσω στον καναπέ... Τώρα ήταν βαρειά πολύ βαρειά και με κόπο την έφερνα!.

— Έλα μητέρα.... λίγο κουράγιο... νά ! φτάσαμε… δες....

…Καί κείνη πάσκιζε να περπατάη... όσο δυνόταν...

— Μούδιασε... το πόδι μου... και το χέρι μου....

— Δεν είναι τίποτα— μά τίποτα ... δεν έχεις τίποτα...

— Και την ξάπλωσα και έσκυψα πάνω της... Ένα ελαφρό χαμόγελο πέρασε στα χείλη της και πάσκιζε να χαϊδέψει το μέτωπό μου... Αλλά δέ μπόρεσε.

   Το μάτι της στάθηκε πάνω μου. Με κύταξε κατάματα σαν να’θελε να μου δώση να καταλάβω ότι δέ μπορούσε να πή.

— Τί θέλεις μητέρα.

— Τα παιδιά, τα παιδιά.... άρχισε να τραυλίζη… Δεν κρατιόμουν άλλο τα πόδια μου λυγούσαν τα αυτιά μου βούιζαν το κεφάλι μου γινόταν άδειο... άδειο...

— Μητέρα!.. μητέρα!.. μίλησε μου....

...Τα μάτια της πάλι στηλώθηκαν πάνω μου— το χέρι της κινήθηκε να με χαδέψη —και είπε με πόνο που δε θα ξεχάσω ποτές.

— Μμμμμ... Πώς χλώμιανες... δες, δες… πώς γίνηκες έτσι— μά γιατί.... γιατί.... και... Οι λέξεις έβγαιναν ακατάλειπτες γιατί η γλώσσα μπερδευόταν.

— Μητέρα! φώναξα.... Τίποτα καμία απόκριση, παρά ένας ρόγχος. Και ήρθε ο γιατρός και ήρθαν πολλοί γιατροί και έκαμαν ότι ήξεραν, και ήρθε ο πατέρας και τ’ αδέρφια της, και οι συγγενείς μας, και οι φίλοι μας... και τα παιδιά μας από το σκολιό...

— Να μεταφερθή στο κρεββάτι της είπαν οι γιατροί. Και όπως τη μεταφέραμε και εγώ ήμουν κοντά της και την αγκάλιαζα, το χέρι της το αριστερό γιατί το δεξί είχε ολότελα παραλύσει μού’σφιξε για ύστερη φορά το δικό μου....

   Μεσολάβησαν ακόμα τριανταέξ ώρες και η μητέρα μου πέθανε. Σ’ όλο το διάστημα τούτο δεν την είδα. Δεν ήθελα με κανένα τρόπο να την δω. Μου φαινόταν πως είχε πεθάνει κιόλας, πως είχε κοπεί κάθε δεσμός μαζί μας. Το σώμα που κοιτόταν με τα παραλλαγμένα χαρακτηριστικά δεν ήταν πιά της μητέρας μου που το άλλο πρωΐ καθόταν μαζί μου κάτω από την κληματαριά. Και μόνο μιά θλίψη θανάσιμη σα μολύβι πλάκωνε την καρδιά μου να ξέρω το φόρεμα του αδερφού μου μισοδιορθωμένο με το βελόνι καρφωμένο από το χέρι της εκεί που το άφησε, το κάθισμα που καθόταν αμετακίνητο, στο ίδιο μέρος— τα φορέματά της, όλα όσα μεταχειριζόταν, εκεί όπως τα άφησε η ίδια...

    ...Και θά’θελα όλα να μετακινηθούν, όλα ν’ αλλάξουν, για να τελειώση το αβάσταχτο μαρτύριο να σκέπτομαι πως εκείνη που τα είχε βάλει εκεί είχε χαθή για πάντα! Και αρχινούσα εγώ να κάνω το έργο του τέλειου ξεχωρισμού μας από τη μητέρα μας. Ξεκρεμούσα από τα ντουλάπια τα φορέματά της... μετακινούσα τα πράματα που εκείνη είχε τοποθετήσει... πήρα τη καρέκλα που καθόταν και την πήγα μέσα ν’ ανακατευτή με τις άλλες... Θεέ μου τί φριχτές ώρες και πώς τις ξεχνά κανείς, και πώς τις ξεχνά τόσο γρήγορα !

    Στο διάστημα της αγωνίας της δεν έκλαψα ούτε μιά φορά. Μαζεμένη ένα κουβάρι, ασάλευτη, σα σε βύθος, έφραζα μόνο τ’ αυτιά μου να μην ακούω το ρόγχο της που έφτανε, και ως τη γωνιά που είχα κρυφτή!... Και μόνο όταν την έντυσαν με το μεταξωτό της τo μωβ φόρεμα και είδα τη μορφή της έτσι ωραία στον γαλήνιο ύπνο που της είχε κλείσει τα μάτια ένα βάρος σηκώθηκε από το στήθος μου και τα δάκρυά μου αρχίνησαν να τρέχουν άφθονα. Μιά αγάπη που ποτέ δεν είχα γνωρίσει με συνεπήρε, και πιά δεν κουνήθηκα από το πλάι της. Δεν έμπηξα τις φωνές που έβγαζαν οι άλλοι γύρω μου. Ένοιωθα μονάχα την ανάγκη να της μιλώ… όχι σα σε πεθαμένη... σα σε αγαπημένο που μέλλει να μας φύγη ...

   Και όξω το πρωΐ είχε πάλι απλωθή σ’ όλη την απριλιάτικη ομορφιά του.

   Όλα ήταν τα ίδια σαν χτες, και μόνο εγώ δεν ένοιωθα πως ήμουν ένα μαζί τους.

   Κι’ όταν έγινε η θανή και τελείωσαν όλα, η ζωή ξαναπήρε το δρόμο της, τον κανονικό που ο θάνατος για μιά στιγμή είχε διαταράξει.

   Κι’ ένα πρωΐ, έπειτα από λίγες μέρες, εγώ εργαζόμουν πάλι κάτω από την κληματαριά. Τα περιστέρια κατέβαιναν στις πλάκες της αυλής, τα πουλιά κελαδούσαν, τα παιδιά θορυβούσαν στο γειτονικό σκολιό, η κοπέλλα απέναντι τραβούσε, κι’ ένοιωθα μιά αλαφράδα σα νά’χα γίνει ένα μ’ όλα εκείνα τα χαρούμενα πράματα που μέ τά γυρνούσαν.

 

 

                           ΓΑΛΑΤΕΙΑ   ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

 

 

 

 

[ το διήγημα της Γαλάτειας Καζαντζάκη «Ο θάνατος» δημοσιεύθηκε στο περ. «Καινούργια Ζωή», Αθήνα, δντές: Θ. Προδρόμου, Μ. Παύλου, Χρονιά Α΄, αριθ. 2, Μάης 1928, σ. 34-36. ]

 

( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )

 

 

 

 

 

 

 

ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΡΑΦΟΣ

eleftherografos.blogspot.com

[ ανάρτηση 7 Μαρτίου 2024 :

Γαλάτεια Καζαντζάκη

« Ο θάνατος »

διήγημα

δημοσίευση 1928

περ. «Καινούργια Ζωή»

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ]

 

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αμαλία Παρασκευοπούλου "Πανελλήνιο Συνέδριο Κεραμικής: Αγριά Βόλου Νοέμβριος 2024" Εικαστικά

  Αμαλία Παρασκευοπούλου Πανελλήνιο Συνέδριο Κεραμικής Αγριά Βόλου Νοέμβριος 2024 Εικαστικά                 Πανελλήνιο...